«Εβδομαδιαίο ραντεβού», ένα διήγημα της Λιάνας Μιχελάκη

-Επιτέλους μόνη, σκεφτόταν καθώς έβγαινε με ορμή έξω στη μεγάλη λεωφόρο. Ακόμα ηχούσε στα αυτιά της ο εκκωφαντικός ήχος από το βίαιο κλείσιμο της πόρτας του διαμερίσματος και το τρίξιμο των κλειδιών της.

-Μόνη και ελεύθερη, μονολογούσε συνεχώς, περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στο θορυβώδες πλήθος, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Από τη βιασύνη της είχε ξεχάσει να φορέσει τα παπούτσια της. Έφυγε με τις φθαρμένες παντόφλες της.

-Δεν πειράζει, έλεγε συνεχώς στον εαυτό της καθώς λαχάνιαζε από το γρήγορο βάδισμά της.

-Ας είμαι μόνη έστω και με παντόφλες, μονολογούσε και όλο έτρεχε σαν κάποιος να την κυνηγούσε.

Ξαφνικά ένα εκκωφαντικός θόρυβος από φρένα αυτοκινήτου ήρθε να διακόψει τις σκέψεις της. Κρύος ιδρώτας άρχισε τότε να κυλά από το πλατύ μέτωπο της κατά μήκος όλου του προσώπου της. Το σώμα της το ένιωθε να φλέγεται και την καρδιά της να πάλλεται με δύναμη, σαν να προσπαθούσε να βγει έξω από τη θέση της.

-Είσαι πολύ τυχερή! Θα μπορούσα να σε είχα σκοτώσει! Ακούστηκε μία φωνή να βγαίνει από το αυτοκίνητο, που ξεκινούσε και πάλι την πορεία του. Μετά βίας τότε κατόρθωσε να περπατήσει και να ανέβει στο πεζοδρόμιο. Πόσο πολύ είχε φοβηθεί… Περπάτησε για λίγο, σέρνοντας τα πόδια της μέσα στις σκονισμένες παντόφλες της. Πόσο μόνη και εξαντλημένη ένιωθε…

Κάποια στιγμή κι ενώ πάλι ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, μπόρεσε να διακρίνει μέσα στο πλήθος, που την προσπερνούσε αμέριμνο, ένα πολυτελές κατάστημα. Χωρίς δεύτερη σκέψη τότε, ανασηκώνοντας  λίγο τα μαλλιά της και κουμπώνοντας το φθαρμένο πουκάμισο της, βρήκε το θάρρος να μπει. Πόσο ξένη ένιωθε μέσα σε αυτόν τον πολυτελή χώρο… Παρ’ όλα αυτά δεν έχασε το κουράγιο της. Άρχισε να δοκιμάζει όμορφα ρούχα και αξεσουάρ.

 Ένιωθε όμως το είδωλο της μέσα στον καθρέφτη να την παρακολουθεί και να την κοιτάζει ειρωνικά, υπενθυμίζοντάς της διαρκώς την αλήθεια.

-Με όλα αυτά που φοράς δεν είσαι εσύ, αλλά ένας άνθρωπος ξένος, έλεγε διαρκώς το είδωλό της από τον καθρέφτη.

-Όχι, είμαι εγώ, αποκρινόταν εκείνη με πείσμα και αποφασιστικότητα.

-Τίποτα από αυτά δεν σου ανήκει, απαντούσε πάλι το είδωλο.

-Μου ανήκουν ή έστω θα μπορούσαν να μου ανήκουν, αν είχα μία καλή δουλειά και όχι το πενιχρό χαρτζιλίκι, που ζητώ δειλά κάθε μήνα από το σύζυγο μου, είπε και πάλι.

-Αφαίρεσε από πάνω σου ό,τι φοράς, άκουσε ξαφνικά το είδωλό της να προστάζει αυτή τη φορά.

-Μα είναι το μόνο δώρο που μπορώ να κάνω στον εαυτό μου, ένα δώρο δανεικό άλλωστε, αποκρίθηκε εκείνη.

Ξαφνικά είδε το είδωλό της μέσα στον καθρέφτη να δακρύζει. Δάκρυα χοντρά ξεχύθηκαν με ορμή από τις άκρες  των ματιών της, κυλούσαν στα μάγουλά της και έσταζαν πάνω στις φθαρμένες και σκονισμένες παντόφλες της.

Τότε, με βία και αποφασιστικότητα αφαίρεσε από πάνω της ό,τι φορούσε και άρχισε και πάλι να τρέχει έξω στη βροχή πια. Είχε αργήσει αυτή τη φορά και σίγουρα θα την αναζητούσαν στο σπίτι.

Ανανέωσε το ραντεβού της για την επόμενη εβδομάδα, την ίδια πάντα ώρα και μέρα…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη