«Δε μ’αγαπάς πια;», γράφει η Τόνια Κοντοπούλου για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

Δευτέρα 10  Απριλίου 2000

Χθες το βράδυ μ’ άφησες μόνη στα σκαλιά της εκκλησίας, μια παγωμένη πριγκίπισσα, μια μοναχική βασίλισσα, ντυμένη με το νυφικό των ονείρων μου, περιτριγυρισμένη από τα λουλούδια των ονείρων μου, τις άσπρες τουλίπες, μαγεμένη από το σκηνικό των κεριών που απαλά κι αμέριμνα, έριχναν φως στο μέλλον μας. Μ’ άφησες μόνη, μέσα σε άλλα διακόσια άτομα, μόνη μέσα στο πέλαγος τόσων ψυχών, που δεν κατανοούσαν το γιατί. Γιατί με ταπείνωσες έτσι, τόσο άκαρδα, γιατί στάθηκες τόσο, μα τόσο απών; Γιατί πέταξες έτσι την αγάπη μου; Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Τι σε οδήγησε;

Έκανα μια παύση γιατί τα καυτά δάκρυα, θόλωσαν την όρασή μου, θα δεις σημάδια απ’ αυτά στο χαρτί. Δε μ’ αγαπάς πια;

Δευτέρα 17 Απριλίου 2000

Μια εβδομάδα πέρασε κι εσύ δεν έχεις δώσει ούτε ένα σημείο ζωής. Ούτε μια στάλα σεβασμός δε σου ‘χει μείνει για μένα; Με παίρνουν όλοι τηλέφωνο και με ρωτούν. Όλοι έχουν συγκλονιστεί απ’ τη συμπεριφορά σου. Όλοι εκτός από σένα. Γιατί; Δε μ’ αγαπάς πια;

Δευτέρα 1 Μαΐου 2000

Πρωτομαγιά σήμερα. Άλλες δύο εβδομάδες χωρίς εσένα. Κι οι αναμνήσεις, κέρβεροι σωστοί. Όπως τότε, στη θάλασσα που πέσαμε με τα ρούχα και παίζαμε σαν παιδιά. Θυμάσαι; Ή τότε, στο βουνό, που μου είχε κοπεί η ανάσα απ’ το περπάτημα στην ανηφόρα και με τράβαγες εσύ. Θυμάσαι; Ή τότε, που καθίσαμε όλη μέρα στον καναπέ και βλέπαμε θρίλερ. Θυμάσαι;

Το κακό είναι ότι εγώ θυμάμαι. Πόση αγάπη μοιραζόμασταν. θυμάσαι; Δε μ’ αγαπάς πια;

Δευτέρα 22 Μαΐου 2000

Άλλες τρεις εβδομάδες. Απολύθηκα. Κατανοητό βέβαια, αν το δεις από τη μεριά του εργοδότη. Είχα να φανώ από εκείνη την ημέρα. Πώς θα μπορούσα να δουλέψω, όταν όλα μέσα μου είχαν γκρεμιστεί; Πώς θα μπορούσα να εξυπηρετώ τον κόσμο που αμέριμνος ερχόταν για τις διακοπές του; Θα τους μισούσα όλους αυτούς.

Μοναξιά. Βαθιά. Άδικη. Άδεια.

Δε μ’ αγαπάς πια;

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2000

Σημαντική ημέρα. Τα γενέθλιά σου. Πού να βρίσκεσαι τώρα; Ποια να σε μαγεύει; Ποια ψυχή να σου τραγουδάει και ποιο κορμί να σε συγκλονίζει; Θυμάμαι όλες τις τούρτες που σου είχα φτιάξει. Μέρες έψαχνα το σχέδια, τα υλικά, το πάρτυ έκπληξη που θα σου ετοίμαζα. Τις λάτρευες όλες. Δε μ’ αγαπάς πια;

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2000

Δύο μήνες σχεδόν. Άλλαξα. Αδυνάτισα μου λένε. Η αλήθεια είναι ότι τρώω μόνο ότι σου άρεσε, πίνω μόνο τα αγαπημένα σου ποτά και βλέπω μόνο τις αγαπημένες σου σειρές. Με άλλαξες. Ούτε ένα σημάδι; Ούτε μια σκέψη, μια εξήγηση, ένα γιατί; Πόσο πόνο κι απογοήτευση, μπορεί ν’ αντέξει ένα κορμί; Λύγισα, έσπασα σε χίλια κομμάτια. Βγήκε η ψυχή απ’ το σώμα μου και με περιγελούσε. Δε μ’ αγαπάς πια;

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2001

Πρωτοχρονιά. Πέρασαν μήνες. Σήμερα, θα είχαμε την επέτειό μας, αλλά εσύ μακριά. Θα κλείναμε πέντε χρόνια, αλλά τώρα, έμειναν στα τέσσερα και κάτι. Το καλύτερο χρονικό διάστημα για να παντρευτείς. έτσι μας έλεγαν οι φίλοι. Μόνη είμαι , παρέα με τα σοκολατάκια με γέμιση μέντα, τ’ αγαπημένα σου. Θυμάσαι;

Δε μ’ αγαπάς πια;

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2002

Έχω θυμώσει απίστευτα. μαζί σου, μαζί μου, με όλους τους τάχα φίλους που με παράτησαν, ενώ λένε πως εγώ τους άφησα, με την οικογένειά μου, που με παρακαλάει να επισκεφτώ ψυχολόγο. Λες κι είμαι τρελή. Δεν πέρασε και τόσος πολύς καιρός; Θα έρθεις ξανά, έτσι δεν είναι;

Δε μ’ αγαπάς πια;

Τρίτη 8 Απριλίου 2003

Επέλεξα σήμερα, που θα ήταν η επέτειος του γάμου μας, να γυρίσω σελίδα στη ζωή μου. Αρκετά θρήνησα τη χαμένη μας αγάπη. Εσύ, ούτε μια αράδα δε μου έγραψες. ούτε μια κάρτα, ούτε ένα μήνυμα, να δεις τι κάνω, πώς επιβιώνω. Γιατί στο λέω, δε ζω. Αλλά, θα ξεκινήσω, από σήμερα. Θα σε ξεχάσω.

Δε μ’ αγαπάς πια;

Σήμερα

Αγαπημένε μου, σου γράφω από εσωτερική ανάγκη. Άλλωστε, έχω φτιάξει πια τη ζωή μου. Γνώρισα έναν υπέροχο άνθρωπο. Μ’ αγαπάει, με σέβεται και μ’ εκτιμά. Μου ζήτησε να τον παντρευτώ. Το πιστεύεις; Δεν είναι υπέροχο; Αποφάσισα να σου στείλω όλα τα γράμματα που τόσα χρόνια σου έγραφα, για να καταλάβεις, να πονέσεις, να δεις ότι σε μισώ, ω πόσο σε μισώ. Όμως, δεν ξέρω τη διεύθυνσή σου, δε γνωρίζω καν την πόλη που μένεις, ούτε και τη χώρα. Δεν ξέρω αν ζεις ή αν πέθανες.

Δε μ’ αγαπάς πια;

Το ίδιο βράδυ

Ε, όχι, δε γίνεται αυτό. Πήγα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα. Ναι, ξέρω, μισούσες το κάπνισμα, γι’ αυτό το άρχισα. Ήταν κάτι σαν εκδίκηση. Κι ένιωθα καλά μ’ αυτό.

Αλλά όχι, να ‘σαι εκεί, να κρατάς απ’ το ένα χέρι μια μελαχροινή με την κοιλιά στο στόμα κι απ’ το άλλο, έναν μπόμπιρα, δύο ετών κοντά. Έμοιαζες ευτυχισμένος, χαμογελούσαν μέχρι και τα μάτια σου. Σε πλησίασα. Δε με γνώρισες. Πώς είναι δυνατόν; Με κοίταξες σαν να ήμουν τρελή. Ήμουν;

“Εγώ είμαι Αλέξανδρε, δε με θυμάσαι; Με άφησες στα σκαλιά της εκκλησίας.”

“Ειρήνη; Εσύ είσαι; Η αδερφή του Λάμπρου;”

“Ναι, εγώ. Γιατί δε μου έγραψες ούτε μία φορά;”

“Ειρήνη, πώς είσαι; Έχω να σε δω από τόσο δα κοριτσάκι, από τότε που ήσουν δώδεκα  χρονών και μ’ εβαζες να σου υποσχεθώ ότι θα σε παντρευτώ.”

Σάστισα. Έβγαλα τα γράμματα από το τσαντάκι μου και τα έσκισα μπροστά στα σαστισμένα μάτια τους.

“Δε μ’ αγαπάς πια.” Μονολόγησα. Και θυμήθηκα. Ότι άφησα τότε τον Άρη σύξυλο, γαμπρό στα σκαλιά της εκκλησίας.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη