Τον περίμενε, αποφασισμένη και έτοιμη να του βγάλει την ψυχή της μπροστά του και να αφήσει το στόμα της να του μιλήσει ευθέως και αληθινά.
Ένα παράνομο πάθος τούς έκανε και τους δύο να υπερβούν τα όριά τους, να ξεχάσουν την καθωσπρέπει ζωή τους, να κυλιστούν σε κρεβάτια που τους χάρισαν αίσθηση απελευθέρωσης. Αλλά προσωρινής.
Γιατί η καθημερινή ζωή σε καλεί να επιστρέψεις στη ρουτίνα σου. Ξεκλέβεις ώρες ευτυχίας, μετράς λεπτά ανάσας, αλλά επιστρέφεις ξανά εκεί που στέριωσες.
Δε θα ήταν σκληρή, δε θα απαιτούσε τίποτα. Ήξερε πως έπαιξε σε ένα παιχνίδι που δεν είχε πιθανότητα να κερδίσει.
Αλλά έπρεπε να τα βγάλει όλα από μέσα της, να εκφράσει το παράπονό της, να αποδεχτεί το μοιραίο τέλος, που γνώριζε πως αργά ή γρήγορα θα έρθει.
Τον είδε. Ερχόταν με το αυτοκίνητό του, ετοιμαζόταν να παρκάρει.
Στάθηκε απέναντί του, ακίνητη και γεμάτη θάρρος και αυτοπεποίθηση.
Όταν το βλέμμα του συνάντησε το δικό της, πάγωσε. Μετέωρος, προτίμησε τη σιωπή.
Ενόχλησε τις λέξεις εκείνη πλησιάζοντάς τον.
-Μη φοβάσαι, του είπε, δεν ήρθα να ταράξω την οικογενειακή σου ευτυχία.
-Τότε γιατί ήρθες;
-Να σου μιλήσω. Θα σου πω αυτά που θέλω και θα φύγω, θα εξαφανιστώ. Θα σε αφήσω στη ζωούλα σου, στη συνηθισμένη σου καθημερινότητα, σε αυτό που έμαθες να θεωρείς ευτυχία.
-Σε ακούω, απάντησε με ολίγον επιθετικό ύφος εκείνος, χτυπώντας δυνατά την πόρτα του αυτοκινήτου.
-Αν έζησες για λίγο ελεύθερος, να ξέρεις, σε εμένα το οφείλεις. Σε εμένα χρωστάς που έζησες ξανά, που έπεσες σε κρεβάτι ερωτευμένος και όχι απλά για να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις. Μέσα σε μία ρουτίνα καθημερινή, εγώ ήμουν το διάλειμμά σου. Και κάτι παραπάνω, το μικρό χρονικό διάστημα στο οποίο ανέπνεες κανονικά, ελεύθερα.
Μη στεναχωριέσαι, το ήξερα από την αρχή, δύο εραστές ήμασταν, τίποτα περισσότερο. Ένα πάθος ζωντανό, μία έλξη δυνατή, ένα κρεβάτι στο οποίο οι υποσχέσεις υπάρχουν για όσο είσαι ξαπλωμένος. Μέχρι εκεί, μετά τα ξεχνάμε.
Εκείνος την άκουγε σιωπηλά, εκείνη δεν έδειχνε ότι είχε πρόθεση να τη σταματήσει αυτή την ομιλία της, αυτό το ξέσπασμα.
-Ξέρεις, συνέχισε, δε σε κατηγορώ για κάτι. Δε μου έκρυψες τίποτα από την αρχή, γνώριζα ότι υπήρχε ημερομηνία λήξης. Ήσουν τίμιος, μέσα στα ψέμματά σου. Τόσο μπορούσες, τόσο έδωσες, είχαμε πατσίσει από την αρχή. Ήρθαμε κοντά για λίγο, παρασυρθήκαμε και τώρα υπάρχει ένας επίλογος.
-Γιατί μου τα λες όλα αυτά;
-Γιατί θέλω να ξέρεις ότι αν τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά, θα σε διεκδικούσα και περισσότερο. Για εμένα δεν ήσουν μόνο μια περιπέτεια. Ω, μα είναι μάταιο!
-Φτάνει, της είπε εκείνος. Πρέπει να επιστρέψω σπίτι, θα ανησυχήσουν οι δικοί μου.
-Αντίο, ψέλλισε εκείνη και απομακρύνθηκε γρήγορα, προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά της… Υπήρξε φλύαρη αρκετά…
Ένα τελευταίο βλέμμα, μία ματιά που συναντήθηκε στα κρυφά, μία ζωή που άφησε το πάθος το μεγάλο για να επιστρέψει στη συνήθεια…
Αφήστε το σχόλιο σας