“Είλωτας”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Πώς φαντάζομαι να είναι ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι στο σπίτι σου με όλους σας μαζεμένους κι αραχτούς μπροστά στο τζάκι, περιμένοντας την ώρα που θα κτυπήσει το γκονγκ για το φαγητό.

Όλοι λοιπόν αραχτοί και κεφάτοι εκτός από εσένα, που στριφογυρνάς αγχωμένη, ψόφια από τη κούραση μα χωρίς αυτό να το δείχνεις. Δεν επιτρέπεται, αφ’ ενός γιατί το επιτάσσει το savoir vivre και αφ’ ετέρου τα σκλαβάκια δεν επιτρέπεται να νιώθουν κούραση.

Μια τελευταία ματιά στο υπό σερβίρισμα φαγητό, και αρχίζουμε…

Σερβίρεις.

Τόσος κόσμος μαζεμένος κι εσύ μόνη σου να τα προφτάσεις όλα.

Φυσικά και σερβίρεσαι τελευταία – αν σερβίρεσαι τελικά – ενώ οι συνεστιαζόμενοι έχουν σχεδόν τελειώσει με το πρώτο πιάτο. Σιγά μη και θα σε περίμεναν να καθίσεις  για να αρχίσουν  να τρώνε μαζί σου, όπως επιτάσσει τα savoir vivre.

Βάζεις μια μπουκιά στο στόμα σου, μα πιάνεις την ματιά τους που σε κοιτά με αδημονία να σερβίρεις το κυρίως πιάτο.

Παρατάς ΤΟ ΗΔΗ ΚΡΥΟ ΣΟΥ ΦΑΓΗΤΟ.

Σερβίρεις.

ΑΡΧΙΖΕΙ η κριτική:

‘’Ωραίο το φαγητό Ελενίτσα, μα σαν να ήθελε λίγο αλατάκι ακόμη. Το αρνάκι το παράψησες. Ήθελε χαμηλότερη φωτιά. Πού το ‘χες το μυαλό σου Ελενίτσα μας;’’

Καλή ερώτηση. Έλα μου ντε. Πού το ‘χες;

Εντωμεταξύ, κανείς δεν κουνιέται από τη θέση του να βοηθήσει σε κάτι. Μία έστω τυπική λεκτική προσφορά.

Τα ΔΙΚΑ ΣΟΥ φαγητά, πρώτα, δεύτερα, στο μεταξύ, πάγωσαν τελείως. Ε, και; Πειράζει; Τα ζεσταίνεις αργότερα και τα τρως με την ησυχία σου και κατάμονη!!!

Το κρασάκι έχει ζεστάνει την ατμόσφαιρα. Πού και πού ακούς και καμιά καλή κουβέντα για τα κουζινικά σου επιτεύγματα. Καμαρώνεις; Σιχτιρίζεις; Δεν ξέρω. Δεν με έχεις ενημερώσει επί του θέματος τούτου.

‘’Τα ξύλα στο τζάκι θέλουν ανανέωση’’, σου λένε.

Και εσύ, έτσι όπως είσαι αναμμένη, ιδρωμένη, βγαίνεις στην παγωμένη αυλή να φέρεις κάνα-δυο ασήκωτα κούτσουρα.

Την άλλη ημέρα, να το συνάχι, να τα λαιμά.

Ε, καημένη πώς κάνεις έτσι; Χειμώνας είναι, όλοι δεν αρρωσταίνουν; ΙΩΣΟΥΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ. Σιγά το πράγμα. Και πνευμονία να σου το γυρίσει, με  μια γερή αντιβίωση αντιμετωπίζεται, το πολύ-πολύ να πας σε κανένα Νοσοκομείο, όλα περνούν τελικά με λίγη καρτερία…

Συνεχίζουμε.

Η ώρα του φρούτου, η πιο βαρετή ώρα, συγκριτικά με τις άλλες. Ξεφλουδίζεις μανταρινάκια, πορτοκαλάκια, μήλα και αχλάδια θερμοκηπίου. Βουνά τα κομματάκια τους. Δεν ξέρω αν τα μασάς κιόλας για να τα φάνε πιο εύκολα… Ούτε γι’ αυτό με έχεις ενημερώσει…

Γλυκό.

«Εύγευστο που είναι!!! Μπράβο Ελενίτσα αγάπη μου το πέτυχες. Αν και σαν της μάνας της συγχωρεμένης δεν είναι βέβαια. Τι έκανε η ευλογημένη και το γλυκό της τούτο το ίδιο, ήταν ασύγκριτο;»

‘’Α, δε ξέρεις αγάπη μου τι έκανε η μανούλα σου; Έκανε ένα μαμόθρεφτο –εσένα- και το πέτυχε επακριβώς. Σκάσε λοιπόν και τρώγε…’’  θα έπρεπε να του πεις, αλλά το αφήνεις για μια μελλοντική φορά.

Κάποτε τελειώνει το γεύμα.

Εσύ, δεν το συζητώ, μετά βίας στέκεσαι στα πόδια σου. Λιώμα από την κούραση. Και λοιπόν ποιος νοιάστηκε να πει δυο ευγενικά λόγια;

 Πώς; Είναι αυτονόητα;

 Εκτός αν στο τραπέζι υπάρχει κανένας ευγενικός φίλος (αν και υποπτεύομαι ότι οι φίλοι δεν είναι και τόσο ευπρόσδεκτοι από το μεγάλο αφεντικό) και φιλοτιμηθεί παρακινούμενος από μια κοινωνική ευγένεια και πει μια καλή κουβέντα. Φιλοξενούμενος είναι, τι διάβολο, δεν είναι κανένας αγροίκος…

Και μετά αραχτοί στο τζάκι άπαντες.

«Ωχ μωρέ, σαν να παράφαγα σήμερα.

Παιδίιιιι. Πιάσε μια σόδα.

Καφέ;

Θέλει κανείς καφέ;

Ελενίτσα γιατί δεν τους ρωτάς; ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ, βρε αγάπη μου;»

Όλοι θέλουν.

Άλλος Γαλλικό, άλλος ελληνικό μέτριο ή βαρύ γλυκό, με τρεις φουσκάλες, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς…

Τα πιατικά στην κουζίνα βουνάαααα. Νεροχύτης και πάγκοι αόρατοι κάτω από τον όγκο τους. Θα σου πάρει σίγουρα μια μέρα έως ότου βάλεις μία τάξη και αρχίσεις ΤΑ πλυντήρια.

Έρχεται ο καλός σου στην κουζίνα να πάρει μια οδοντογλυφίδα. Ντράπηκε να τη ζητήσει να του την πάνε στα χέρια κι αυτή… Κάποιος κάποτε του είχε πει πως είναι μεγάλη απρέπεια η χρήση της μπροστά σε κόσμο. Μην τον περάσουν και ντιπ Ανατολίτη. Ε;

«Πω πω τι γίνεται εδώ;

Για δες κατάσταση κουζίνας!

Νοικοκυρά σ’ αυτό το σπίτι δεν υπάρχει;

Αχ μωρέ μάνα και πού να ήσουν από μα μεριά να έβλεπες σε τι κατάσταση βρίσκεται η κουζίνα σου, που πάντοτε έλαμπε!»

«Πού είναι η μάνα σου ρωτάς; Να πας να την βρεις εκεί που είναι», του λες και του πετάς κατακέφαλα την βρώμικη κατσαρόλα αφήνοντάς τον αναίσθητο στην καλύτερη  περίπτωση.

Επιτέλους ξεθύμανες.

Μη σκιάζεσαι. Στην φυλακή θα βρεις την ησυχία σου. Στο εγγυώμαι. Θα ξεκουραστείς επιτέλους. Και το φαγητό εκεί, καλό, κακό, θα το τρως σερβιρισμένο και στην ώρα του.

Καημένε είλωτα…

Ή ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΠΩ… ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΝΑ, ΚΟΥΡΑΓΙΟ…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη