“Ερατώ”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

«Αν είναι να ζήσεις μίζερα, στερημένα, βουτηγμένη στους φόβους σου και σε πολλά γιατί, καλύτερα, πουλάκι μου , να πας στο μοναστήρι».  Έτσι μου έλεγε συχνά η φίλη μου η Ερατώ, όταν της διηγιόμουν, ανάμεσα σε πολλά χαρτομάντιλα και καπνούς από τα τσιγάρα που άναβα κι έσβηνα περιπαθώς, τη νέα μου ερωτική απογοήτευση.

Ήταν μικροκαμωμένη η Ερατώ. Με μαλλιά να ακουμπάνε το ύψος των ώμων και σώμα κοριτσιού στα χρόνια της εφηβείας. Τα μάτια της, παίζανε συνέχεια παιχνίδια με το φως και το σκοτάδι.

«Κοίτα να δεις, μου έλεγε, η ζωή είναι απλή. Εμείς τη φορτώνουμε με πολλά πώς και γιατί. Αν αφηνόμαστε λιγάκι, αν ζούσαμε πιο ελεύθερα, δηλαδή, θέλεις κάτι; Κυνήγα το, ζήσε το, ρούφηξε την κάθε του σταγόνα σα να γίνηκε μόνο για σένα. Δεν έχει πιο μεγάλη ευχαρίστηση. Δεν σου λέω, θα είναι πολλές οι φορές που θα πονέσεις. Όμως θα’ χεις ζήσει. Και τον πόνο σου, τράβα τον βαθιά ρουφηξιά μέσα σου. Θα έρθει και θα σταλάξει γνώση, την άλλη φορά θα κάνεις καλύτερη εκτίμηση. Κι έτσι θα δεις που και οι άλλοι θα σε εκτιμούν πιο πολύ. Γιατί, το ποτάμι, ρωτάει τη θάλασσα, σαν ρίχνεται μέσα της;

Ύστερα, εγώ, αν γεράσω, θέλω να θυμάμαι. Όχι να φαντάζομαι πως έζησα, να χάνομαι τα βράδια στα όνειρά μου και να ξυπνώ το πρωί με τη στυφή γεύση του ανεκπλήρωτου. Άσε που δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα από άνθρωπο στερημένο. Έδωσες, πήρες αγάπη, αυτό μετράει. Δεν σου λέω να αφήνεσαι σα χαζή να σε εκμεταλλεύονται οι άλλοι. Η αγάπη είναι η πιο μεγάλη αξίωση. Πρέπει όμως να τη διεκδικείς. Δεν αξίζει να κλαις για τον γκόμενο που δεν σου φέρθηκε εντάξει. Υπάρχει, ρε, μια παράξενη δικαιοσύνη σ’ αυτά, τ’ απωθημένα του έβγαζε ο τύπος και εσύ έπαιξες το παιχνίδι του. Πιο κάτω να δούμε πού θα πάει… Όποιος δεν ξέρει να δίνει, δεν ξέρει και να παίρνει. Κι η αγάπη είναι ένα συνεχές παιχνίδι, χάνω, κερδίζω, ζω. Κατάλαβες, Κατερινάκι μου;

Εγώ καταλάβαινα και μάλιστα καλά, μόνο που δεν είχα τη δύναμη ετούτη τη στιγμή να κάνω όσα με συμβούλευε. Ποιος έχει τη δύναμη την ώρα που βρίσκεται μέσα στον κυκλώνα, ν’ αντισταθεί; Όλα τα ρουφάει μέσα της η δίνη. Στο τέλος απομένουν ξεβρασμένα ξύλα και τζάμια, ότι δεν χώνεψε το τέρας. Ποιο κτίσμα, ποια καρδιά ν’ ανασυντάξεις, με τι δύναμη. Όποιος δεν ένιωσε αδικημένος στην αγάπη του, δεν έμαθε ν’ αγαπά τον εαυτό του, ούτε βρήκε ποτέ ξανά τη δύναμη να αγαπήσει από την αρχή. Έτσι μου έλεγε η Ερατώ. Από την αγάπη ξεκινάμε κι εκεί καταλήγουμε όλοι.

Η φίλη μου η Ερατώ. Μια κόκκινη κορδέλα στην άκρη του σύννεφου, ν’ ανεμίζει, να ταξιδεύει, να βρέχεται  και να’ χει πάντα κόκκινο χρώμα, όπως το αίμα όταν κυλάει έξω από τις φλέβες, όπως οι πιο βαθιοί μας πόθοι, κόκκινοι, δεμένοι στην άκρη ενός σύννεφου…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη