«Ελλάδα Σοφοκλέους», παρουσιάζει ο Κυριάκος Στυλιανού

Καλό μήνα και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

Η Ελλάδα Σοφοκλέους κάνει την εμφάνισή της στη λογοτεχνική μας στήλη “Λόγω Γραφής… ες γην εναλίαν Κύπρον” με το ποίημα της “Κραυγή απόγνωσης”, το οποίο αναφέρεται στη σημασία, τόσο κυριολεκτική όσο και μεταφορική, που έχει η άνοιξη στις δύσκολες μέρες που τώρα διάγει η ανθρωπότητα. Παρατίθεται επίσης ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά της “Έτσι ξαφνικά”, το οποίο εκδόθηκε το 2015 από τις εκδόσεις  Γαβριηλίδη. Τέλος, η παρουσίαση τής συγγραφέως κλείνει με ένα ανέκδοτο αφήγημα με τον τίτλο «Ακροβατώντας», σε πρώτη δημοσίευση στη Λόγω Γραφής.

 

Κυριάκος Στυλιανού, συγγραφέας [1]

Αντιπρόεδρος στο Συμβούλιο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου


Κραυγή Απόγνωσης            

Μας λένε πως είναι άνοιξη!

Κλεισμένοι στην ακούσια φυλακή μας

πως να τη δούμε, να την αισθανθούμε,

να τη μυρίσουμε την ακριβή μας άνοιξη;

μονάχα κάποια κελαηδήματα πουλιών

που έχουν ξεμείνει στην αυλή μας

ίσως μια υπόνοια άνοιξης…

η ψυχή μας κι’ αυτή φυλακισμένη

ακολουθεί την τεθλασμένη μιας

γκρίζας καταχνιάς…

 

Πόσο λαχταρώ να επιστρέψω στο χωριό μου

ν ‘ανοίξω το παράθυρο να γεμίσει το σπίτι

με τα χρώματα της άνοιξης, να γεμίσει

το σπίτι με τα αρώματα των λεμονανθών

και των άγριων λουλουδιών, να γεμίσει

η αυλή με τα φτερουγίσματα των χελιδονιών!

 

Μόνη μας ελπίδα Εσύ Μεγαλοδύναμε Κύριε

δώσε να διαλυθούν τα σκοτάδια

να λάμψει το φως μέσα μας

να πάρουμε πίσω τις ζωές μας

να γίνουμε και πάλιν άνθρωποι!

 

 


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Έτσι Ξαφνικά» (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2015)

Όταν περνούσαν οι πρώτες δικαιολογημένες αντιδράσεις από τις αδικίες σε βάρος της, ακόμα και τότε δεν ησύχαζε.  Ένας άλλος πόλεμος ξεσπούσε μέσα της.  Η τάση της για αυτοκριτική την έσπρωχνε να αναζητεί τις δικές της ευθύνες, τα δικά της λάθη και παραλείψεις.  Γιατί περιορίστηκε στη θέση άμυνας αντί να ακολουθήσει τη μαχητική στάση; Γιατί δε διεκδίκησε τα αυτονόητα;  Το δικαίωμα στην ελευθερία;  Μήπως έφταιγαν τα κακοπαθημένα παιδικά της χρόνια, η καταπιεστική, η αυταρχική ανατροφή της; Πόσο δεσμευτική είναι σε τελική ανάλυση, η παιδική ηλικία στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός ατόμου;  Ερωτήματα που τη βασάνιζαν και δεν την άφηναν να ησυχάσει, αν δεν εύρισκε τις απαντήσεις.  Έψαχνε συνεχώς, βυθιζόταν ώρες ατέλειωτες σε βιβλία ψυχολογίας και θρησκειολογίας.

Σ’ αυτό το ταξίδι της γνώσης και της αυτογνωσίας η Νιόβη ανακάλυπτε με ικανοποίηση πως οι θέσεις και των δύο -ψυχολογίας και θρησκείας- ήταν συγκλίνουσες στο θέμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου.  Είναι αυτονόητο πως από τη στιγμή που το άτομο απαγκιστρώνεται από το τραυματικό του παρελθόν, είτε επιλέξει την ψυχολογία, είτε την πνευματική οδό, είναι ελεύθερο να κάνει τις δικές του επιλογές και κατ’ επέκταση να πάρει τη ζωή του στα χέρια του.

Όταν ρώτησε τη γνώμη μιας φίλης της ψυχολόγου, εκείνη ήταν κατηγορηματική στην απάντηση της.  «Σε καμιά περίπτωση τα κακά του παρελθόντος δεν αποτελούν και δεν πρέπει να αποτελούν δικαιολογία για ό,τι μας συμβαίνει στη ζωή.  Μόνο όσοι δε θέλουν να θεραπευτούν και βολεύονται με την κακομοιριά και τη μεμψιμοιρία, αρνούνται να δουν την αλήθεια», της είπε.

Τις ίδιες αλήθειες συνάντησε αργότερα η Νιόβη και στη λογοτεχνία.  Σ’ ένα βιβλίο του Κοέλο η ηρωίδα λέει: «Όταν δεν είχα πια τίποτα να χάσω, απέκτησα τα πάντα.  Όταν έπαψα να είμαι αυτή που ήμουν, ανακάλυψα τον εαυτό μου.  Όταν γνώρισα την απόλυτη ταπείνωση και υποταγή, ελευθερώθηκα». Αλλού πάλι σημειώνει: «Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος είχε αντιληφθεί ότι ο πόνος, εφόσον αντιμετωπιστεί χωρίς φόβο, είναι το διαβατήριο του προς την ελευθερία».

Συμπερασματικά η Νιόβη διαπίστωνε πως όποιος βαδίσει προς τους φόβους του και καταφέρει να τους ξεπεράσει, αυτός είναι πραγματικά ελεύθερος.  Ας θυμηθούμε τον Καζαντζάκη, τον μεγάλο Έλληνα στοχαστή και το επιτύμβιο επίγραμμα: «Δεν ελπίζω, δε φοβούμαι τίποτε, είμαι ελεύθερος».

 

 


«Ακροβατώντας», ανέκδοτο αφήγημα

«Μα τι προσπαθείς τέλος πάντων; Να σώσεις τον κόσμο από μόνη σου; Εν ονόματι τής ισότητας και της δικαιοσύνης που εσύ οραματίζεσαι, έχουν γίνει ένα σωρό επαναστάσεις και έχουν χυθεί ποταμοί αίματος χωρίς να καταφέρουν να αλλάξουν ούτε στο ελάχιστο τον κόσμο και θα μπορέσεις να τον αλλάξεις εσύ; Η βία, η αδικία, η ανισότητα καλά κρατούν. Προσπάθησε τουλάχιστον να φανείς αντάξια της αποστολής σου. Απομάκρυνε την κακία, τη μισαλλοδοξία, το φθόνο από μέσα σου και από τους ανθρώπους γύρω σου. Όσους αρνούνται να το πράξουν και επιλέγουν να ζουν μέσα στην ασχήμια και τη μιζέρια, απομάκρυνε τους για να σώσεις την ψυχή σου!»

«Ποιος μου μιλά;» ρώτησα.

«Η φωνή της συνείδησής σου» μου απάντησε.

Ήμουν τόσο πολύ βυθισμένη στις σκέψεις μου σαν να ξυπνούσα από εφιάλτη.

Ιούλιος, γύρω στις εννέα το πρωί, με ζέστη και υγρασία στη Λουμπλιάνα. Έπαιρνα το πρόγευμά μου στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου Grand lJnion, όταν μπήκε μια παρέα εφτά ατόμων και κάθισαν στο διπλανό τραπέζι. Μαζί τους ήταν και δυο παιδιά, ένα κορίτσι γύρω στα δεκαέξι και ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο.

Άτομο με ειδικές ανάγκες ή άτομο με ειδικές ικανότητες όπως επικράτησε να το αποκαλούμε σήμερα, για να χαϊδεύουμε τις συνειδήσεις μας!

Η ψυχολογία μου έκαμε κατακόρυφη βουτιά. Πιο πριν ήμουν χαρούμενη, ξέγνοιαστη, αφημένη στη σιγουριά μιας απέραντα ανθρώπινης πόλης. Μια στιγμή και μόνο ήταν ικανή να ανατρέψει τις ισορροπίες στον έσω κόσμο μου.

Μια μελαγχολία και μια λύπη σκίαζε το απλανές βλέμμα του έφηβου αγοριού. Κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να του δώσει σημασία, να του απευθύνει το λόγο. Ήταν μοναξιασμένο, περιθωριοποιημένο. «Η αδιαφορία και η εγκατάλειψη μέσα στην ίδια του την οικογένεια», σκέφτηκα. Ζούσαν ο καθένας κλεισμένος στο «μέγα» μικρόκοσμό του και αρνούνταν να κοιτάξουν δίπλα τους. Η μάνα, με μια τεράστια κάμερα περασμένη στο λαιμό, ήταν απορροφημένη στα καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα! Ο πατέρας ήταν ο πρωταγωνιστής της παρέας, έλεγε ανέκδοτα, γελούσε, διασκέδαζε ανενόχλητος. Δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω και πολύ περισσότερο να κατακρίνω! Μήπως, σκέφτηκα, αυτή η στάση ήταν η άμυνα τους για να μπορούν να αντέχουν, να υποφέρουν λιγότερο;

Εγκατέλειψα την τραπεζαρία σκεφτική και προβληματισμένη. Βγήκα στο δρόμο. Η ομορφιά μπροστά μου τόσο παρούσα, εκτοπίζει κάθε ασχήμια. Οι αρνητικές εικόνες ξεμακραίνουν, μένουν πίσω και όλα γύρω μου αλλάζουν, μεταμορφώνονται…

Τελικά μόνο η ομορφιά μπορεί!

Φτάσαμε στη Λουμπλιάνα λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Πόσο όμορφη και πόσο παράξενη έμοιαζε η νύχτα της! Μια υπόσχεση και μια προσδοκία με κρατούν σε αναμονή. Ξυπνώ με το αχνοχάραμα. Η περιέργεια που η νύχτα έθρεψε βρίσκει απόκριση στο φως της μέρας.

Ο πυκνός όγκος των δασών της που απλώνει βαριά τη σκιά του στο σκοτάδι, διαμορφώνει την εικόνα της και δίνει τροφή στη μυθοπλασία. Η πρώτη μου κίνηση ήταν να τρέξω στο παράθυρο που είχε θέα στο δρόμο και να τραβήξω στο πλάι τη βαριά κουρτίνα που το έντυνε καλαίσθητα. Μια απέραντη ζωγραφιά η πόλη! Μια υπέροχη, εξαίσια, γεμάτη φως ζωγραφιά.

Άνοιξα διάπλατα το παράθυρο για να γεμίσει το δωμάτιο με το φως και το χρώμα της.

Εγκαταλείπω σαν κυνηγημένη το δωμάτιο και τρέχω προς την έξοδο. Η ομορφιά ξεφεύγει από το ιδεατό, γίνεται πιο γήινη, πιο χειροπιαστή. Την αγγίζω τώρα και την ψηλαφώ. Με διαπερνούν τα συναισθήματα που μου γεννά και προσπαθώ να τα εγκλωβίσω μέσα μου, ίσως μπορέσω μια μέρα να τα αποτυπώσω στο χαρτί για να παινέσω, να υμνήσω την ομορφιά αυτής της πόλης.

Πηγαινοέρχομαι στις πλατείες και στα πλακόστρωτα δρομάκια της και αφήνω το βλέμμα να περιπλανηθεί στα νεοκλασικά και μπαρόκ κτήρια, στα αρχοντικά με τα αψιδωτά παράθυρα, στα μπαλκόνια με τα γεράνια. Αυτή η αφθονία των γερανιών της! Είναι ικανά από μόνα τους να σε κάνουν να δεις με άλλη ματιά τον κόσμο. Θα τα λατρέψεις, θα τα ερωτευτείς. Τα συναντάς παντού, στις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών, στα εστιατόρια, στις καφετέριες, στους δρόμους. Οι Σλοβένοι λατρεύουν τα λουλούδια, τη φύση και την πεζοπορία. Είναι τυχαίο; Όχι βέβαια. Δείχνει ανθρώπους με καλλιέργεια, με αισθητικό υπόβαθρο.

Το περιβάλλον στο οποίο ζουν οι άνθρωποι, διαμορφώνει την ψυχοσύνθεσή τους. Και η Λουμπλιάνα είναι μια πόλη ανθρώπινη. Η ηρεμία και η γαλήνη της είναι μια μορφή ελευθερίας. Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται το κράτος που σχεδιάζει και προγραμματίζει με επίκεντρο τον άνθρωπο. Είναι ένα κράτος πρόνοιας και μέριμνας για τον πολίτη. Του προσφέρει τις ανέσεις και τα μέσα για ποιοτική ζωή και, προκειμένου να το πετύχει, δε φείδεται δαπανών στη δημιουργία των ανάλογων έργων υποδομής.

Με τη σειρά του όμως και ο πολίτης μεριμνά για το κράτος. Νιώθει ευγνώμων για όσα του προσφέρει και ανταποκρίνεται πρόθυμα στις υποχρεώσεις απέναντί του. Δεν διανοείται να κλέψει, να εξαπατήσει, να υπεξαιρέσει ούτε ένα ευρώ από τα κρατικά ταμεία. Η νομιμοφροσύνη και η πειθαρχία του είναι υποδειγματικές. Ακόμα και ο πιο φτωχός μεροκαματιάρης δεν διανοείται να αρνηθεί το μερίδιο της συνεισφοράς του. Θα εκδώσει απόδειξη ακόμα και για το πιο μικρό πραγματάκι. Όπως ήταν η περίπτωση ενός φουκαρά πλανόδιου πωλητή από τον οποίο αγόρασα ένα μικρό σουβενίρ έναντι αμελητέου ποσού. Πλήρωσα και γύρισα την πλάτη για να φύγω, όταν εκείνος με αντέκοψε και επέμενε να μου δώσει απόδειξη, αφήνοντας με κατάπληκτη!

Η εμπιστοσύνη δεν είναι δεδομένη. Καλλιεργείται και κτίζεται με πράξεις και με έργα. Και το κράτος της Σλοβενίας αποδεικνύει πως το ενδιαφέρον του είναι και έμπρακτο και ουσιαστικό. Η τάξη, η καλαισθησία, ο προγραμματισμός και η οργάνωση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της εικόνας της Λουμπλιάνα.

Αφήνω τα γεράνια στην πολυχρωμία τους, κατεβαίνω στο ποτάμι και ακολουθώ τις υποδείξεις του στο οδοιπορικό αυτής της πόλης. Περπατώ κατά μήκος του και παραδίδομαι με την ησυχία μου στις εικόνες που μου αποκαλύπτει. Ιτιές στις όχθες του γέρνουν να αγγίξουν το νερό, κισσοί και πρασινάδες γεμίζουν τα τοιχώματα, ένα σμήνος πουλιών σκορπίζεται στον αέρα, πλεούμενα πηγαινοέρχονται, ένας κύκνος τινάζει τα βρεγμένα φτερά, ένας άλλος ερωτοτροπεί μαζί του…!

Η πόλη ανασαίνει και ζει αντάμα στο ποτάμι. Τα μικρά καφέ, τα εστιατόρια, τα μπαράκια, οι υπαίθριες παγωταρίες -λατρεύουν το παγωτό οι Σλοβένοι- οι βιαστικοί διαβάτες, οι περιπατητές, οι περίεργοι τουρίστες, οι υπαίθριοι καλλιτέχνες, οι οργανοπαίκτες, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι ποικίλοι ήχοι, τα αρώματα, τα χρώματα, τι άλλο να αποζητά η ψυχή του ανθρώπου! Αμολιέται μέσα σε τούτο το ξέφρενο πανηγύρι, παίρνει ό,τι της γουστάρει και όταν αποκάμει αποζητά ένα ήσυχο μέρος για να ξαποστάσει, μέχρις ότου έρθει η στιγμή του απολογισμού.

Όταν κουραστώ, κάθομαι σε ένα από τα πολυάριθμα καφενεδάκια της πλάι στο ποτάμι. Ρουφώ με βουλιμία το καφεδάκι μου και αφήνω τη φαντασία μου να βοσκήσει μέσα σε τούτη την πολυχρωμία των εικόνων και των θεαμάτων της.

«Θέλετε να ανεβείτε στο κάστρο;» με ξαφνιάζει μια αντρική φωνή. Γυρίζω και βλέπω τον οδηγό του μικρού χαριτωμένου τρένου, που κάνει αυτή τη δουλειά χρόνια τώρα και αρκετές φορές τη μέρα, μεταφέροντας κόσμο προς και από το κάστρο.

«Ελάτε, είναι πολύ ωραία εκεί πάνω» επιμένει.

Ανέκαθεν στα ταξίδια μου απέφευγα τα κάστρα. Τη θεωρούσα πεζή μια τέτοια διαδικασία.

Τελικά συγκατάνευσα για να μην κακοκαρδίσω τον συμπαθέστατο οδηγό.

«Αν μη τι άλλο θα έχω μια διασκεδαστική εμπειρία», σκέφτηκα. Και όμως διαψεύστηκα. Ανατρεπτική καθ’ όλη την οδοιπορία της η Λουμπλιάνα πάντα σε εκπλήττει. Πρώτα και κύρια σε αποζημιώνει η φύση. Ένα πυκνό δάσος από αγριοκαστανιές, έλατα και πλατάνια κατηφορίζει στις πλαγιές του λόφου, όπου είναι κτισμένο το κάστρο και εκεί που σταματά το δάσος αρχίζει η χαμηλή βλάστηση, τα φυτά, οι θάμνοι, οι πρασιές, τα αγριολούλουδα — η ίδια αφθονία και στη φύση.

Το κάστρο, πρότυπο ανάπλασης και αξιοποίησης των χώρων του, έχει μετατραπεί σε ένα ζωντανό κύτταρο της πόλης. Στις αίθουσες του χωρούν τα πάντα: ιστορία, πολιτισμός, ψυχαγωγία. Αίθουσες εκδηλώσεων, μουσείο εκθεμάτων έργων σύγχρονης τέχνης και λαϊκού πολιτισμού, καταστήματα, χώροι ψυχαγωγίας και άλλων δραστηριοτήτων.

Ολόκληρη η πόλη περνά μέσα από αυτό το λόφο. Είναι το ίδιο προσιτός για όλους τους κατοίκους, σε όποιο γεωγραφικό σημείο της πόλης και αν βρίσκονται. Φρόντισε γι’ αυτό το προνοητικό κράτος, που άνοιξε δρομάκια και έκτισε σκαλοπάτια, που κατηφορίζουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Η διαδρομή προς το κάστρο είναι μια καθημερινή συνήθεια για τους Σλοβένους. Εδώ συναντάς τα πάντα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να νοσταλγήσεις. Παγκάκια παντού για τον στοχαστικό περιπατητή, χώροι διασκέδασης για τον πιο απαιτητικό επισκέπτη, ή έτσι απλά για πεζοπορία κοντά στη φύση: να απολαμβάνεις το πράσινο, τα χρώματα, την ευλογία των λουλουδιών, να πηγαινοέρχεσαι τέλος και να παρακολουθείς τις σκηνές της καθημερινότητας των Σλοβένων.

Το βλέμμα μου σταματά σε μια παρέα τριών νεαρών ζευγαριών, που είναι ξαπλωμένοι στο γρασίδι κάτω από την πυκνή σκιά των αγριοκαστανιών και παρακολουθώ τις κινήσεις και τις χειρονομίες τους. Ζηλεύω την ενεργητικότητα, τη ζωντάνια τους, την τρέλα τους. Αστειεύονται, αλληλοπειράζονται, ερωτοτροπούν, χαϊδολογιούνται, αδιαφορώντας για τους περαστικούς, τα περίεργα βλέμματα. Η ξεγνοιασιά, η ανεμελιά, το σφρίγος, η ίδια η ζωή των επαναστατημένων νιάτων!

Ο οδηγός υπενθυμίζει την αναχώρηση του τρένου!

«Θα φύγω με το επόμενο, ίσως και με το μεθεπόμενο!» ψιθύρισα.

 

 


Η Ελλάδα Σοφοκλέους γεννήθηκε στην Πάφο το 1949. Σπούδασε Δημοσιογραφία στην Ελλάδα και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Λονδίνο. Παρακολούθησε επίσης σεμινάρια Δημοσίων Σχέσεων. Ασχολήθηκε με τον εκδοτικό – δημοσιογραφικό τομέα. Εξέδιδε δύο μηνιαία τουριστικά περιοδικά, το Cyprus Time Out και το Nicosia this month, μέχρι το 2000. Παράλληλα εργάστηκε ως τακτική συνεργάτιδα σε εφημερίδες και περιοδικά. Δημοσίευσε αρκετές μελέτες για τον τουρισμό. Ήταν από τα πρώτα στελέχη του Συνδέσμου Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού της Κύπρου και υπηρέτησε για σειρά ετών στο Διοικητικό Συμβούλιο. Ήταν επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μεσογειακού Οργανισμού Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού (OMJET) και μέλος της διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού(FIJET). Διετέλεσε Γραμματέας της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Είναι επίσης μέλος του Κυπριακού κέντρου ΠΕΝ και της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Ασχολήθηκε με την ταξιδιωτική λογοτεχνία, το μυθιστόρημα και την ποίηση. Βιβλία της: Ιστορικό Λεύκωμα του Παγκύπριου Συνδέσμου  Ξενοδόχων: έρευνα και συγγραφή, Έτσι ξαφνικά, Όταν ο χρόνος κόπηκε στα δύο, Χάδι από βελούδο, Τον καιρό που άνθιζαν οι ανεμώνες, Εξ αφορμής, Ανατολή ένα ταξίδι των αισθήσεων, Τα ταξίδια μου.

 

 


[1] Ο Κυριάκος Στυλιανού γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1970. Κατάγεται από την επαρχία Κερύνειας. Από το 2003 εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε δημόσια σχολεία της Δημοτικής Εκπαίδευσης στην Κύπρο.

Δημοσιεύει συστηματικά διηγήματα και δοκίμια του στην πολιτιστική στήλη της εφημερίδας «Αλήθεια», ενώ αρκετά διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Είναι αντιπρόεδρος στο Συμβούλιο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.

Έχει ήδη εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων με τους ακόλουθους τίτλους:

  1. Μεταμεσονύκτιοι αναλογισμοί (Εκδόσεις Επιφανίου, 2010)
  2. Σκυτάλη (αυτοέκδοση, 2013)
  3. Μια ζωή- Πέντε διηγήματα για ένα θέμα (αυτοέκδοση, 2015)
  4. Μεταμορφώσεις (αυτοέκδοση, 2017).

Πήρε  έπαινο σε διαγωνισμό μονόπρακτου θεατρικού έργου για νέους συγγραφείς που διοργάνωσε η Ένωση Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου, με το έργο του «Τελευταίο παιχνίδι». Η σκηνή Point 2 και η θεατρική ομάδα Duetto ανέβασε το θεατρικό του έργο «Ξανά μαζί».

Έχει εκδώσει επίσης την ποιητική συλλογή «Σε δεύτερο ενικό», ενώ η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Αγάπες και ενοχές» είναι υπό έκδοση.

Από την 1η Μαΐου 2020 επιμελείται και παρουσιάζει τη Στήλη “Λόγω Γραφής… ες γην εναλίαν Κύπρον”, στη λογοτεχνική ιστοσελίδα “Λόγω Γραφής”. 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη