«Εξομολόγηση», γράφει η Μαρία Πανούτσου

Στην Χ.Π. και στον Μ.Κ.

 

Όσες  φορές θέλησα να  έρθω σε επαφή με  ανθρώπους που επηρέασαν τη ζωή μου με καλό ή όχι καλό τρόπο,  εκτός από  μια ιστορία,  όλοι οι άλλοι ήταν  αρνητικοί έως εχθρικοί απέναντι μου.

Κάτι  που δεν καταλάβαινα. Τα  τελευταία χρόνια  ήμουν εγώ που σε δυο ιστορίες  δεν θέλησα να δώσω  συνέχεια μέσα στο χρόνο. Βέβαια, δεν θέλησα επειδή  είχα πολύ αρνητικά αισθήματα αποθηκευμένα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο από τη σχέση μου με  τους συγκεκριμένους ανθρώπους.  Και  αναρωτιέμαι, είχα δημιουργήσει και εγώ σε κάποιους  ανθρώπους  τόσο αρνητικά συναισθήματα, χωρίς να το επιδιώξω και να το καταλάβω;

Φαίνεται πως ναι.

Η άλλη εξήγηση για την αρνητική  θέση σε μια  επιστροφή σε σχέση του παρελθόντος είναι ο φόβος  να αντιμετωπίσουμε  τις  τότε επιλογές, την  τότε  ζωή μας,  τον τότε εαυτόν μας. Και μιλάω για  σχέσεις φίλιας, συνεργασιών, όχι μόνο για  σχέσεις συναισθηματικές και ερωτικές.

Μια άλλη εξήγηση  είναι η  ψυχολογική κούραση  από τα χρόνια. Θέλει πολύ ενέργεια  μια επανασύνδεση. Υπάρχει και μια άλλη  ακόμη εξήγηση. Το  ψυχικό κλείσιμο που προκύπτει  στον άνθρωπο μετά από πολλές  ακυρώσεις  στις προσδοκίες του.  Έτσι χάνουν την πίστη  στην  ίδια τους τη ζωή. Και  βέβαια υπάρχει και η  αρνητική προσέγγιση στο παρελθόν, που το θεωρούν πισωγύρισμα, αδυναμία.

Η αλήθεια  είναι πως  το παρελθόν κρύβει πολλές παγίδες αλλά και είναι ένας μοναδικός σύμβουλος, είναι ένας σκληρός κριτής  μα και  ένας  τρομαχτικά  επικίνδυνος φίλος.

Δύσκολο να κρατήσεις τη γραμμή της ζωής  συνειδητά  ή μάλλον τις ζωές που έχουμε, γιατί έχουμε πολλές ζωές.

Και  εγώ δεν πιστεύω στην επανασύνδεση ακριβώς.  Η επιστροφή  για την οποία μιλώ είναι  μια επιστροφή με ημερομηνία λήξης.  Είναι μια βουτιά σε  συναισθήματα και εμπειρίες, μια απομυθοποίηση της ίδιας μας της μνήμης, με ό,τι  επιπτώσεις αυτό μπορεί να έχει σε μας. Όμως συγχρόνως είναι μια σε βάθος  γνωριμία με τον εαυτόν μας,  τον τόσο χαμένο και τόσο γνώριμο.

Υπάρχει μια στυφή γεύση σε αυτήν την επανασύνδεση, που μένει  όταν ολοκληρωθεί η  επέμβαση, γιατί είναι μια χειρουργική επέμβαση τελικά  αυτό το πισωγύρισμα.

 

«Καθώς κοιτούσε στα μάτια τον άνθρωπο προσπαθούσε να μείνει κόσμια σε συμπεριφορά.

Ήθελε  να γελάσει, να κλάψει, να πει κάτι άπρεπο αλλά συνέχιζε να τον κοιτά και επέμενε να φέρνει  συγχρόνως σε πρώτο πλάνο την εικόνα του ίδιου  αυτού ανθρώπου πριν 30 χρόνια, όταν εκείνος ήταν υγιής και 28 χρονών,  όμως η εικόνα δεν στεκόταν, γλίστραγε και στη θέση της  έμπαινε μια  άλλη εικόνα, μια νέα γυναίκα  να περπατά  σε έναν κεντρικό δρόμο  και μετά άλλες και άλλες  εικόνες και καθώς συνέχιζε να τον κοιτά,  τότε  του ζήτησε να  καθίσουν γιατί έτσι  όρθιοι που στέκονταν, ζαλίστηκε.

Ας κρατήσει τα προσχήματα, σκέφτηκε. Εξάλλου εκείνη του ζήτησε να βρεθούνε.» [1]

 

Θυμάμαι  ένα τηλεφώνημα με  την μοναδική μου φίλη,  την μόνη κολλητή φίλη που είχα  της εφηβικής και νεανικής μου ηλικίας (είκοσι χρόνια στενής φιλίας), γνωστής ποιήτριας, που όταν της τηλεφώνησα μετά από πολλά  χρόνια με σκοπό να ανταμώσουμε και πάλι  -και είχαμε να πούμε πολλά- ένοιωσα την πίκρα  που είχε μαζέψει και από μένα  στο κοινό μας παρελθόν. Πόσο  ατελής  ήμουν στα νιάτα μου, πολύ πιο ατελής από τώρα. Το βλέπω σε φωτογραφίες  εκείνης της εποχής, που με ερμηνεύω και με αναλύω… Τώρα,  το ίδιο  το παρελθόν με προστατεύει σθεναρά και με συνείδηση σε ό,τι θα με οδηγούσε σε ματαιότητα αυτού του κόσμου.

 

Κέα, 06/10/2023

 

 


Μικρό απόσπασμα  από  την κολλητή μου,  για πάντα μία και μοναδική Χ.Π.:

Ο καλλιτέχνης και το δημιούργημά του

     Τόσο μελάνι έχει χυθεί, πυροβολισμοί έχουνε πέσει, τόσα μαχαίρια έχουν συρθεί γι’ αυτή τη μαύρη την πλευρά μας. αν όντως σκεπάζουμε ένα ζώο, θα προτιμούσα ο δημιουργός να το κάνει  να σέρνεται μέσα μου, να μην ξεσπαθώνει, να ’ρχεται στην επιφάνεια με την πληγή, το σώμα που πονάει, την κόκκινη πλευρά, δάκρυα και συναισθήματα που σιγά-σιγά κάνουν την ύπαρξη γαλάζια κι αφήνουν ένα άρωμα.

     Αν ο πόνος έλειπε απ’ τον άνθρωπο, δεν θα υπήρχε ελπίδα να γίνει ποτέ υψιπέτης. Θ’ άλλαζε ίσως και η εκτίμηση για τα χρώματα και τα μισά λήμματα της γλώσσας μας δεν θα υπήρχαν.

     Άραγε η μοναξιά μας θα ’ταν μικρότερη;

Χ. Π.


 

[1] Απόσπασμα από το   αδημοσίευτο διήγημα  Η μέρα της   βροχής,   της συλλογής  ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ, της Μαρίας Πανούτσου.

 


 

[Μαρία Πανούτσου – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη