In the desert
I saw a creature, naked, bestial,
Who, squatting upon the ground,
Held his heart in his hands,
And ate of it.
I said, “Is it good, friend?”
“It is bitter—bitter,” he answered
Αφιερώνεται στους ανθρώπους φίλους
που γνώρισα στην Συρία και αστο Ιρακ
σε ειρηνικές εποχές
Περπάτησα σε χώματα ιερά
Απ’ την Ελλάδα την μικρή
Με τους θεούς/ αγγέλους / κι άρχοντες
Την μάνα / τον πατέρα
Στην κυμματόσπαρτη / την Κύπρο,
Με λεμονιές να φτάνουν τις αμμουδιές /
Με δρασκελιές μικρές /
Στην Αλεξάνδρεια της γραφής /
Και των ονείρων /
Εκεί το πρώτο άγγιγμα
Μάτια με μάτια
Απ’ την Λουμπνάν των Κέδρων /
και της Παλμύρας τις πέτρες/
Tadmor / άκουσα να σε λένε /
Ναι / ξέρω
Μα / σε ήθελα με Π, Λ και Ρ /
Κάτι μου έκανε αυτός ο ήχος /
Συγχώρεσε με /
σε φέρνω πιο κοντά μ αυτόν τον τρόπο
Στης έρημου την πάχνη
Μια νύχτα που τουρτούριζα΄
Καθώς αντίκρισα δυο μάτια τόσο μαύρα /
Σαν καρβουνάκι της γιαγιάς
Στον τάφο / γιου της
Μαύρα / σαν τις ελιές / του τόπου μου
Και έβρεξα τα πόδια / ειρηνικά
Σε ποταμούς αιώνιους /
Και θόλωσε το βλέμμα
Με συγκίνησης δάκρυα
Ω εσείς άνθρωποι
Γείτονες των κρεμαστών των κήπων
Γηγενείς της Μεσοποταμίας αγαπημένοι
Πέρασε το σώμα και η ψυχή μου
Ιδρώτας / δάκρυ /
Όταν ακόμη αυτή παιδί
Διέσχισε τους δρόμους σας /
Ρούφηξε μυρωδιές σας /
Γεύτηκε καρπούς και ομορφιές /
Και σκέπασε με άμμο τα μυστικά σας /
Πώς άντεξε η καρδιά μου αναρωτιέται
Ως πότε τα νέα σας / που φτάνουν /
Ματωμένα / καπνισμένα / ανωφελή
Ήθελα να είμαι χρήσιμη στον κόσμο τούτο
Μα έγινα προάγγελος κακών /
Ταχυδρόμος / που γέμισε τις τσέπες του
Με γράμματα ανθρώπων άγνωστων /
Ραμμένα σώματα / βινύλια με κραυγές
Έλκηθρα μιας ζωής που πέρασε από μπροστά
Αποκαΐδια/ μιας και μόνης πυρκαγιάς
Εγώ
Σας αγαπώ / ζωντανοί και πεθαμένοι
Σας αγαπώ / αφού δέχτηκα μυστικό γλυκό στ’ αυτί
Η περασμένη μου ζωή / ψιθύρισε /
Βραχνή όλο ηδυπάθεια /
η φωνή είπε /
«προχώρα»
Το είπε / με πολλούς τρόπους
Δεν είπε όμως / προς τα πού
*Από τα «Ατελεύτητα του νου», σε πρώτη δημοσίευση.
©Μαρία Πανούτσου
Αφήστε το σχόλιο σας