«Εκείνα τα Χριστούγεννα», ένα διήγημα της Μαριάννας Γληνού για τη δράση ‘Χριστός Γεννάται’

Τα Χριστούγεννα, αλήθεια, έμεναν από μικρή,  ανεξίτηλα  γραμμένα στη μνήμη μου. Τι μου ήρθε τώρα; Λαμπύρισαν στο στιγμιαίο τους φώτισμα μέσα στην άκρη των γυαλιών μου τα φωτάκια, κι άρχισα να περπατάω ξανά, βήμα στο βήμα τις τότε στιγμές…  Διαφορά δεν κάνουν οι στιγμές αυτές καθαυτές. Τη διαφορά την κάνεις εσύ, άνθρωπε, ζώντας τες…

Από το πρωί με τη χαρά αυτού του λαμπυρίσματος έπαιζα, ανέβηκα και κατέβηκα σκάλες, κι άλλαξα όσες φορές πίστευα πως χρειαζόταν, τα στολίδια πάνω στο δέντρο, ώστε το αποτέλεσμα να ταιριάζει  με τη συνολική αισθητική της οικογένειας…  Διαιρεμένη σε τέσσερις προσωπικές.  Αναρίθμητοι οι σχεδιασμοί.  Ένα, μόνο, στολίδι σε άλλο κλαδί και το αποτέλεσμα άλλο. Στράβωσε το καθρεφτάκι από το παραμύθι της Χιονάτης, κι εκείνο το άλλο,  το στεφανάκι με τον χιονάνθρωπο,  έπρεπε να πάει σε ένα πιο χαμηλό κλαδί. Και… «βγάλε, ρε μαμά, αυτήν τη χαντρένια γιρλάντα που έβαλες. Το κάνει άσχημο το δέντρο…»

Καθόλου παράξενο που, καθώς έσκυψα να πιάσω ένα μικρό στολιδάκι από κάτω, ένιωσα να με τσιγκλάει αυτός ο γνωστός πόνος στη μέση, υπενθύμιση μιας άλλης, αδιαπραγμάτευτης αλήθειας. Αυτής του χρόνου…

Ο χρόνος. Ποιος τον παίρνει υπόψη του ζώντας; Ποιον νοιάζει όταν έχει βγει έξω από τη γήινή του ερμηνεία;

Τα πρώτα χρόνια, ας πούμε μέχρι να τελειώσεις το σχολείο, ενώ υποχρεώνεσαι να πάρεις καθοριστικές αποφάσεις για τη ζωή σου, μια και το μεγαλύτερο μέρος της καταλαμβάνει η εργασία, δεν έχεις -με μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν περίτρανα την αλήθεια-  ιδέα  ούτε ποιος είσαι στα αλήθεια, ούτε τι ζητάς στη ζωή σου. Ούτε που σκέπτεσαι το πέρασμα του χρόνου. Μόνο όσο έχει να κάνει με την «απλή» του φύση. Του χρόνου που δείχνουν τα ρολόγια, μη στήσεις τους φίλους σου για τον καφέ που κανονίσατε!

Όταν ερωτεύεσαι, πάλι,  σκέψου το,  ο χρόνος δεν είναι συνισταμένη. Νομίζεις πως ζεις σε ένα σύμπαν τόσο πλατύ,  όσο ο ουρανός κι η θάλασσα. Ο χρόνος όλος, το ορκίζεσαι αυτό, συμπυκνωμένος σε μια λέξη μικρή,  ίση με την αιωνιότητα. «Πάντα». Έρωτας για πάντα. Πόσο ανακριβής εκτίμηση! Μόνο όταν ερωτευτείς ξανά, τολμάς να το παραδεχτείς. Αν σου αφήσει μυαλό ο έρωτας για σκέψη! Αναγκαία εδώ πρέπει να τεθεί και μια άλλη παράμετρος: το φύλο του πάσχοντος. Γιατί ο έρωτας μοιάζει με ασθένεια. Με έντονη εκδήλωση βήχα.  Διαφορά εδώ κάνουν τα όρια. Τα θεμέλια. Οι βάσεις σου, βρε παιδί μου. Κι η ενσυναίσθηση  της θέσης σου. Όλα αυτά λειτουργούν ως αντιβηχικά. Μεγαλύτερη όμως  διαφορά, κάνουν τ’ απωθημένα σου. Όχι  αυτά που σου φτιάχνουν οι άλλοι.  Αυτά που στήνεις εσύ μέσα σου από προσωπικές κόμπλες. Σπάνιο επίσης, για να καλύψουμε το θέμα, να ερωτεύεσαι για δεύτερη φορά το ίδιο πρόσωπο. Αυτό, παραδεχτείτε το κι ας είναι δύσκολο, είναι, αποκλειστικά, γυναικεία βλακεία.   Θεός να σε φυλάξει απ’ τον γεροντο-έρωτα. Αυτόν που «χτυπάει» αλύπητα τον ανδρικό πληθυσμό, ηλικιακές ομάδες  πενήντα και άνω. Να μη σου τύχει. Πέφτεις με τα μούτρα στις γυμναστικές ασκήσεις, στα αποσμητικά και τις κολόνιες,  κι από κει που το μπρατσάκι δεν τολμούσες, το απεύχονταν όλοι να το κουνήσεις, θα  λιποθυμούσαν, τουλάχιστον,  πέντε-έξι και θα υπήρχε άμεση ανάγκη για αιθέρα, τώρα το σηκώνεις με περηφάνεια να φανούν και τα γυμνασμένα μάσκουλα. Με μια μικρή διαφορά. Τώρα την αίσθηση του χρόνου που περνάει την έχεις και την παρά έχεις. Για αυτό και πέφτεις ίδια διαβητικός σε τούρτα. Τυχερέ!

Ύστερα σε παίρνει η ζωή φαλάγγι. Βεβαιώνεις τα θέλω σου που μετατράπηκαν σε πρέπει.  Γειά σου έρωτα. Το χέρι που έτρεμε να ακουμπήσει είναι μπουχτισμένο σιγουριά. Οι ίδιες, σίγουρες κινήσεις, αφιερωμένες εξαιρετικά στο μνημείο του. Του έρωτα, λέω. Και παραμυθιάζεσαι πως αυτό είναι που λέγεται, έρωτας που έγινε αγάπη.  Το αγόρασες το κουστουμάκι, φόρα το, χαρά μου, πώς σου πάει!

 Σιγουρεύεται η αγάπη; Και το μέλωμα στα μελομακάρονα δεν πετυχαίνει πάντα. Η αγάπη πως γίνεται ένα πάντα; Καλύτερα, αυτό που είναι η αγάπη, εμείς οι άνθρωποι, να πρέπει να πάψουμε να το λέμε και σαν λέξη.  Και την παπλωματοθήκη ακόμα,  τη βγάζεις κάθε τόσο και την πλένεις. Την αγάπη μια φορά την ένιωσες, σε ένιωσε κι εκείνη, κι έγινε μετοχή στο χρηματιστήριο της ζωής;  Ποιος είσαι, ρε, ο δείκτης NASDAG; Οι γενικοί δείκτες τιμών του Χρηματιστηρίου είναι, συνήθως, σταθμικοί δείκτες, και η στάθμιση βασίζεται στη χρηματιστηριακή αξία (κεφαλαιοποίηση) των μετοχών. Μια πλειάδα δεικτών υπολογίζονται επίσης. Μέρα τη μέρα. Στιγμή τη στιγμή. Λέξη προς λέξη. Αν θα προκύψουν δείκτες μεγάλης κεφαλαιοποίησης, ποιος να ξέρει; Κι εσύ που νόμιζες πως για την αγάπη έφταναν μόνο δυο! Να τη μιλάνε. Και με τα μάτια και με τις λέξεις. Να την αξιώνονται και να στήνουν το στήθος μπροστά για να την υπερασπιστούν όταν αμφισβητείται!  Να την ομορφαίνουν με μια απρόσμενη, όχι πολυέξοδη έκπληξη.  Να την προσέχουν όταν χαμηλώνει η φλόγα της και να βάζουν κόντρα την παλάμη!  Τι κρίμα! Οι άνθρωποι δεν χωρίζουμε, ξαφνικά, από την αγάπη. Χωρίζουμε σιγά-σιγά. Σαν σταλακτίτες. Μέσα τους χωρίζουνε οι άνθρωποι, καρδιά μου…

Τι με έπιασε και άρχισα να μιλώ για χωρισμούς; Τι να χωρίσουν δυο άνθρωποι από το χρόνο που πέρασε; «Πάρε εσύ τα Χριστούγεννα που το παιδί μας ήταν τεσσάρων μηνών, (θυμάσαι;), να πάρω εγώ τις πρώτες καλοκαιρινές  διακοπές μας… Από το μέλλον τους χωρίζουνε οι άνθρωποι, λες κι ο χρόνος, αυτός που είναι, χωρίζεται και δεν είμαστε μπροστά του όλοι, σαν  πεφταστέρια, ώσπου να προλάβεις να κάνεις την ευχή, πάει, έσβησε…

Άλλο το σβήσιμο του αντίο. Άλλο αυτός ο χωρισμός που πισωγύρισμα δεν έχει. Ποιος είναι  που πονάει πιο πολύ; Εκείνος που ως σωστός, λογικός κι υπεύθυνος νους αποφάσισες εσύ, ή ο άλλος, εκείνος του λαδιού στο καντηλάκι που τέλειωσε; Σε ποιον από τους δυο πονάνε πιο πολύ τα λόγια που δεν πρόλαβες να πεις; Πώς να δεχτείς να αποχωριστείς κάτι που από πάντα νόμιζες δικό σου, όπως ας πούμε, να σε φωνάζει «μάτια μου» και να σου φτιάχνει τα σκεπάσματα τριγύρω από τα πόδια για να κρατήσουν ζεστασιά, μη και του κρυώσεις;

Η ματιά μου πέφτει στη βάση του δέντρου. «Όλα τα στολίσαμε, τη φάτνη ξεχάσαμε μαμά…» Ήταν μικρό ακόμα  και του ‘λειπε ο λόγος για το στόλισμα. Τα λαμπάκια φωτίζουν τόσο όμορφα το σπίτι! Το βράδυ, σιγουρεύουν τη συνέχεια με το αναβόσβησμά τους. Μαλακώνουν τις σκιές. Με τόσο σιγούρεμα, ξεχνάς τον λόγο. «Θα την βάλουμε αύριο. Που θα ‘χουμε πάρει και ψεύτικο χιόνι». Τυχαίο λέτε να είναι που όλοι την φάτνη τη βάζουμε στη βάση του δέντρου;  Ετούτη η «Γέννηση» τα περικλείει  όλα. Την αρχή και το τέλος. Τη μοίρα του ανθρώπου. Και την ελπίδα του Θεού, δώρο εδώ μπροστά Του, μόνον για Αυτόν. Εμείς οι άνθρωποι  για να γεννάμε πόνο είμαστε ικανοί. Μέσα μας και στους άλλους… Και το βρίσκουμε τόσο εύκολο και πολύ βολικό  να ξεχνάμε. Η μεγαλύτερη παράδοση, στο λέω εγώ, η λησμονιά!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη