«Γυναίκα στο παράθυρο», ένα διήγημα της Κικής Γκόβαρη

Σε αλάνα με χαλασμένη περίφραξη  κλωτσούσαμε μια ξεφούσκωτη μπάλα. Πιότερο να μπλέκεται στα πόδια μας παρά να ξεμακραίνει. Και πάλι αστοχούσαμε! Αντί για το αυτοσχέδιο τέρμα, “βρίσκαμε” εκείνη την τρύπα στο πλέγμα, που έβγαζε στο διπλανό σπίτι, μ’ εκείνη τη γυναίκα, την σαν πάντα ξεχασμένη στο παράθυρο.

Πότε ζωγράφιζε ήλιους κι αστέρια στο χνωτισμένο τζάμι και πότε τάιζε αγριοπερίστερα στη χούφτα της, κρεμασμένη στο περβάζι του.

Πάντα κοιτούσε, χωρίς να βλέπει. Δεν την ένοιαξαν ποτέ οι φωνές κι η φασαρία – σε αντίθεση με τους ενοίκους των άλλων γειτονικών κτιρίων, που συχνά πυκνά έβγαιναν, μας μάλωναν, μας έδιωχναν και απειλούσαν θεούς και δαίμονες, αδειάζοντας πού και πού προς το μέρος μας μέχρι κουβάδες με νερό, προκειμένου να μας ξεφορτωθούν.

Ίσως να μην άκουγε κιόλας… (Σκεφτόμουν τότε).

Ποτέ δεν ρώτησα για εκείνη, μα πάντα την αναζητούσα με το βλέμμα μου, σαν έφτανα στο άδειο οικόπεδο πρώτος. Εκεί στο παραθύρι του τρίτου ορόφου, αυτής της παλιάς τριώροφης κατοικίας, που έμοιαζε να παλεύει με το χρόνο.

Σαν να περίμενε εκεί. Όπως η σπασμένη μπάλα, που την παρατούσαμε φεύγοντας, για να την ξαναβρούμε την επόμενη φορά στην ίδια θέση να περιμένει να τη “ζωντανέψουμε”.

“Τρελή” έλεγαν τα παιδιά και κάτι μέσα μου ράγιζε.

“Αλλιώτικη!” ψιθύρισα μια φορά και με κοίταξαν απορημένα.

Πολλές φορές, όταν κουραζόμουν από το παιχνίδι, άραζα κάτω από τη λεμονιά της -η οποία σκίαζε τη γωνιά του οικοπέδου- ν’ αδειάσω τα παπούτσια μου από το χώμα, που τα γέμιζαν οι άστοχες κλωτσιές μου σ’ εκείνη την ξεφούσκωτη μπάλα, η οποία επέμενε να μένει καρφωμένη στο ίδιο σημείο, βαριά από το κενό της.

 

Συχνά έπιανα να μουρμουρίζω κάποιο τραγούδι… το ίδιο πάντα:

“Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε

από ψηλά αν τους κοιτάξεις,

θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι,

που στη στιγμή θα τους ξεχάσεις…

Όταν κοιτάς από ψηλά

μοιάζει η γη με ζωγραφιά,

κι εσύ την πήρες σοβαρά…”

 

Ρίχνοντας πάντα κλεφτές ματιές σ’ εκείνη, που μου φάνταζε ξεχασμένη, σχεδόν ασάλευτη, σ’ εκείνο το παράθυρο που ο τριγμός των ξύλινων παντζουριών του ήταν ο μόνος ήχος που άκουγες από αυτό το επιβλητικό σπίτι, το οποίο διατηρούσε την αίγλη μιας άλλης εποχής.

Μια μέρα απλώς δεν ήταν εκεί.

Μάλλον κανείς δεν το πρόσεξε. Όλοι όμως πρόσεξαν την σπασμένη μπάλα, που έλειπε.

Δεν είχε νόημα να μείνουμε στην αλάνα, χωρίς τη μπάλα μας. Αθόρυβα και χωρίς χαιρετισμό σκόρπισαν  όλοι.

Εγώ εκεί. μαρμαρωμένος σχεδόν να κοιτάζω το άδειο παράθυρο. Πρώτη φορά αναρωτήθηκα, ποια ήταν. Και πού να ήταν τώρα.

Πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα ότι ως τότε μου έφτανε η παρουσία της. Τα λεπτά της χέρια, τα οποία ξεπρόβαλαν καθώς τάιζε τα πουλιά ή προσπαθούσε να μαζέψει την δαντελένια κουρτίνα της, που κάποιο ρεύμα την έκανε να ανεμίζει έξω από το ανοιχτό παράθυρο, σαν μαντηλάκι αποχαιρετισμού στο κατάστρωμα κάποιου μεγάλου καραβιού.

Πρώτη φορά συνειδητοποιούσα πόσο λεπτομερή εικόνα του προσώπου της είχα στο μυαλό μου. Έμοιαζε με πορσελάνινο. Φωτισμένο πάντα μ’ ένα ρόδινο χρώμα στα χείλη.

Μια αντανάκλαση του ήλιου κάτω από τη λεμονιά έκανε κάτι να γυαλίσει. Πλησίασα.

Ένα δώρο!

Τυλιγμένο με ένα ασημένιο ιλουστρασιόν χαρτί, αντανακλούσε το μεσημεριανό ήλιο.

Με κόκκινο κραγιόν είχε γραμμένο τ’ όνομά μου. Απόρησα. Κοίταξα τριγύρω…

 

Έκατσα στη γνωστή θέση μου και διστακτικά το ξεδίπλωσα.

Ένα βιβλίο με αεροφωτογραφίες!

Στην πρώτη σελίδα γραμμένοι με έναν υπέροχο γραφικό χαρακτήρα οι στίχοι του τραγουδιού που σιγομουρμούριζα συνήθως κι από κάτω τ’ όνομά της μάλλον.

“Αιθερία”

Μια σκέψη μόνο: «Πόσο ταίριαζε το όνομά της με το τραγούδι μου!»

Τα παιδιά μου είπαν την επομένη ότι κάτω από τη λεμονιά είχαν βρει μια ολοκαίνουργια μπάλα τυλιγμένη με ιλουστρασιόν ασημί περιτύλιγμα. Θυμήθηκα, πως την είχα δει πλάι στο δικό μου δώρο. Την ξέχασα όμως. Δεν ήταν για εμένα!

 

Δεν ξαναπήγα ποτέ στην αλάνα…

Μόνο πού και πού πήγαινα στην αυλή της κι άφηνα σε μια γωνιά τής εισόδου τροφή για τα πουλιά.

Πάντα χνώτιζα το τζάμι και ζωγράφιζα έναν ήλιο ή ένα αστέρι κι έγραφα “αντίο”. Πάντα με μικρούς χαρακτήρες. Η κεφαλαιογράμματη γραφή διαταράσσει την οικειότητα.

Ποτέ δεν ρώτησα για εκείνη. Δεν θέλησα να μάθω. Δεν θέλησα να τη γνωρίσω.  Ίσως φοβόμουν πως εκείνη με γνώριζε καλύτερα απ’ τον καθένα. Κανείς μας δεν αντέχει να μείνει με κάποιον που τον γνωρίζει στα “βάθη” του και στα “κενά” του.

Ήμουν δεν ήμουν τότε δεκαπέντε ετών.

Λίγα χρόνια μετά, στο σκονισμένο τζάμι, ζωγράφισα ένα αεροπλάνο.

Ήταν πριν φύγω για το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι.

 

Ήταν όμορφη…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη