«Γιάννης Ξανθούλης», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Γιάννης Ξανθούλης / Βιογραφικό

Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπούδασε δημοσιογραφία και σχέδιο, και εργάστηκε  ως δημοσιογράφος  σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο. Έγραψε πάνω από τριάντα έργα για το θέατρο ενώ ασχολήθηκε και με το παιδικό. Το 1981 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο μεγάλος θανατικός, και ακολούθησαν: Οικογένεια μπες-βγες (1982), Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα (1984), Ο Σόουμαν δε θα ‘ρθει απόψε (1985), Το πεθαμένο λικέρ (1987), Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας (1989), Το ροζ που δεν ξέχασα (1991), Η εποχή των καφέδων (1992), Η Δευτέρα των αθώων (1994), Το τρένο με τις φράουλες (1996), Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες (1998), Ο Τούρκος στον κήπο (2001), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2003), Ο θείος Τάκης (2005), Του φιδιού το γάλα (2007), Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων (2008) , Η εκδίκηση της Σιλάνας (2009), Δεσποινίς Πελαγία  (2010), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2011), Ο θείος Τάκης, (2011), Ο γιος του δάσκαλου (2012),  Την Κυριακή έχουμε γάμο (2015) και  Εγώ ο Σίμος Σιμεών (2017).

 Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Αναλύοντας τον Ξανθούλη

 

Ο Γιάννης Ξανθούλης αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα. Έχει μια αξιοθαύμαστη συνέπεια από τη δεκαετία του 80 που ξεκίνησε να μας κακομαθαίνει με τα μυθιστορήματά του διατηρώντας και βελτιώνοντας το μοναδικό  στυλ αφήγησης του. Σαρκαστικός, πολλές φορές ειρωνικός δεν φημίζεται για την πλοκή των έργων του αλλά για την αυθαίρετη ίσως και άναρχη δόμηση των γραπτών του που μάλιστα κάποιοι θα πουν ότι δεν ολοκληρώνονται. Δεν τον ενδιαφέρει να φτάσει μέχρι το τέλος τις ιστορίες του. Ανακουφισμένος πως διηγήθηκε επαρκώς αυτά που έπρεπε να πει, ίσως και σαν τρικ πλέον, μετά από τόσα βιβλία που τον διάβασα, χαλαρώνει σχεδόν πάντα στις τελευταίες σελίδες αντίθετα με τους περισσότερους συγγραφείς που κορυφώνουν την πλοκή τους και ξεκαθαρίζουν τα όποια θέματα με τους ήρωές τους. Παραστατικός με εικόνες, γλαφυρός στις  περιγραφές του, μπερδεύει πολλές φορές την πραγματικότητα με τη φαντασία και το όνειρο. Χαρακτηριστικά των βιβλίων του το πικρό χιούμορ οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις. Αναδύει μυρωδιές από φαγητά, μπαχάρια, αφροδισιακά ποτά, νοτισμένα υπόγεια, σεξουαλικά υγρά. Μυρίζεις τα βιβλία του, μπαίνεις δίπλα στους ήρωες, σε τρυπάει η υγρασία, σε αναστατώνουν οι ερωτικές του περιγραφές, αισθάνεσαι το μαύρο χρώμα παντού. Μια ελαφριά έως βαριά μελαγχολία υπάρχει στα έργα του, τα οποία ως επί το πλείστον έχουν αναφορές στην αγαπημένη του δεκαετία, αυτή του 50. Η Αθήνα, οι γειτονιές της όπως λόγου χάρη η Κυψέλη, τα στενά, οι δρόμοι, τα ανοιχτά παράθυρα και πόρτες που αποκλείουν την ιδιωτικότητα, μυστήριοι κήποι και δωμάτια είναι συνήθως στην ατζέντα του. Κατακρίνει την εξέλιξη της πόλης σε αντιαισθητική και απρόσωπη τσιμεντούπολη, την θεωρεί πλέον αναιδή και άσχημη αλλά συνεχίζει να ζει γιατί την αγαπά ακόμα όπως έχει δηλώσει. Έχει και επαρχία στα γραπτά του και πολλά ταξίδια με το αγαπημένο του μέσο το τρένο. Ανομολόγητα πάθη, ερωτικά παράδοξα, κουτσουρεμένα όνειρα, ψυχολογικά αδιέξοδα από ήρωες που παρακολουθούμε από παιδιά να διαγράφουν μυστήριες τροχιές όχι σε αρμονία με το περιβάλλον τους. Μοναχικοί, ηττημένοι, με αναπηρίες σωματικές ή ψυχικές, άλλοι παραιτούνται άλλοι αγωνίζονται, όλοι όμως χτισμένοι έτσι ώστε να τους καταλάβεις, να τους ερμηνεύσεις. Να μην τους λυπηθείς και τους παρατήσεις.

Ο Ξανθούλης δίνει μεγάλη  ένταση στο κείμενό του στην αρχή, με ευρηματική ροή και παραστατικότητα, με μυρωδιές και ήχους, με μυστηριακή και μεταφυσική ατμόσφαιρα. Όταν μας τοποθετεί στο ιδιόμορφο μικροκλίμα του, και έχουμε πλησιάσει πολύ κοντά στους περίεργους πρωταγωνιστές του, βάζει την διήγησή του στο ρελαντί, εμπιστεύεται τον αυτόματο πιλότο του, δείγμα κόπωσης ή της περίτεχνης στάμπας που θέλει να σφραγίσει τα έργα του. Στα τελευταία του έργα όμως ( Την Κυριακή έχουμε γάμο και Εγώ ο Σίμος Σιμεών) σαν πονηρή αλεπού μας εκπλήσσει όλους  όσοι νομίζαμε ότι θα διαβάσουμε τον παλιό αναμενόμενο Ξανθούλη. Καταθέτει  ολίγον από αυτόν, αφήνει την τεμπέλικη γραφή του δεύτερου μισού και εξαπολύει πρωτόγνωρη λογοτεχνική επίθεση με ανατροπές, κορυφώσεις και λυτρωτικά φινάλε που καθηλώνουν. Κάνει λοιπόν κάτι μοναδικό κατά τη γνώμη μου. Δημιουργεί νέες βάσεις και ανατροπές στο σύνολο του έργου του γνωρίζοντας καλά πως σαν καταξιωμένος λογοτέχνης θα κριθεί στο τέλος όποτε και αν είναι αυτό σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συγγραφέων που οργανώνονται σε πιο κοντόφθαλμες και μικρού ορίζοντα λογικές.

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

 

Επηρεασμένος και γοητευμένος  σφόδρα από τον Ξανθούλη, -έχοντας διαβάσει όλα τα βιβλία του- ξεχωρίζω τα παρακάτω:

ΤΟ ΠΕΘΑΜΕΝΟ ΛΙΚΕΡ 

Σε ένα σπίτι στην Κυψέλη του 50, πρώην  ποτοποιείο, δύο δίδυμα αγόρια με τη μεγαλύτερη αδερφή τους τη Ραλλού ζουν με τη χήρα μητέρα τους, τις θείες τους και κάποια φαντάσματα.

Στο υπόγειο του σπιτιού  θα αρχίσει ένα περίεργο παιχνίδι μεταξύ των παιδιών που θα τα σημαδέψει. Εκεί  με «το πεθαμένο λικέρ», που ο θρύλος το ήθελε με αφροδισιακές ιδιότητες, θα αναπτυχθούν απαγορευμένα ερωτικά παιχνίδια μεταξύ τους και  θα τελεστεί ένας μυστικός γάμος σημείο αναφοράς στις ζωές τους.

Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΤΟΝ ΚΗΠΟ 

Δύο λαοί, δύο πολιτισμοί συναντώνται σε αυτό το μυθιστόρημα. Ο εντεκάχρονος Ηλίας είναι ο γιος ενός κηπουρού, που φροντίζει τον κήπο ενός  παλιού αρχοντικού. Εκεί κατοικεί μια ηλικιωμένη και παράξενη χήρα, η Μερόπη-Ιουστίνη, πρώην πριγκίπισσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αλλαξοπίστησε και βαφτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη, μετά το θάνατο τού αγαπημένου της (και ερωτικά) αδελφού της Τουρχάν μπέη. Ο Ηλίας  αρχίζει να έχει αλλόκοτη συμπεριφορά βλέποντας ανθρώπους και πράγματα που κανείς άλλος δεν βλέπει και μιλώντας ξαφνικά άπταιστα τούρκικα. Ταυτόχρονα ο Τούρκος στον κήπο ξεκληρίζει οικογένειες. Πραγματικότητα και ψυχεδέλεια συνυπάρχουν σε ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται είτε στον κήπο του αρχοντικού το 1958 ανάμεσα σε αιματοβαμμένες ντομάτες, είτε σαράντα χρόνια αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, που τόσο εμμονικά αγαπά ο συγγραφέας.


Ο ΘΕΙΟΣ ΤΑΚΗΣ
 

Στη δεκαετία του 1950  μια οικογένεια με βαρύ όνομα εμπλέκεται σε ένα μεγάλο  σκάνδαλο. Ο καθηγητής πατέρας κατηγορείται για παιδεραστία. Η μητέρα είναι κατάκοιτη, τα τρία παιδιά στον κόσμο τους και η θεία -”της Κολάσεως”- Κατίγκω που θέλει να δώσει λύση  με τη μορφή μακαρονάδας με ποντικοφάρμακο.

Καλά κρυμμένα πάθη και μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια, ο γιός (Θείος Τάκης) φεύγει εθελοντής στον πόλεμο της Κορέας αλλά συνεχίζει να προστατεύει την οικογένεια ακόμα και μετά το θάνατό του…

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ 

Μπορεί μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα να φέρει τα πάνω-κάτω και να αποκαλύψει ένα μυστικό σαράντα ετών;

Ο  Νικόδημος επιστρέφει στο χωριό του, το Τριφύλλι, σαράντα χρόνια μετά την αυτοκτονία του αδερφού του.  Θυμάται τον  πατέρα του, ένα  σκληρό και απότομο άνθρωπο που τους είχε σχεδόν ευνουχίσει.  Ο Νικόδημος ανακαλύπτει ένα βιβλίο όπου η ιστορία του είναι όλη η ζωή του αδερφού του και έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις που ποτέ δεν είχε φανταστεί..

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΧΟΥΜΕ ΓΑΜΟ 

Ο ηλικιωμένος Ιορδάνης Λεοντίου  ετοιμάζεται να παραστεί σε ένα γάμο στην Αλεξανδρούπολη. Ένας γάμος παραδοσιακός που κρύβει πολλά μυστικά όμως. Παίρνει το τρένο από Αθήνα και εκεί αρχίζει ένα ταξίδι στο χρόνο σε διάφορες εποχές. Σκέφτεται έρωτες, πάθη και γεγονότα που τον σημάδεψαν. Συνταξιδιώτες του μια γυναίκα με μαύρα με το παιδί της που πενθούν έναν άνδρα που χάθηκε στον πόλεμο. Το παρόν και το μέλλον μπλέκονται για ένα γάμο τελικά που έχει γίνει το 1952 και ο Ιορδάνης, που πάσχει από άνοια,  έχει παραστεί. Το πιο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ξανθούλη, με ένα φινάλε αριστοτεχνικό που τερματίζει σε ένα εγκαταλελειμμένο τρένο στο Ρουφ. Ένας γάμος που πρέπει όλοι να πάνε, να λάβουν και όχι να δώσουν δώρα, που θα είναι λυτρωτικός και ας έχει και λύπη εκτός από χαρά. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Όλες οι λύπες αντέχονται αν τις βάλεις σε μια ιστορία».

Συγγραφικό ισοζύγιο 

Ο Ξανθούλης ενώ έχει επηρεάσει πλήθος νεότερων συγγραφέων εντούτοις κανείς δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να τον αντιγράψει. Περίεργος και μυστήριος στη γραφή του, νομίζω πως τεχνηέντως και με σύστημα κατάφερε να δέσει όλα του τα έργα με τέτοια χαρακτηριστικά που να γοητεύουν αλλά ταυτόχρονα να μην υιοθετούνται από άλλους. Διαβάζεται κατά κόρον αλλά αυτή του η αναρχία τον καθιστά μοναχικό καβαλάρη στο ιδιόμορφο μυθιστόρημα στην Ελλάδα και μάλιστα για τόσες δεκαετίες. Μπερδεύει, μπουρδουκλώνει (αν μου επιτρέπεται ο όρος) με μαεστρία στα βιβλία του το τραγικό με το κωμικό όπως κανείς άλλος.

Προκαλεί πολλές φορές με τη γλώσσα του (στο «Του φιδιού το γάλα» ένας αξιωματούχος κληρικός μιλά για κοπρολαγνία) ή με τη θεματολογία του που περιλαμβάνει παιδεραστία, οιδιπόδεια συμπλέγματα, αιμομιξίες και αταίριαστα ερωτικά τρίγωνα.

Δεν του αρέσει η πραγματικότητα, γι’ αυτό και στα έργα του την «αλατίζει», την κακοποιεί (ή την ωραιοποιεί), την αλλάζει όπως θεωρεί αυτός. Επιλέγει ήρωες παιδιά ή μεσήλικες και ηλικιωμένους. Απουσιάζει η εφηβεία. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει «όταν μπήκα στην εφηβεία, κατάλαβα ότι δεν μου ταίριαζε. Ήταν πάρα πολύ σκληρή για μένα. Οπότε είχα ανάγκη να εφεύρω μια άλλη κατάσταση». Δεν είναι τυχαίο που στο «Πεθαμένο Λικέρ» το σπίτι που διαδραματίζεται η πλοκή δίδεται ως αντιπαροχή και γκρεμίζεται και μαζί η παιδική ηλικία και ό,τι παράξενο έγινε μεταξύ των παιδιών πριν μπουν στην εφηβεία.

Είναι μοναχικός και σαν τύπος. Παρά το γεγονός πως τα βιβλία του είναι όλα best sellers  δεν έχει καλές δημόσιες σχέσεις. Αξιοπερίεργο το γεγονός πως  βραβεύτηκε για πρώτη φορά, για το μυθιστόρημά του Την Κυριακή έχουμε Γάμο, στη μεγάλη κατηγορία της ελληνικής λογοτεχνίας των Βραβείων Βιβλίου Public.

Θετικότατο πρόσημο στο ισοζύγιο ενός συγγραφέα που θαυμάζω για αυτά που γράφει, υπονοεί και αναπτύσσει στα κείμενά του. Θεωρώ πως είναι ο μόνος Έλληνας συγγραφέας που μπορεί να σταθεί ισότιμα  δίπλα στον Τσίρκα, τον Ταχτσή και τον Κουμανταρέα.

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

 

  • Ίσως να ήταν τραγικό το γεγονός ότι αντιμετωπίσαμε την παιδική ηλικία σαν βαρύτατη ασθένεια ενηλίκων, αλλά δεν μας ένοιαζε τίποτα, τις λίγες φορές που νιώθαμε ευτυχισμένοι.
  • Με τους φίλους μου έχω καθιερώσει ένα πόιντ σύστεμ. Μετά από ένα άθροισμα αρνητικών πόντων, τους κόβω.
  • Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Για να τους κάνω να γελάνε δηλαδή – ήθελα να τους κάνω να γελάνε και να περνάνε ωραία. Θέλω οι άλλοι να γελάνε και πάντα εκεί θα διαφωνώ με τους επαΐοντες που θέλουν όλα να είναι και βλοσυρά και βαριά.
  • Και λέω «Α, οι ήρωες των βιβλίων μου τελικά υπάρχουν» και αυτό είναι ανατριχιαστικό γιατί εγώ δεν θέλω να υπάρχουν, γιατί κάνω τους ήρωες μου συχνά να περνάνε άσχημα και φοβάμαι μη μ’ εκδικηθούν και τρέμω.
  • Ήξερα ότι δεν ήμουν τέλειος ή σχεδόν τέλειος ή τίποτα απ’ αυτό που μια μικροαστική οικογένεια ονειρεύεται για τον μοναχογιό της. Υπήρξα εξόχως δραματική περίπτωση που σώθηκε μέσω αυτοσαρκασμού και φαντασίας.
  • Φαίνεται να παραλογίζομαι, αλλά μια ζωή λεπτολογούσα πάνω στην «αίσθηση του πράγματος» κι αν έχω ξεχάσει πολλά -που θα ξέχασα- θυμάμαι την αγάπη. Αυτό το θυμάμαι…

[Πηγή φωτογραφίας Γιάννη Ξανθούλη: www.tovima.gr ]

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    3 Ιανουαρίου 2019 at 19:51

    Αν και δεν ανήκει στους προτιμώμενούς μου συγγραφείς θεωρώ την κριτική/ανάλυση ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, ενημερωτική και, όπως πάντα, εμπεριστατωμένη και διεισδυτική!
    Τόλη Αναγνωστόπουλε συγχαρητήρια, εξαιρετικός όπως πάντα!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη