«Γιατί είσαι η Αγάπη…», ένα διήγημα της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Πάντοτε προσπαθούσε να κρατάει αυτή την παιδική χαρά μέσα της. Στο γραφείο της πάντοτε υπήρχαν παιδικά βιβλία. Η Πολυάννα, το χαριτωμένο και αισιόδοξο κοριτσάκι της Έλενορ Πόρτερ, τα παιδικά παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ο Όλιβερ Τουίστ του Καρόλου Ντίκενς.

Προσπαθούσε να κρατήσει αναμμένη εκείνη τη φλόγα του μικρού και ανέμελου παιδιού, μέσα στο στήθος της δε χτυπούσε μόνο μία ενήλικη καρδιά. Χτυπούσαν οι παλμοί του μικρού κοριτσιού που ίδρωνε επειδή έτρεχε στην παιδική χαρά και έπαιζε κρυφτό με τα υπόλοιπα συνομήλικα κοριτσάκια.

«Φτου και βγαίνω!» φώναζε και έψαχνε να τις βρει, αναζητώντας τες στα πιο απίθανα μέρη.

Έβλεπε τις φίλες της και παρατηρούσε τους γονείς τους. Τους έβλεπε αγαπημένους και πίστευε πως τα παιδιά είναι πάντοτε αποτέλεσμα μεγάλων ερώτων, όπως αυτών που διάβαζε στις νουβέλες. Πίστευε ότι και εκείνη ήταν ένα παιδί που δημιουργήθηκε σε μία στιγμή ενός παθιασμένου έρωτα, ένα ωάριο που γονιμοποιήθηκε επάνω σε μία στιγμή ερωτικής έκρηξης.

Όταν έμαθε πως εκείνη δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου παθιασμένου έρωτα αλλά μίας βίαιης και εξαναγκαστικής ερωτικής πράξης, κάτι έσπασε μέσα της. Ήθελε να είναι το αποτέλεσμα μίας σχέσης αληθινής, όχι το αποτέλεσμα ενός εγκλήματος επάνω στο σώμα και την ψυχή του άλλου.

Ήταν ένα παιδί βιασμού. Αυτή η φράση στριφογύριζε στο μυαλό της. Τώρα που ακούει συνεχώς για το πόσο επώδυνο είναι κάτι τέτοιο στην ψυχή και το σώμα αυτού που το βιώνει, τώρα περισσότερο υποφέρει, επειδή αισθάνεται πως η μητέρα της πρέπει να υπέφερε ακόμη περισσότερο σε εκείνη την κλειστή εποχή. Τώρα αισθάνεται και η ίδια ντροπή, είναι μία βίαιη εκσπερμάτιση που δεν περιείχε κανένα συναίσθημα, καμία αγάπη. Μόνο μίσος και διάθεση επιβολής στο κορμί της μητέρας που την κυοφόρησε.

Έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και έπεσαν τα μάτια της μία φορά σε ένα απόκομμα εφημερίδας που αναφερόταν σε έναν άγριο βιασμό, ο οποίος συγκλόνισε την κοινωνία τής τότε εποχής. Βρισκόταν μέσα στο συρτάρι της μητέρας της, το οποία άνοιξε μία φορά, στην προσπάθειά της να βρει ένα χαρτί για σημειώσεις. Η μητέρα της το είχε καταχωνιάσει εκεί, χωρίς ποτέ να καταφέρει να αντιληφθεί το γιατί ήθελε να έχει κάτι που να της θυμίζει αυτό που βίωσε και τη σημάδεψε. Μπορεί να το κράτησε επειδή αναγραφόταν η σύλληψη του δράστη, χίλια δύο μπορεί…

Δεν μπορούσε να αντιληφθεί γιατί η μητέρα της είχε κρυμμένη μία κομμένη σελίδα μίας παλιάς εφημερίδας, η οποία είχε κιτρινίσει από τη φθορά του χρόνου. Γιατί η μητέρα της να ενδιαφερθεί να κρατάει μία τέτοια σελίδα; Άρχισε να υποψιάζεται, παίρνοντας την απόφαση να την κοιτάξει στα μάτια και να τη ρωτήσει ευθέως.

Η μητέρα της, που δεν ήθελε να το μάθει ποτέ, βρέθηκε προ εκπλήξεως. Αναγκάστηκε να αφήσει τις υπεκφυγές και να της εκμυστηρευτεί πως βιάστηκε όταν ήταν δεκαοκτώ ετών. Έμεινε έγκυος, αλλά η κλειστή κοινωνία της εποχής και η βαθιά θρησκευόμενη οικογένειά της, δεν καταδέχτηκαν να συζητήσουν ποτέ την επιλογή της έκτρωσης. Σε εκείνη την εποχή, η γυναίκα όταν έπεφτε θύμα βιασμού, θεωρούταν πόρνη και συνένοχη. Η ίδια μεγάλωσε όλα αυτά τα χρόνια με το να κατηγορεί τον εαυτό της, θεωρώντας πως με κάποιο τρόπο «προκάλεσε» και της άξιζε αυτό που έπαθε. Στη συνέχεια όμως, αγάπησε το παιδί που της έφερε η ζωή, έστω και με αυτό τον τόσο σκληρό τρόπο. Αποφάσισε να το μεγαλώσει και να του δώσει την αγάπη μίας ζωής ως εκδίκηση για εκείνα τα λίγα λεπτά απόλυτης βίας που είχε υποστεί.

Πώς να αντέξει πως η μητέρα της δε βίωσε μόνο την αγωνία του τοκετού για να τη φέρει στον κόσμο, αλλά την κουβαλούσε μέσα της τη στιγμή που ήταν το αποτέλεσμα μίας πράξης στυγνής βίας;

Η μητέρα της τη βρήκε μία ημέρα να κάθεται αμίλητη στο δωμάτιό της. Είχε παρατηρήσει την αλλαγή της, από τότε που έμαθε την αλήθεια, και αποφάσισε να της μιλήσει.

«Κόρη μου» ξεκίνησε «ήθελα εδώ και καιρό να βρω το κουράγιο να σου μιλήσω. Το ξέρω, αισθάνεσαι πως ήσουν ένα ασήκωτο βάρος για εμένα, αισθάνεσαι ενοχές ακόμα και αν δε φταις, επειδή είσαι το αποτέλεσμα μίας βίαιης ενέργειας επάνω στο σώμα και την ψυχή μου. Δεν ήθελα να το μάθεις ποτέ, ήθελα να είσαι πάντοτε ένα χαμογελαστό και ευτυχισμένο παιδί. Αλλά, μωρό μου, πίστεψέ το πώς εσύ δε φταις. Πίστεψέ το πως εσύ, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, είσαι ένα δώρο για εμένα. Είσαι το ομορφότερο, εξυπνότερο και πιο γλυκό κορίτσι που υπάρχει, είσαι το ωραιότερο δώρο που μου έδωσε η ζωή. Δε θα σε άλλαζα! Μισώ όποιον έβλαψε το σώμα και την ψυχή μου. Όχι εσένα, το γλυκό μου κορίτσι!

Πίστεψέ με, αν ήθελα δε θα σε κρατούσα. Όσο πουριτανική και αν ήταν η κοινωνία που μεγάλωσα, αν αποφάσιζα να απαλλαγώ από εσένα, δε θα άκουγα τίποτα και κανέναν. Σε αγάπησα όμως, από το πρώτο λεπτό. Και αν δημιουργήθηκες σε μία στιγμή μίσους, αυτό δε σε εμπόδισε από το να γίνεις ένα πλάσμα γεμάτο αγάπη. Και ήθελα να σε αγαπήσω, δεν έφταιγες εσύ σε τίποτα. Και αν πιστεύεις πως είσαι ένα μέρος του πόνου μου, για εμένα είσαι η Αγάπη μου όλη. Γιατί είσαι η Αγάπη!»

Τα λόγια σα σαϊτιά στην καρδιά της κόρης. Κοίταξαν η μία την άλλη με αυτό το βλέμμα το οποίο δε λέει τίποτα και ταυτόχρονα λέει τα πάντα. Δάκρυσαν και οι δύο και αγκαλιάστηκαν σφιχτά…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη