«Δουλειές του ποδαριού», ένα διήγημα του Τόλη Αναγνωστόπουλου

Το ντουμπλάρισμα σε ερωτική σκηνή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί να έχεις την ίδια σωματοδομή με αυτή του πρωταγωνιστή και παρόμοιες αναλογίες προσώπου και μαλλιών. Παρόλο που ο Νώντας δεν ήταν γυμνασμένος όπως ο σταρ του σινεμά που ντουμπλάριζε, τον επέλεξαν λόγω «ειδικών προσόντων» ανάμεσα στα πόδια του. Η ταινία ήταν καλή και οι ηθοποιοί πρωτοκλασάτοι. Ο σκηνοθέτης είχε κάποιες ενστάσεις αλλά υποχώρησε μπροστά στην πίεση του πρωταγωνιστή που τον ήθελε για να ανεβάσει και άλλο τις μετοχές του στο γυναικείο κοινό. Ο παραγωγός της ταινίας γυρνούσε παράλληλα και δυο φτηνές παραγωγές αισθησιακού περιεχομένου, τσόντες δηλαδή, και θεώρησε καλό να του δώσει και εκεί το βάπτισμα του πυρός, να τον δοκιμάσει.

Μπερδεμένος όμως από την ποιοτική ταινία και τις τσόντες, ο Νώντας  έπεφτε συχνά σε κάποια λάθη. Κάποιες φορές ήταν πολύ σκληρός με την διάσημη πρωταγωνίστρια της ταινίας, σε βαθμό που να την βρίζει αισχρά και να της πετάει ατάκες τύπου «τι σου κάνω τώρα μωρή άρρωστη;» ενώ αντίθετα με κάτι μαύρες και κίτρινες βαμμένες σα βαμπίρ κοπέλες, που τον έβαζαν να ερωτοτροπήσει στις πιο φτηνές παραγωγές, έβγαζε τρελό συναίσθημα.

«Cut ρε, στοπ, πώς το λένε; Πας και μου φιλάς μετά το τέλος της πράξης τη Γκλόρια;  Αφού τη βλέπεις είναι μέσα… μέσα στα ζουμιά, στους χυμούς ρε μάγκα μου.»

Παρά την απειρία  στο πλατό και τα λάθη του, η παραγωγή συνέχισε να τον προτιμά από κάποιους άλλους πιο φτασμένους και με όνομα. Ο κάμεραμαν δεν χρειαζόταν να κάνει ζουμαρίσματα στο φακό αφού το υπερμεγέθες μόριό του ήταν πάντα στο ύψος του και ο σκηνοθέτης γούσταρε να βλέπει τη φάτσα του Νώντα να ζει όλη την πράξη και να βγάζει κραυγές. Οι κοπέλες είχαν κάποιο ζόρι, αφού ήταν συνηθισμένες να διεκπεραιώνουν με ρουτίνα τις σκηνές και τώρα έβλεπαν  πάνω τους ή  πίσω τους ένα τύπο που φερόταν λες και ήταν ερωτευμένος μαζί τους και τους φώναζε και με λάθος όνομα: συνήθως Μάγδα.

Ήταν ο μεγάλος του έρωτας, που βέβαια του είχε φύγει.  Έφτασε να κάνει αυτές τις δουλειές όχι λόγω κρίσης, αυτό ήταν το άλλοθι. Και πριν την κρίση οι δουλειές του ήταν του ποδαριού. Όχι ότι δεν άξιζαν. Τον προσλαμβάναν σε καλά πόστα και σε πολυεθνικές κάποιες φορές λόγω και του MBA του αλλά σύντομα του έδιναν πόδι. Δε μπορούσε να μπει στη νοοτροπία να κάνει meeting για ψύλλου πήδημα, να ανταλλάσσει mail με το διευθυντή, να δουλεύει σα το σκυλί και να αμείβεται σαν το χειρότερο υπάλληλο που είχε από κάτω του.

«Πρέπει να πιάσεις τα targets που έχουμε θέσει σα διοίκηση» του έλεγε ο διευθυντής.

«Θέλω αύξηση για εμένα και τους υπαλλήλους του τμήματός μου για να τους πιάσουμε.»

«Γίνε ρε ρεαλιστής, πώς θα δικαιολογήσω αύξηση στις μέρες μας;»

«Βάλτε εσείς ρεαλιστικούς στόχους κύριε.»

«Πέρνα από το λογιστήριο και να θυμάσαι: εσύ είσαι για τον πούτσο.»

Το θυμήθηκε τώρα που στέριωσε στις τσόντες.

Λίγο πριν προσπάθησε να βρει κάποια δουλειά αλλά μάταια. Αρκετοί βλέποντας τα πτυχία του, τον επέλεγαν, αυτός δεν πήγαινε. Έβαζε κάποιες προϋποθέσεις, εκνεύριζε αφάνταστα τους διευθυντές προσωπικού των εταιριών που του υπενθύμιζαν πως από έξω περιμένουν ουρές για δουλειά και στο τέλος έφευγε ευχαριστημένος που τους είχε νικήσει. Συμβιβαζόταν με εργασίες που ένιωθε ελεύθερος, όπως κάτι φυλλάδια και  ντελίβερι. Η καλύτερη περίπτωση ήταν η διοργάνωση εκδηλώσεων. Τα είχε ακόμα με τη Μάγδα. Τον πήγε να τον παρουσιάσει  στη μάνα της που ούτως ή άλλως έβγαζε σπυριά μόλις τον έβλεπε.

«Μητέρα ο Νώντας έπιασε δουλειά ως υπεύθυνος σε γραφείο διοργάνωσης εκδηλώσεων.»

«Μπα και τι κάνει εκεί ο προκομένος σου;» την είχε ρωτήσει χωρίς να απευθύνει το λόγο σε αυτόν, χωρίς καν να τον κοιτάει.

«Θα σας πω εγώ, μη ρωτάτε τη Μάγδα. Τον κλόουν κάνω κυρία Βασιλική, τον κλόουν. Διασκεδάζω τα παιδιά, εξαφανίζω πράγματα.»

«Κοίτα να εξαφανιστείς και εσύ από τη ζωή της κόρης μου.»

Εξαφανίστηκε.

«Αν δεν αλλάξεις, όσο και αν σε αγαπάω θα σε παρατήσω. Πώς να σε εμπιστευτώ να κάνουμε κάτι σοβαρό μαζί;» ήταν οι τελευταίες κουβέντες της Μάγδας.

Την αγαπάει πολύ αλλά γιατί να αλλάξει; Όχι ρε, καλά είμαι, και έτσι θα βρω την άκρη.

Περνάει ένα διάστημα κατάθλιψης, χωρίς λεφτά,  κοπέλα και δουλειά.

Δεν καταρρέει. Τον σώζoυν οι φίλοι του, οι διαδικτυακοί γιατί  οι κανονικοί  είναι ελάχιστοι. Αναρτά απόψεις, τραγούδια και φωτογραφίες στο facebook και το twitter. Κοινοποιεί εξυπνατζίδικες απόψεις  άλλων bloggers  και καταφέρνει να καρπώνεται τριψήφιο αριθμό likes αλλά  και πολλούς  followers. Μιλάει  μέσω  internet και με δυο πιτσιρίκες. Με τη μια, την πιο χυμώδη, μιλάει και μέσω Skype για να έχει εικόνα και να παίρνει υλικό για μετά. Δε κλείνει ραντεβού με καμιά τους, μέσα στη μαλακία που τον δέρνει έχει κάποιες αρχές που δεν παραβαίνει. Όχι ανήλικα, παντρεμένες, όχι κέρατα και ανωμαλίες.

Η μάνα του τον επισκέπτεται, προσπαθεί να τον ανεβάσει. Τον προμηθεύει με  τάπερ αλλά αυτός δεν τρώει. Τρώει φλασιά βλέποντάς τα μια μέρα να έχουν γίνει εκατοντάδες. Πετάει το περιεχόμενό τους, τα ξεπλένει καλά και βγαίνει γύρα στη γειτονιά να τα πουλήσει. Αποκτά κονέ με τη διαχειρίστρια, μια ζωντοχήρα γύρω στα 50 που τον ενημερώνει για τα ωράρια και την οικονομική κατάσταση των ενοίκων, μη χτυπάει και τα κουδούνια τσάμπα.

Βγάζει κάτι λίγα, γλιτώνει όμως ανεξόφλητα κοινόχρηστα μηνών με τη διαχειρίστρια να μη ζητάει τίποτα παραπάνω από λίγη παρέα. Τη «βολεύει»  κιόλας πρώτα από υποχρέωση για το μεγάλο ψυχικό που του κάνει. Αλλά και από σεξουαλικής πλευράς δεν περνάει και άσχημα μαζί της. Η Φένια είναι διψασμένη για έρωτα και  το δείχνει σε κάθε συνεύρεση μαζί του. Η μεγάλη αποχή της από το σεξ και το μεγάλο του όργανο την κάνουν να διαφημίζει την πράξη τους σε όλο το τετράγωνο.

Ως επόμενο στάδιο στη σχέση τους τον παρουσιάζει στον πρωινό της καφέ με άλλες γειτόνισσες, βλέποντας μαζί τους εκπομπές μαγειρικής και σχολιάζοντας την κρίση.

Κάποιες Κυριακές και με αντάλλαγμα να εισηγηθεί η Φένια την εγκατάσταση κεραίας κινητής τηλεφωνίας στην ταράτσα, τις ακολουθεί σε εκδηλώσεις μετά την εκκλησία: τσάι υπέρ των πτωχών, ομιλίες από θεολόγους, ερμηνεία της Καινής Διαθήκης κ.α..

Μεσοβδόμαδα πηγαίνουν θέατρο, νωρίς στη λαϊκή απογευματινή και γελάνε με επιθεωρήσεις. Οι άλλες, αυτός όχι. Νομίζει πως έχει κατρακυλήσει για τα καλά. Είπαμε looser το παίζει, δεν  είναι  τελείως μαλάκας. Ζητάει δανεικά από τη μάνα του μόνο και μόνο για να καλύψει τα κοινόχρηστα. Ησυχάζει από τη διαχειρίστρια, ησυχάζει και η πολυκατοικία γενικότερα.

Τον πιάνει ένα επαναστατικό και αγωνιστικό πνεύμα. Κατεβαίνει στο Σύνταγμα με τους αγανακτισμένους, πηγαίνει με το ΠΑΜΕ στη Ναυπηγοεπισκευαστική, παρακολουθεί τις ανοικτές συνελεύσεις των κατοίκων της  περιοχής του. Πάει και μέχρι τη γειτονιά τής Μάγδας για να τη διεκδικήσει πάλι.  Δε τον αποθαρρύνει ούτε το αδιάφορο βλέμμα της, ούτε το δολοφονικό της μάνας της. Τσαντίζεται περισσότερο με τον εαυτό του που κάνει πράγματα που δε θέλει.

«Ρε, εγώ αυτός είμαι και σε όποιους αρέσω, είτε αυτοί είναι εργοδότες, είτε συγγενείς, φίλοι, γκόμενες και μέλλουσες πεθερές». Έτσι σκέφτεται.

Φεύγει και πάει να βρει τον ένα από τους δυο κολλητούς του, το Γιώργο.

«Γιατί ρε παπάρα έχεις απομακρυνθεί;» τον ρωτάει.

«Ρε Νώντα, εσύ μόνος σου απομακρύνεσαι από όλους μας» του απαντάει αυτός.

«Ποιοι είστε οι όλοι σας; Εσένα ρωτάω, μήπως δε σου κάνω για φίλος από τότε που έμεινα άνεργος και γυρνάω μόνος μου σα το σκυλί;»

«Ο… Όχι ρε φίλε δηλαδή…»

«Εμένα ρε μου αρέσω, το ακούτε; Η φιλία δεν είναι a la cart. Πες μου πως με θες για να γίνω. Α και πηδήξου Γιώργο στην τελική, εγώ θα σε αγαπάω» του λέει και φεύγει χτυπώντας την πόρτα πίσω του.

Στον Billy, τον άλλο κολλητό, δε πάει καθόλου, θα του τα προφτάσει όλα ο Γιώργος σκέφτεται.

Ξαναστρώνει τον κώλο του κάτω για να κατεβάσει ιδέες που θα του λύσουν το βιοποριστικό ζήτημα τουλάχιστο για λίγο. Μετά θα βρει κάτι άλλο.

Πουλάει το αμάξι του, έτσι κι αλλιώς δεν το κινεί με τη βενζίνη κοντά στα δύο ευρώ. Αγοράζει ένα ποδήλατο για τις μετακινήσεις του και ένα σκύλο που εντοπίζει τρούφα ή αλλιώς το χαβιάρι της γης. Το σκυλί ξεθάβει πολλές από αυτές στη Βάλια Κάλντα και μόλις καταλαβαίνει πως πρόκειται για ποικιλία TUBER  MELANOSPORUM τις πουλάει προς 2.000 ευρώ το κιλό. «Μανιτάρι μαγικό» φωνάζει μόλις παίρνει τα πρώτα καλά λεφτά. Κάποιοι του λένε να ασχοληθεί με την καλλιέργεια, που θα του αποφέρει ακόμα περισσότερα αλλά σιγά μην περιμένει πέντε χρόνια να βγει το μανιτάρι.

Δίνει τα μισά λεφτά στη μάνα του αφού πρώτα της κάνει το τραπέζι στους «Ορίζοντες» του Λυκαβηττού με θέα όλη την Αθήνα.

«Αγόρι μου μήπως να έφερνες εδώ καμιά κοπελίτσα και όχι εμένα;» του λέει.

«Και εσύ κοπελάρα είσαι ρε μάνα και σε κάλεσα να σου πω πως σ’ αγαπάω.»

«Όλους τους αγαπάς εσύ γιόκα μου, παίρνεις πίσω όμως την αγάπη που δίνεις;»

«Αδιαφορώ, προφανώς δεν πληρώ κάποιες από τις προϋποθέσεις τους.»

«Να σε ρωτήσω κάτι όμως; Θα μου απαντήσεις ειλικρινά. Εσένα σ‘ αρέσει η ζωή σου;»

Δεν το σκέφτεται καθόλου, της απαντά αμέσως:

«Γουστάρω που είμαι ελεύθερος κάθε πρωί να κάνω ότι θέλω εγώ, χωρίς να αφήνω άλλους να μου την καθορίζουν είτε είναι αφεντικά είτε φίλοι, είτε συγγενείς.»

«Ίσως έτσι όμως απομονώνεσαι χωρίς να το καταλάβεις από όλους.»

«Μάνα δε θέλω να είμαι λυκόσκυλο αλλά λύκος, ξέρεις ποια είναι η διαφορά; Ο λύκος μπορεί να περιμένει και ένα μήνα μέχρι να πάρει τη λεία του, αυτό που θέλει και του αρέσει, το λυκόσκυλο είναι πιστό και θα  φάει ό,τι του πετάξει το αφεντικό του. Όποιοι με αγαπάνε πραγματικά, όπως τους αγαπάω εγώ, θα το καταλάβουν και θα γυρίσουν, να το θυμάσαι αυτό μάνα.»

«Εγώ πάντως ποτέ δεν έφυγα, μη με βάζεις στο ίδιο βαγόνι με αυτούς.»

«Εσύ δεν είσαι αντικειμενική, είσαι μάνα μου.»

«Είμαι και ξέρω ότι εκτός από μεγάλη καρδιά έχεις και ένα σπάνιο μυαλό.»

Από μικρό του το έλεγαν. Ήταν αριθμομνήμων και τα πήγαινε καλά με τα στατιστικά. Πέρασε από τους πρώτους στο τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και  έκανε μεταπτυχιακά  στην Εφαρμοσμένη Στατιστική αλλά στις επιχειρήσεις που πήγαινε του ανέθεταν συνέχεια τις ίδιες βαρετές αναλύσεις: Σημειομετρία, συνεπαγωγική στατιστική και παραγοντική ανάλυση των αντιστοιχιών.

Όταν του έδιναν πόδι συνέχιζε να ασχολείται με την επιστήμη του φτιάχνοντας πολύπλοκα συστήματα στο Προπό και το Στοίχημα που του απέφεραν αρκετά χρήματα. Επειδή όμως απαιτούσε κόλλημα με τον υπολογιστή και τα αθλητικά, το βαριόταν και εξασκούσε το μυαλό του παίζοντας Sudoku ή φτιάχνοντας καρκινικές φράσεις τύπου: «Σε λιβάδι είδα βίλες».

Ο Billy, ο φίλος του, χτυπούσε ξύλο όταν άκουγε για αυτές τις φράσεις.

«Ρε Billy αυτές οι φράσεις λέγονται έτσι γιατί διαβάζονται και ανάποδα, μη πάει το μυαλό σου στην παλιαρρώστεια, ξέρεις τι δουλειά θέλουν για να τις συντάξεις;»

«Έτσι όμως φιλαράκο δε κερδίζεις τίποτα, ας έμπαινες στο δημόσιο αν ήθελες να αράξεις.»

Του την έσπαγε που δεν τον καταλάβαινε, δεν ήταν ποτέ τεμπέλης και αντιπαραγωγικός. Αντίθετα όσο δούλευε και μέχρι να   τσακωθεί με τους ανωτέρους του ή να την κάνει όταν έπεφτε σε τέλμα, δούλευε σκληρά και αποδοτικά.

«Εντάξει ρε Billy  μπορεί να μην κάνω ούτε για το δημόσιο.»

«Και είναι και το άλλο ρε Νώντα. Χωρίς δουλειά, πορτοφόλι, δε γαμάς,  γαμάς;»

Το διέψευσε και αυτό το θεώρημα. Γαμάει και πληρώνεται. Δε μπορεί όμως χωρίς αγάπη. Για αυτό ακόμα και τις παρτενέρ του στις τσόντες προσπαθεί να της διεγείρει, να τις ερωτευτεί, πράγμα αδύνατο για κοπέλες που πριν ξεκινήσουν καν το γύρισμα αρχίζουν να αγκομαχούν. «Για ζέσταμα» του δικαιολογούνται. Αυτός πάντως το χαβά του. Πολλά  λόγια του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είναι εκτός σεναρίου, ποιου σεναρίου δηλαδή;

«Κόψε ρε παιδί μου αυτά τα ουρανέ μου και λατρεία μου, δεν κολλάνε και μου μπλοκάρεις και τις κοπέλες» του φωνάζει ο σκηνοθέτης.

Σήμερα η παρτενέρ του δεν ενοχλείται.   Βλέπει  την πλάτη της από την αρχή του γυρίσματος και στα χάδια του ανταποκρίνεται, γουστάρει και τις ατάκες του. Το κορμί της πάλλεται από την ηδονή. Εκφράζεται και αυτός καλύτερα, νιώθει σα να μπαίνει σε γνωστά υγρά μονοπάτια λόγω της οικειότητας που νιώθει μαζί της. Φοράει μια μακριά περούκα και δε μπορεί να δει τα μάτια της. Συμμετέχει όντως ενεργά ή είναι μετρ της προσποίησης;  Ο σκηνοθέτης τρίβει τα χέρια του για το αποτέλεσμα αλλά δεν τον αφήνει να  γυρίσει την κοπέλα. Λίγο πριν το φινάλε μόνη της γυρνάει και με ένα λάγνο βλέμμα του λέει πως τον αγαπάει.

«Μάγδα εσύ;»

Φεύγουν και  οι δύο πιασμένοι χέρι-χέρι. Δύσκολα θα επιστρέψει στα πλατό, όχι μόνο λόγω Μάγδας αλλά και γιατί, όπως και στις περισσότερες δουλειές, μετά το τρίμηνο βαλτώνει. Καλός ο σκηνοθέτης αλλά δε γουστάρει να του λένε πότε θα τελειώσει κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Στην έξοδο τον περιμένουν ο Billy και ο Γιώργος.

«Τι λέτε, πάμε όλοι για ένα ποτάκι; Να διακόπτουμε αποκλείεται, αφού αν θέλατε να κάνετε κάτι το κάνατε εκεί μέσα» τους λέει ο Billy και ξεσπούν όλοι σε γέλια.

«Και δεν πάμε για καμιά ώρα; Αν βαρεθούμε, φεύγουμε» τους λέει ο Νώντας και τους κλείνει το μάτι.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη