«Γιώργος Μαυρομάτης», παρουσιάζει ο Κυριάκος Στυλιανού

Καλό μήνα και καλή χρονιά από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

Για την πρώτη μέρα του χρόνου (Ιανουάριος 2022) η στήλη παρουσιάζει τον ποιητή Γιώργο Μαυρομάτη, ο οποίος διακρίνεται για τη στοχαστική και λυρική γραφή του.


Ο ουρανός της αυγής

Ουρανέ,

φανέρωσέ μου τι κρύβεις πίσω από το γαλάζιο σου.

Άφησέ με να μάθω το αλφαβητάριό σου

τη μουσική, τους φθόγγους σου.

Άφησέ με να μάθω την αριθμητική σου

ώστε να υπολογίσω σε ώρα ανάγκης το δυσανάβατο ύψος σου.

Κάνε μας έστω μια νύξη. Υπάρχουν πανύψηλα δέντρα επάνω,

υπάρχει νερό, φως, ρεματιές, πουλιά ,υπάρχουν λουλούδια;

Κάτι πρέπει να ξέρουμε κι εμείς Άρχοντά μου, για σένα.

Τουλάχιστον να μάθουμε να διαβάζουμε

τον κάλυκα του άνθους ή το πράσινο φύλλο σου

ή την ηχώ σου σ ’αυτό το νέο σύμπαν.

Και ιδού η νεφέλη πέφτει αίφνης απάνω μου

με παίρνει από το χέρι, σε πάω μια βόλτα, μού λέει.

Ασύστολη, απεκδύεται το ένδυμά της

στέκει γυμνή απέναντι μου.

Ίσα που πρόλαβα και είδα το γυμνό της στήθος

χυμώδες και προκλητικό μες στον ζόφο της.

Όταν έρχεται η βροχή, μού φαίνεται δροσίζεται

το πυρωμένο χώμα. Αφρίζει, βγάνει μια ζέστα.

Δεν ξέρω αν έχω μέσα μου το χώμα αυτό

αλλά αναδύεται η μυρωδιά του

από τους πόρους του δέρματός μου.

Δεν ξέρω αν βρέχει μέσα μου

αλλά έχω μια μουσκεμένη καρδιά

στάζει βροχή, στάζουν βροχή τα μαλλιά μου.

Λίγο – λίγο σμικρύνομαι

κτυπάω το τζάμι σου όπως ένα βρεγμένο σπουργίτι.

Άνοιξέ μου ,σού λέω, άνοιξέ μου Ουρανέ

άναψε φωτιά, ζέστανέ μου ένα πουκάμισο ν’ αλλάξω

και ύστερα να καθίσουμε αντίκρυ στο τζάκι να μιλήσουμε

πρόσωπο με πρόσωπο. ΄Έχουμε πολλά να πούμε.

Ζωγράφισα έναν άγγελο, ζωγράφισα μια άσπρη μέρα

για σένα και για μένα, ναι για σένα και για μένα.

Να μιλήσουμε για την αγάπη, την ασύνορη

σαν δυο ασήμαντοι ήλιοι.

Κάνε πως μού κρατάς το χέρι

να κάνω κι εγώ πως σε πίστεψα.

Ύστερα βλέπω ν’ ανοίγουν τα βλέφαρά σου.

Θεέ μου τι εκμυστήρευση;

Είναι ως να ανοίγει ένα παράθυρο μες στη νύχτα

και κάτω να τρέχουν φοβισμένες δυο μαύρες γάτες

να τρέχουν να βυθιστούν στο άυλο πέπλο

στη σκοτεινιά, όπου μας χωράει όλους

σαν θέλουμε να κρύψουμε κάτι

όπως λόγου χάρη έναν κρυφό έρωτα.

Το ίδιο κάνουν και οι νυχτερίδες, τα γυμνά δέντρα.

Τα βράδια βλέπουν ατελείωτα όνειρα

αλλά μόλις ξημερώσει δε θυμούνται τίποτε.

Κι όμως απομένει μια ευφορία στα ηδυπαθή χείλη τους.

Οι νυχτερίδες αμίλητες και τα δέντρα θροϊζοντα.

Έτσι μιλάνε, αγκαλιά με τον άνεμο,

τρίβουν τα φύλλα τους που είναι σαν χέρια.

Λίγο ακόμα και θα τραγουδάνε τον υμέναιο

θα τρελαίνονται από έρωτα.

Λικνίζονται με τον αέρα

και το ένα δέντρο θωπεύει το άλλο, ως να αγκαλιάζονται.

Φιλιούνται, σμίγουν, συνουσιάζονται

αδιαφορώντας αν τα βλέπει ή δεν τα βλέπει κανείς.

Κι όταν φτάνουν σ ‘αυτή τη νομοτέλεια, ανυψώνουν το σώμα

αλληλοκοιτάζονται κατευθείαν στα μάτια

αντιπαραθέτουν μια μόνο λέξη «σ’ αγαπώ»

και ύστερα πέφτουν στη νοτισμένη γη. Τι ταξίδι κι αυτό;

Έρχεται από μακριά η Καλλιπάτειρα .

Στην ωλένη της κρέμεται το καλάθι της.

Πού ήσουνα, Αρχόντισσα, τη ρωτάμε;

Έξω, απαντάει, μάζευα λίγο ήλιο, λίγη θάλασσα, λίγο άνεμο,

φεύγοντας να τα πάρω επάνω.

Μ’ αυτά θα ζήσουμε πια.

Σου ‘χω κι εγώ, λευκώλενή μου, της λέω, λίγη νεφέλη.

Ψυχή μου, με φωνάζει, όλο « σ’ αγαπάω » είναι η εκφορά της.

Και ύστερα χάνεται πίσω από σκιερά άστρα, ωχρή σαν ασήμι.

Σου ‘χω ακόμα λίγο πόνο. Αναθάλλει τη ζωή αλλά και τον θάνατο.

Να σου πω κάτι ακόμη;

Από καιρό είμαι έγκλειστος σε μια καμαρούλα

και καθώς δεν αναπνέω καλά,

πλαταίνει αυτό το κελί, μεγεθύνεται,

πυκνώνει ακόμα πιο πολύ το πνεύμα μου,

ελεύθερος και άσπρος σαν περιστέρι.

Σαν έτοιμος κι εγώ από καιρό

μεταπλάθομαι σε περιστέρι

φτερουγώ άφθορος και διαυγής

ανάμεσα στους στρατιώτες της ειρήνης.

Αλλά, εξ οικείων τα βέλη.

Εσύ αυγή μου, με μουντζώνεις.

Και τότε ψηλαφώ τον ουρανό σου

ψηλαφώ ένα μαχαίρι μπηγμένο στην ψυχή μου.

Σ’ ακούω καρδιά μου, που ραγίζεις.

Πέφτουν τα φύλλα σου,

ακούω το γυαλί σου που θρυμματίζεται

και δεν έχω τη δύναμη να κλάψω

και στις ωχρές παλάμες μου,

ένδακρυς, κρατάω το υπέρυθρο πρόσωπό μου

που στάζει αίμα και πυρ.

 

 

Κύριε Ήλιε

Μα τι παράπονο έχεις ήλιε μου

γιατί δεν έρχεσαι από ‘δω;

Όχι, δε σού μιλώ, δεν έχω να σού γράψω

κανένα παράπονο, μονάχα το πεπρωμένο

με σπρώχνει κοντά σου. Δεν έχω τίποτε

να σού δώσω. Αντίθετα σού υποκλέπτω

κάπου- κάπου καμιά αχτίδα

και την κρεμάω στα μαλλιά των δέντρων

και στον λαιμό των κατατρεγμένων,

στα εκστατικά μάτια των ορφανών

και στα βρεγμένα φτερά των σπουργιτιών.

Όχι, δεν είμαι ονειροπόλος,

ένας μικρός αοιδός είμαι και χαμογελώ.

Από το στόμα μου φεύγουν ολόφεγγα πουλιά.

Άφησέ με να σε πάρω από το χέρι

να σε πάω στις φτωχογειτονιές της γης

να σε πάω στα ξυπόλητα παιδιά του κόσμου

να τους ζεστάνεις τον έρωτα

και θα σε πάω ακόμα στους νεκρούς μας

να τους στιλβώσεις τα άφωνα κυπαρίσσια.

Να σε πάω στον άπλετο κάμπο

σε μια ξεχασμένη πέτρα, που σε προσμένει

να καθίσεις στους ώμους της, όλη τη μέρα.

Όχι, δεν είμαι ποιητής κύριε ήλιε.

Είμαστε  δυο αντιμέτωποι γαλαξίες

εσύ ο μεγάλος κι εγώ ο μικρός.

Σού κάνω νόημα λοιπόν, να κάνεις έναν γύρο

να σε δούνε  οι καταφρονημένοι, μια Κυριακή,

προτού πέσει πάλι η νύχτα.

 

 

Παλινδρομώ

Στο τραπέζι μου

είναι ακόμα μια λάμπα πετρελαίου.

Γύρισα πάλι. Ανάβω τη λάμπα μου.

Τι μελιχρό που είναι το φως της,

ως να φωτίζει το πρώτο μου βιβλίο

τις σελίδες του, το αλφάβητό του,

την πρώτη αγάπη.

Γύρισα. Ανάβω τη λάμπα μου.

Αναβρύζει μικρούς ήλιους.

Βλέπω το χέρι μου να γράφει στον τοίχο,

στο τζάμι, ακόμα κι επάνω στο πάτωμα.

Γράφει ασύνδετες λέξεις

διαθλάται απρόσκλητη ποίηση,

αναθάλλουσα,

παλινδρομούσα

κάτω από το φως

μιας λάμπας πετρελαίου.

 

 

 


Ο Γιώργος Μαυρομάτης κατάγεται από την Αγία Βαρβάρα Λευκωσίας και διαμένει από το 1975 στη Λάρνακα.

Είναι απόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Υπηρέτησε στη Δημόσια Υπηρεσία (Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) Αφυπηρέτησε το 2007 από τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ευημερίας.

 

 

Εξέδωσε τις πιο κάτω ποιητικές συλλογές:

Ποιήματα        1977

Μνήμες           1987

Βήματα και ιαχές        1993

Το ανάθημά της         2000

Τα ρόδα του ανέμου   2006

Η πικρή πασχαλιά ή μια νέα Πολίχνη          2009

Όλβια διδόναι             2011

Το λυκαυγές                2015

Ο ήλιος στην επιφάνεια της θάλασσας         2019

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη