Είναι Χριστούγεννα.
Έχουν μαζευτεί γύρω από μια φωτιά και λένε πώς βρέθηκαν εδώ.
Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία.
Είναι ο προτελευταίος στη σειρά και ήρθε η ώρα για να μιλήσει. Στις πρώτες λέξεις βάζει τα κλάματα σα μωρό παιδί κι ας γίνεται όπου να ‘ναι σαράντα ετών.
«Ήταν η χειρότερη χρονιά», λέει. «Τα έχασα όλα. Έχασα όλη μου τη ζωή. Και δε νομίζω πως μπορεί κανείς να καταλάβει το πώς αισθάνομαι. Δε νιώθω πόνο, νιώθω πως είμαι ο πόνος. Μόνο πόνος. Τίποτα άλλο. Έχω διαλύσει σαν άνθρωπος. Βρέθηκα εδώ γιατί πάνω στην απελπισία μου άκουσα κάποιον εδώ έξω, ναι εσένα που μίλησες πρώτος, φώναζες πως είναι Χριστούγεννα… πως η αγάπη δεν τελειώνει… πως ακόμα κι αν έχουν σβήσει κάποια φώτα, ακόμα κι αν έχουν σβήσει όλα τα φώτα, πάντα θα λάμψει ένα φως ξαφνικά, για κάθε ψυχή, σ’ αυτόν τον κόσμο που ζούμε όλοι τόσο διαφορετικά μα τόσο ίδια τελικά. Είχα ανάγκη να ακούσω μια φωνή δυνατή να λέει κάτι αληθινό. Κι αυτά τα λόγια θαρρείς πέρασαν στην ψυχή μου. Έτσι αναρωτήθηκα αν υπάρχουν κι άλλοι στην ίδια θέση με μένα. Ίσως η τελευταία ελπίδα έχει να κάνει τελικά με τη συντροφιά, μ’ αυτό εδώ τώρα, που άγνωστοι μεταξύ μας μπορούμε και ανταλλάσσουμε δυο κουβέντες χωρίς ψέμα, υποκρισία ή οτιδήποτε αρνητικό. Νιώθω τυχερός που βρίσκομαι ανάμεσά σας. Κι όσο κι αν είναι δύσκολο αυτό που ζω… είναι σπουδαίο να βρίσκεται κάποιος και να σου θυμίζει πως σήμερα είναι Χριστούγεννα και πως δεν είσαι μόνος».
Συνεχίζει ο επόμενος…
Αφήστε το σχόλιο σας