«Γιν και Γιανγκ», ένα διήγημα της Μαρίας Βέρρου για τη λογοτεχνική δράση «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Η Τατσούκο έλεγε ότι η μέλλουσα πεθερά της ή τουλάχιστον αυτή που πίστευε ότι μπορούσε να γίνει, ήταν αργόστροφη. Εγώ πάλι πίστευα ακριβώς το αντίθετο· για πολύ έξυπνη την έκανα, έτσι όπως αντιδρούσε απέναντί μου κάθε φορά που προσπαθούσα να αποφύγω κάποιες δουλειές του σπιτιού που με έβαζε να επαναλαμβάνω με μια επιμονή που καταντούσε σαδιστική.

Η υποχρέωση εκπλήρωσης ενός δανεισμού από τη μεριά του πατέρα μου, με είχε εξαναγκάσει να πέσω στη δούλεψή τηςˑ και για τόσο χρόνο όσο ο δανειστής θα έκρινε ότι θα καλυπτόταν το χρέος, στο οποίο μάλιστα προστέθηκαν και τα έξοδα του ταξιδιού από το Κιότο, όπου μέναμε, στο Τόκιο, αφού χρήματα δικά μας δεν είχαμε. Δεν ήξερα τι δουλειά θα κάνω, δεν είχα φύγει ποτέ έξω από το σπίτι μας και τη γειτονιά μας με τα στενά σοκάκια, τα γεμάτα υγρασία το χειμώνα. Η μετακίνηση θα γινόταν με τρένο και έπρεπε να φτάσουμε στο Τόκιο το συντομότερο δυνατό.

Όταν φτάσαμε στο κεντρικό σταθμό, αυτό που αντίκρισα πιότερο με τρόμαξε παρά με ενθουσίασε. Ένα τρένο που έμοιαζε με σφαίρα. Νόμιζα ότι θα μου τρυπούσε την καρδιά, την ήδη τρυπημένη, έτσι μυτερό και στρογγυλό που ήταν.

-Μαμά, πώς το λένε αυτό το τρένο; Ρώτησα.

-Σίνκανσεν και είναι το ταχύτερο τρένο που υπάρχει.

-Και γιατί τόση βιασύνη μαμά;

-Γιατί έτσι αποφάσισε ο πατέρας σου!

Έπνιξα τα δάκρυά μου στη φούστα της. Η μυρωδιά της με παρηγόρησε. Η απαλή κίνηση του τρένου και η ταχύτητα που έστελνε τις εικόνες τη μία δίπλα στην άλλη τόσο γρήγορα που έχανες της συνοχή τους, με κοίμισαν. Είδα στον ύπνο μου ότι όλα ήταν αλλιώς. Στο μοναδικό τραπέζι που είχαμε στο σπίτι, βρήκα ένα φάκελο και μέσα ένα διπλωμένο χαρτί. Διάβασα:

Σπασμένα φτερά,

οι λάσπες στην αυλή μου

άχθος τα χρέη.

Το αίμα της καρδιάς μου

εξιλέωσης βωμός.

-Φτάσαμε, μικρή μου.

Η φωνή της μάνας μου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν σταμάτησα να κλαίω όλη εκείνη τη μέρα και όλη τη νύχτα. Το όνειρο είχε χαθεί. Το είχε καταπιεί η ταχύτητα του τρένου-σφαίρα.

Οι δουλειές που μου είχε φορτώσει, από τότε που βρέθηκα στο σπίτι της, ήταν οι πιο δύσκολες, οι πιο βαριές. Και μολονότι τις τελείωνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και όσο πιο γρήγορα μπορούσα, εκείνη, μόλις με έβλεπε να ξεκουράζομαι κάπως, άρχιζε να ψάχνει τις γωνίες, να μυρίζει τα πιάτα σαν λαγωνικό, να κοιτάζει πίσω από τα έπιπλα, δεν άφηνε να της ξεφύγει τίποτα. Έτσι κι εγώ όταν τελείωνα, με το αγαπημένο μου βιβλίο πάντα στην τσέπη της ποδιάς μου -αλίμονό μου αν με έπαιρνε είδηση, γιατί θα μου το είχε πάρει με τον πιο βίαιο τρόπο και θα το είχε κάψει στο ξυλόφουρνο μαζί με μένα- δεν έβγαινα στον κήπο για να μη με δει, αλλά καθόμουν στην κουζίνα, πίσω από την πόρτα, όπου είχε μία ήσυχη γωνιά κάτι σαν αλκόβα. Εκεί βρισκόμουν όταν άκουσα την Τατσούκο να της εκμυστηρεύεται την επιθυμία της να παντρευτεί αυτόν με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, δηλαδή τον γιο της τον Ίτσιρο και όχι αυτόν που την πίεζε η μάνα της να πάρει.

Απ’ ότι φαίνεται όμως δεν ήμουν η μόνη που άκουσε τη συζήτηση. Αυτό το κατάλαβα όταν την άλλη μέρα βρήκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας έναν σημείωμα που απευθυνόταν στην Τατσούκο και μη βιαστείτε να με κατηγορήσετε αλλά την αγαπούσα πολύ την Τατσούκο, μία λεπτή και εύθραυστη γυναίκα με σπάνια ευγένεια και ζηλευτά προτερήματα. Είχα την πεποίθηση ότι του έπεφτε πολύ του Ίτσικο, που δεν του είχα και μεγάλη εκτίμηση όταν μια μέρα τον είδα να της μιλάει απότομα και με απρέπεια. Απορούσα γιατί τον είχε ερωτευτεί. Άνοιξα λοιπόν το διπλωμένο χαρτί -ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το είχε ανοίξει- και διάβασα κάτι μέσα που με έκανε να λυθώ πάνω στα πόδια μου. Ευτυχώς που κάθισα και δεν σωριάστηκα στο κρύο πάτωμα. Κανείς δεν θα ερχόταν να με βοηθήσει να σηκωθώ. Κι όπως έκανε κρύο, μπορεί και να αρρώσταινα και τότε η σκληρή γυναίκα που βρισκόμουν στην δούλεψή της θα με έδιωχνε και τότε τα πράγματα θα ήσαν πολύ δύσκολα για μένα και την οικογένειά μου. Ο Ϊτσικο, λοιπόν, παρότρυνε την Τατσούκο να παντρευτεί αυτόν που την πίεζαν να πάρει, με μία υποσημείωση ωστόσο ότι θα ήθελε ένα παιδί μαζί της!

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! «Τι απαίσιος εγωιστής άντρας είναι αυτός!» σκέφτηκα. «Να παροτρύνει μία γυναίκα εκτός από τον σύζυγο να έχει και εραστή!»

Για μερικά δευτερόλεπτα ο νους μου έτρεξε πίσω στο παρελθόν. Θυμήθηκα τη γνωριμία μου με τον Τ… σ’ εκείνο το πάρτι γενεθλίων. Ήταν ψηλός και μου είχε φανεί τόσο όμορφος. Μου είχε ζητήσει  να χορέψουμε με μία βαθειά υπόκλιση, που πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε σχέση, με μόνη όμως γενναιόδωρη εμένα, γιατί εκείνος δεν έβλεπε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο· και μέχρι να το καταλάβω είχε περάσει από τη σχέση μας σε δύο-τρεις άλλες, με την ίδια ταχύτητα που έτρεχαν τα shinkansen, όπου οι εικόνες ανακατεύονται όπως τα χρώματα στους πίνακες του Μονέ.

Πετάχτηκα με τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα! Έδιωξα το βιβλίο που βρισκόταν βολεμένο πάνω στο στήθος μου σαν φιλάρεσκη γάτα, όταν πρόσεξα ότι μία σελίδα γλίστρησε από μέσα του, αιωρήθηκε για λίγο σαν φτερό και έπεσε αθόρυβα στο χαλάκι, δίπλα στο κρεβάτι μου. Διάβασα:

Ασπίδα στέκεις

στου θανάτου τα βέλη

γιαίνεις τις πληγές.

Έρωτα, δώρισέ μου

ένα παιδί στα σπλάχνα.

Μήπως είχα παρεξηγήσει τις προθέσεις του Ίτσιρο;

 


[Πηγή έμπνευσης αυτού του κειμένου είναι οι “Ιστορίες της παλάμης”, του Γιασουνάρι Καουμπάτα (εκδ. Πατάκης)]


Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση εδώ: «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Αγλαΐα Κεφαλά
    14 Νοεμβρίου 2020 at 13:08

    Χαίρομαι που συνεχίζεται η πλούσια πνευματική μας κληρονομιά επάξια! Συγχαρητήρια!!!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη