Νεκρός πια εδώ πάνω, ζω σ’ άκρα εξορία,
Από ψηλά σε βλέπω, την κάθε κίνησή σου,
Με συντροφιά σελήνης, με άστρα χαλινάρια
Το σύγνεφο άλογο μου ιππεύω το για να ’ρθω
Κοντά σου όπως πρώτα, περνώ βουνά μπροστά μου,
Στου άλογου τη ράχη ν’ ανέβεις να σε πάρω,
Πουλιά ας κελαηδάνε λαλιά πικρή ανθρώπου:
‘Ποιος είδε τέτοια κόρη να σέρνει πεθαμένος;’*
Δεν θα με δεις να κάτσω στο ίδιο σου τραπέζι,
Ούτε να βγαίνω πάλι απ’ το θαλάσσιο κύμα,
Ούτε να ξεμυτάω απ’ των δασών τα φύλλα
Κι ας νιώθω τ’ άρωμά σου με τ’ άρωμά μου ένα.
Ψηλά πετώ κι υπάρχω, ζω στο χαμόγελό σου,
Και μην κλαις τον χαμό μου, πως μένεις δίχως ταίρι,
Σαν στέμμα η ματιά σου αγγίζει την ψυχή μου,
Στην κλίνη σου ξαπλώνω, φιλώ το μέτωπό σου.
Κατέρχομαι στον νου σου, αέρας μες στο σπίτι,
Στα δυο σου τα πνευμόνια, βροχή πέφτω στο χώμα,
Το χάδι μου θα νιώσεις, αόρατα έχω χέρια
Να μπλέκουν στα δικά σου να ‘ναι δικά μου χέρια.
Ακόμα κι αν ο χρόνος ποτέ πια δε γυρίσει,
Το γράμμα αν παραπέσει και δε φτάσει κοντά σου,
ουράνιο τόξο φτιάχνω να ζεις στην ίριδά του.
Ποτέ δεν θα σ’ αφήσω κι ορκίσου μου το ίδιο.
[* Ποίημα σε έμμετρη 14-σύλλαβη παραδοσιακή/ μεσαιωνική μορφή.]
Αφήστε το σχόλιο σας