Εντεταλμένη
Εντεταλμένη υπηρεσία περπατήματος,
προς την κάτω γειτονιά,
τυχαία ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο,
με κοιτούσε μέσα στα μάτια,
χωρίς κούραση και τυπικότητες,
το νοτισμένο του σώμα,
στο αεράκι χόρευε μια από εδώ και μια από εκεί,
η προπληρωμένη του επιθυμία,
να πετάξει,
συνάντησε το χέρι μου,
με ελαφρά αντίσταση,
στα δάχτυλα,
ο ιδρώτας του μύριζε ακόμη νύχτα,
με την ματιά μου την έκοψα,
και κοκκίνισε ο ήλιος,
φεύγοντας με αργά βήματα,
εκείνη την στιγμή,
ακούγοντας τη βουή της θάλασσας,
να κόβει βόλτες,
στην πάνω γειτονιά,
χρώματα στην συνήθειά τους,
ζητούσαν παραλήπτη επιβεβαίωσης,
στις λεπτομέρειες και στα αγκάθια,
μυρουδιές βρήκαν τον τόπο τους,
τυχαία και τα πρέπει,
των μεταξύ τους συναντήσεων,
δεν έχουν άρωμα.
Αέρας
Τι τσιγάρο, τι τραγούδι,
τον ίδιο κρατάνε ρυθμό,
στα λόγια του αέρα,
βρίσκουν τρόπο οι συνήθειες,
να ξεκουράζονται,
για το καλό τους,
μέχρι νεοτέρας επιθυμίας.
Εκ των υστέρων
Κρατάω ημερολόγια ονείρων,
αμυδρά θυμάμαι πρόσωπα,
και μυρουδιές,
όταν τις καταγράφω,
παίρνουν την θέση τους,
εκ των υστέρων,
όλα γίνονται,
στο χαρτί.
Τα και
Ασυναίσθητα είχες μακρύνει κι άλλο,
αθόρυβα και στη μνήμη μου,
μεγάλωσες,
χωρίς λόγια και ταξίδια,
είχε ραγίσει και ο καθρέφτης στις φωτογραφίες,
δεν ήσουνα όμως συννεφιασμένη,
ακόμη και εκείνη την ημέρα της μοιρασιάς,
θυμάμαι και τι ακριβώς φορούσες,
και τι δεν φορούσες.
Εδώ, αυτό και εκείνο
Τσαλακωμένα κύματα,
σε χούφτες κοχυλιών,
ταξιδεύανε όλη νύχτα,
από λιμάνι σε σεντόνι,
όλα μικραίνανε στις επιθυμίες,
αποχαιρετισμοί βημάτων,
βρήκαν σιγά σιγά στεριά,
στα όνειρα οι ανάσες τους,
προτού μεσημεριάσει,
για λίγη αποκατάσταση και σιγουριά,
τακτοποίησαν τα ράφια της κουζίνας,
εδώ αυτό,
εδώ εκείνο,
έτσι για να θυμούνται τι έχουν,
και για αύριο να λένε πάλι τα ίδια.
Αφήστε το σχόλιο σας