«Γειά σου χαρά σου Βενετιά», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

«…Συμπληγάδες πέτρες στην ελληνική μυθολογία ονομάζονταν δύο πολύ μεγάλοι βράχοι, που ενώνονταν και αποχωρίζονταν συνεχώς, έτσι ώστε να είναι αδύνατο το ασφαλές πέρασμα ενός πλοίου. Το πρώτο πλοίο που κατάφερε τον ασφαλή διάπλου ήταν το πλοίο Αργώ με τους Αργοναύτες. Ο Φινέας συμβούλευσε να αφήσουν πρώτα ένα περιστέρι να περάσει ανάμεσα. Οι βράχοι έκλεισαν πίσω από το περιστέρι, που έχασε μόνο κάποια φτερά της ουράς του, και όταν ξανάνοιξαν, η Αργώ πέρασε με τους Αργοναύτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη. Από τότε, οι δύο βράχοι ακινητοποιήθηκαν. Δε σας τα έχουνε μάθει, μωρέ, αυτά στο σχολείο;» ρώτησε ο Κωσταντής τα εγγόνια του καθώς τον παρακολουθούσαν  με τα μάτια διάπλατα απ’ το θαυμασμό που έτρεφαν για κείνον και τις περιπέτειές του.

«Ναι παππού… τα ξέρουμε. Εσύ όμως τα λες πιο ωραία. Εσύ έχεις πάει κιόλας εκεί…», του απάντησε ο μικρός μες στον ενθουσιασμό του που τον άκουγε να τους αφηγείται με τόσο γλαφυρό τρόπο τις θαλασσινές ιστορίες του.

«Λοιπόν, που λέτε, αυτό το γεγονός αποκάλυψε τη μεγάλη ένταση του ανέμου που παρατηρείται και σήμερα στους στενούς διαύλους και που οι ναυτικοί λένε ότι, ‘’ο άνεμος στα μπουγάζια σουρώνει και θέλει προσοχή από παρατιμονιές’’.  Αργότερα οι Αργοναύτες έφτασαν στο ακρωτήριο,  που βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Περσεμπέ. Εκεί οι αρχαίοι θαλασσοπόροι έκαναν θυσίες στους θεούς για να τους ευχαριστήσουν κι έχτισαν ναό προς τιμή του Δία και του Ιάσωνα, ο οποίος προστάτευε τους ναυτικούς από τα ύπουλα νερά του Εύξεινου Πόντου. Στα χριστιανικά χρόνια, στο ίδιο σημείο ανεγέρθηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου, που είναι ο προστάτης των ναυτικών. Το ξέρετε αυτό έτσι; Θα σας το ’χει πει η γιαγιά σας, δεν μπορεί… Η εκκλησία του χτίστηκε δίπλα σε έναν φάρο κι έχει θέα τα νερά του Ευξείνου. Σήμερα ο Άγιος Νικόλαος είναι από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα της Σαμψούντας.

»O Bόσπορος παραμένει στρατηγικά σημαντικός. Αποτελεί βασικό θαλάσσιο δρόμο προς τη Ρωσία και την Ουκρανία. Τα τελευταία χρόνια τα Τουρκικά στενά έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για την πετρελαιοβιομηχανία. Το Ρωσικό πετρέλαιο, από λιμάνια όπως το Νοβοροσίσκ, εξάγεται από πετρελαιοφόρα στη Δυτική Ευρώπη και την  Αμερική, μέσω των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Ο Βόσπορος είναι ονομαστός για την ομορφιά του. Υπάρχουν μεγαλόπρεπα κάστρα και παλάτια κτισμένα πανω και μέσα στη θάλασσα! Θα κανονίσουμε να σας πάω μια φορά εκεί. Αξίζει να τα δείτε από κοντά!»

«Ναι παππού, μαζί να πάμε… Να μας τα δείξεις όλα!» ξαναπετάχτηκε ο μικρός να επικροτήσει με χαρά την πρότασή του.

«Οι παλιοί ναυτικοί όταν ήμουν παιδαρέλι, μας λέγανε πως στη Μαύρη θάλασσα ξεπηδούσαν απ’ τα νερά μαύρες γοργόνες και πως είχαν μάλιστα και μαύρη καρδιά.Τραβούσανε, λέγανε, τους ναύτες κάτω στο βυθό για να παίξουνε μαζί τους. Η Μαύρη θάλασσα και στο χρώμα και στο όνομα είναι πολύ επικίνδυνη κι όσοι ναυάγησαν εκεί δεν ξαναβρέθηκαν, γιατι λέγανε πως οι Νηρηίδες τους πήραν κοντά τους στα απύθμενα σκοτεινά βάθη που ζούσαν για να τους έχουν συντροφιά…»

«Ποιο ήταν το πρώτο σου ταξίδι; Το θυμάσαι;» τον ρώτησε ο μεγάλος, ο Κωνσταντίνος, που πήρε και το όνομά του.

«Ποτέ δεν ξεχνάει ένας ναυτικός το πρώτο του ταξίδι, να το ξέρετε αυτό. Εγώ ξεκίνησα με ένα κρουαζιερόπλοιο που πήγαινε στο Κουσάντασι. Τον χειμώνα πηγαίναμε στην Καραϊβική. Τα νησιά εκεί ήταν όλα πανέμορφα, λόγω του τροπικού κλίματος. Ο χρόνος ποτέ δεν ήταν αρκετός για να χορτάσει κανένας τις χάρες αυτών των εξωτικών νησιών, μιας και τα κρουαζιερόπλοια δεν έμεναν πολύ σε έναν προορισμό».

«Κινδυνέψατε ποτέ στα ταξίδια σας, παππού;» πετάχτηκε ξανά ο μικρός, προσμένοντας με αγωνία την απάντησή του.

«Πολλές φορές… Μια φορά θυμάμαι, συναντήσαμε τυφώνα στο νότιο τμήμα του Ειρηνικού Ωκεανού και ταξιδεύαμε μέσα στην καταιγίδα επί ένα ολόκληρο μήνα. Τα κύματα ήταν πάνω από δέκα μέτρα! Σκέπαζαν ολόκληρο το πλοίο και δεν μπορούσαμε να βγούμε στο κατάστρωμα, ούτε να κοιμηθούμε. Μια άλλη φορά πάλι, πηγαίναμε με πετρελαιοφόρο από Βαλτιμόρη στην Αίγυπτο κι επειδή το κανάλι του Σουέζ ήταν κλειστό, λόγω του πολέμου με το Ισραήλ, αναγκαστήκαμε να κάνουμε τον γύρο της Αφρικής αντί να περάσουμε από τη Μεσόγειο, κάναμε δηλαδή τον διπλάσιο δρόμο…»

«Κι οι χειρότερες θάλασσες ποιες ήταν;»

«Τις χειρότερες θάλασσες τις απαντήσαμε στον βόρειο Ειρηνικό, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και των ανατολικών Ινδιών. Οι ισχυρές καταιγίδες που ξεσπούν καταμεσής των ωκεανών, μπορεί να αποδειχθούν πολύ τρομακτικές και οδυνηρές. Κύματα νερού υψώνονται σαν τοίχος μπροστά στα πλοία, καθοδηγούμενα από ισχυρά ρεύματα αέρα που χτυπούν αλύπητα το σκαρί από κάθε πλευρά.Μια δυνατή καταιγίδα μπορεί να κατατροπώσει ακόμη και τα μεγαλύτερα και πιο ρωμαλέα πλοία. Αν ένα πλοίο ταξιδεύει στον ωκεανό, είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει δύσκολες καιρικές συνθήκες. Τα κύματα φθάνουν πολλές φορές τα δέκα μέτρα ύψος. Επικίνδυνη είναι και η θάλασσα της Καραϊβικής, όμως οι τυφώνες εκεί είναι προβλέψιμοι, λόγω της συνεχούς παρακολούθησής τους από τα Αμερικανικά δελτία καιρού…»

«Πες μας κι άλλα παππού, θέλουμε κι άλλες ιστορίες…’’ ακούστηκε για άλλη μια φορά η φωνή του μικρού που όρμησε πάνω του να τον αγκαλιάσει, απ’ τη χαρά του που τον είχαν κοντά τους.

«Ποια είναι τα πιο επικίνδυνα λιμάνια;» τον ρώτησε ο Κωνσταντίνος και στη ματιά του ζωγραφιζόταν η αγωνία για τη συνέχεια.

«Είναι της Νιγηρίας και της Κολομβίας… Φοβάσαι να βγεις εκεί, αν δεν έχεις συνοδό άνθρωπο της νύχτας να σε πάει σε συγκεκριμένα μέρη. Εκεί κάποτε χάσαμε έναν δικό μας, που τον σκότωσαν για να τον ληστέψουν…», συμπλήρωσε ο Κωσταντής με ένα διάχυτο τόνο μελαγχολίας στη φωνή του.

«Και ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος που έχεις πάει;» συνέχισε ο μικρός τις ερωτήσεις.

«Ααααα… Η Ανταρκτική! Οχτώ φορές πήγα κι όλοι οι επιβάτες μας ήταν επιστήμονες που μελετούσαν φάλαινες και πιγκουίνους. Θυμάμαι ένα σημείο ανάμεσα στους πάγους, που υπήρχε μια λίμνη με ζεστό νερό, και πήγαιναν οι επιβάτες και βουτούσαν…»

«Σε ποιον άλλον ωκεανό πήγες;»

«Στον Ινδικό ωκεανό θυμάμαι μια φορά που πέσαμε σε μουσώνα και πήγαμε να μπατάρουμε. Η επιβίωση ενός πλοίου, που έχει πέσει στα δόντια του λύκου, εξαρτάται από δύο πράγματα: το θαλάσσιο χώρο, ότι δηλαδή βρίσκεται σε ασφαλή απόσταση από οτιδήποτε θα μπορούσε να συγκρουστεί, και την πηδαλιούχηση, που σημαίνει ότι μπορεί να κινείται προς τα μπροστά με αρκετή ισχύ, αντί να παρασύρεται από τα κύματα και τον άνεμο. Πάντα όμως, μια μάχη με αντίπαλο τη θάλασσα είναι σκληρή και η έκβασή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο καλά διατηρημένο είναι το πλοίο και πόσο εκπαιδευμένο και έμπειρο είναι το πλήρωμα…Τα κύματα εκεί που λέτε, ήταν τεράστια. Πήραμε διαταγή να φορέσουμε τα σωσίβια, δεν ξέραμε αν θα βγούμε ζωντανοί. Σταθήκαμε πάντως τυχεροί, έβαλε κι ο Αη Νικόλας το χεράκι του και μας βοήθησε… Θυμάμαι πως, σαν ξημέρωσε η καινούρια μέρα, απ’ τη χαρά μου που τη γλιτώσαμε για άλλη μια φορά, σκασφάλωσα σαν αίλουρος απάνω στο κατάρτι και τραγουδούσα εκείνο το παλιό τραγούδι του Ξυλούρη…

‘’Γεια σου χαρά σου Βενετιά, πήρα τους δρόμους του νοτιά

κι απ’ το κατάρτι το ψηλό,  τον άνεμο παρακαλώ

Φύσα αεράκι φύσα με,  μη χαμηλώνεις ίσαμε

να δω γαλάζια εκκλησιά Τσιρίγο και Μονεμβασιά

Φύσα αεράκι φύσα με,  μη χαμηλώνεις ίσαμε

να δω στην Κρήτη μια κορφή που ’χω μανούλα κι αδελφή.’’


Ακούστε το τραγούδι ‘Γειά σου χαρά σου Βενετιά’


Οι άλλοι από κάτω με χάζευαν και γελούσαν με το κέφι μου. Ήτανε παλιές καραβάνες όλοι τους και αντέχανε τις φουρτούνες. Ήτανε μαθημένοι και σκληραγωγημένοι…», κατέληξε με ένα χαμόγελο νοσταλγίας να κρέμεται στα χείλια του.

«Είναι αλήθεια όλα αυτά παππού, ε; Δεν είναι παραμύθια;» ακούστηκε ξανά η τρυφερή φωνή του Νικόλα, που του ζητούσε να του επιβεβαιώσει πως όλα αυτά τα θαυμαστά τα έζησε στ’ αλήθεια.

«Τι λες βρε; Ένας γέρος ναυτικός δε λέει ποτέ παραμύθια. Αυτά είναι για τις γυναίκες. Παραμύθια σας λέει η γιαγιά σας, που δεν έχει ταξιδέψει ποτέ της…», συμπλήρωσε με καμάρι εκείνος, παριστάνοντας τον θυμωμένο.

Ο Αρίστος δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το μυαλό του στη δουλειά του κάθε φορά που ερχόταν ο πατέρας του στο σπίτι τους. Φορούσε πάντα  ακουστικά  και προσπαθούσε με κόπο να συγκεντρωθεί στα σχέδια που είχε μπροστά του στον υπολογιστή.

Τα δυο αγόρια είχαν λουφάξει για ώρα σε μια γωνιά κι άκουγαν προσηλωμένα τον παππού τους, να τους αφηγείται αληθινές θαλασσινές ιστορίες. Ήταν ο ήρωάς τους. Όπως ήταν κι ο δικός του, κάποτε, όταν ήταν στην ηλικία τους. Όταν πάτησε όμως στα δεκατρία κι άρχισε να αντιλαμβάνεται περισσότερα πράγματα, έχρισε ήρωα στην καρδιά του τη μάνα του. Συνειδητοποίησε πως γύρω του υπήρχαν πολλοί ήρωες που πάλευαν με την καθημερινότητα και πως δε χρειαζόταν να γυρίζεις τον κόσμο και να παλεύεις με τα κύματα και τους ανέμους, χιλιάδες χιλιόμετρα  μακριά απ’ τους δικούς σου, για να λέγεσαι ήρωας.

Ο πατέρας του, από τότε που ξεμπάρκαρε και βγήκε στη σύνταξη, τους επισκεπτόταν δυο φορές το μήνα για να δει τα εγγόνια του. Η μάνα του δεν ερχόταν μαζί του. Βαριόταν τις ιστορίες του. Τις είχε ακούσει άλλωστε δεκάδες φορές, όπως κι εκείνος όταν ήταν μικρός. Στις δέκα φράσεις που χρησιμοποιούσε στις κουβέντες του, οι εννιά θα αναφέρονταν σίγουρα στη θάλασσα. Τελευταία, μάλιστα, του παραπονιόταν πως η μάνα του δεν τον άντεχε μες στα πόδια της και τον ξαπόστελνε συνεχώς στο καφενείο. Δεν είχαν μάθει να ζούνε παρέα και σαν το αντιλήφθηκαν στην πράξη, τους κακοφάνηκε και στους δυο.

Σήμερα  είχε πιάσει πάλι να τους μιλάει για  τα ταξίδια του. Τα εγγόνια του δε χόρταιναν τις ιστορίες του. Τις θυμήθηκε κι αυτός. Όπως θυμήθηκε και τα παιχνίδια και τα δώρα που του έφερνε από κάθε ταξίδι του. Ήτανε σίγουρα ένας τρόπος να εξιλεωθεί από τις τύψεις  που ένιωθε όταν ήταν μακριά τους.

Τον άκουγε αχνά μέσα απ’ τα ακουστικά του ν’ αφηγείται με πάθος τις περιπέτειές του στη θάλασσα, κι η σκέψη του συνεχώς ξεστράτιζε στα περασμένα. Σε όσα έζησε μακριά του. Θυμήθηκε τον καιρό που θα έφευγε για φαντάρος, πόσο του στοίχισε η απουσία του. Θυμήθηκε πώς ένιωθε όταν τσακίστηκε με τη μηχανή του και τη μάνα του να ξενυχτάει μέρα νύχτα στο προσκεφάλι του και να προσεύχεται γι’ αυτόν. Θυμήθηκε κι εκείνη τη φορά που θα έπαιρνε το πτυχίο του κι εκείνος του είχε υποσχεθεί πως θα είναι δίπλα του να τον καμαρώσει. Αλλά δεν ήταν. Όπως δεν ήταν σε καμία σημαντική στιγμή στη ζωή του και το μόνο που θυμάται, ήταν η φιγούρα της μάνας του, να στέκεται σε μια γωνιά μόνη και δακρυσμένη.

Πολλές φορές, όταν ο πατέρας του έπιανε να του λέει ιστορίες για τα παλιά, ο Αρίστος ένιωθε έναν θυμό κι ένα παιδικό παράπονο να ξυπνάνε μέσα του. Ήθελε να τον στήσει απέναντί του και να του πει κι εκείνος τα δικά του. Να του πει πως για τη μάνα του σπούδασε, για να την κάνει υπερήφανη. Να του πει πως τα εμβάσματα δεν τον απαλλάσουν σε καμιά περίπτωση απ’ τα λάθη του. Πως όταν γεμίζουν οι τσέπες δε χορταίνουν κι οι καρδιές. Ήθελε να του πει για τη θλίψη που ζωγραφιζόταν στα μάτια της μάνας του όλες τις γιορτές που τις περνούσαν οι δυο τους με συγγενείς κι όχι μαζί του. Να του πει για τις βάρδιες της στο νοσοκομείο και την αφόρητη μοναξιά που τον πλάκωνε εκείνον στο σπίτι, σαν έμενε μόνος, όταν αυτός του μιλούσε με νοσταλγία για τα όμορφα λιμάνια που ξεφορτώνανε τα πλοία τους.

Αλλά ποτέ δεν του ανέφερε τίποτα απ’ όλα αυτά. Τον λυπόταν. Δεν ήθελε και να τον απομυθοποιήσει μπροστά στα μάτια των παιδιών του. Μεγαλώνοντας σκέφτεται πως κάποια πράγματα πρέπει να ειπωθούν στην ώρα τους, αλλιώς χάνουν το νόημά τους. Σκέφτεται ακόμα πως ο καθένας γεννιέται με τον δικό του προορισμό και κανείς δεν είναι σε θέση ν’ αλλάξει τη ρότα του, αν ο ίδιος δεν το επιδιώξει ή δεν το θελήσει.

Έβγαλε τα ακουστικά και τέντωσε το κορμί του για να ισιώσει, ρίχνοντας μια ματιά προς το σαλόνι. Άκουσε τη βραχνή, βαριά φωνή του πατέρα του να τραγουδάει ξανά το αγαπημένο του κομμάτι και μια γλυκιά συγκίνηση τον συνεπήρε. Πόσες φορές τον είχε ακούσει αυτόν τον σκοπό; Αναρωτήθηκε χαμογελώντας.

‘’Γεια σου χαρά σου Βενετιά  βγήκα σε θάλασσα πλατιά

και τραγουδώ στην κουπαστή,  σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί

Φύσα αεράκι φύσα με,  μη χαμηλώνεις ίσαμε

να δω στην Κρήτη μια κορφή, που έχω μανούλα κι αδελφή.’’

Μικρός θυμάται πως έπλαθε και την εικόνα τού πατέρα του νοερά, να σκαρφαλώνει στο κατάρτι και να τραγουδάει ανέμελος κι ευτυχισμένος. Αυτή η θύμηση κατάφερε να γλυκάνει την καρδιά του. Μάλλον ήρθε η ώρα, συμπέρανε, να τον απαλλάξει απ’ το φορτίο των ενοχών. Ο καθένας διαλέγει να παλεύει απ’ το δικό του μετερίζι στη ζωή, κατέληξε μες στις σκέψεις του… Ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει τις δικές του επιλογές. Άλλος να αναμετριέται με τα στοιχειά της θάλασσας κι άλλος με της στεριάς. Άλλοι γεννιούνται για να γίνουν ήρωες στη φαντασία των παιδιών κι άλλοι ήρωες της στεριάς, όπως η μάνα του.

Η ματιά του ακούμπησε ήρεμη πάνω στα χαρούμενα πρόσωπα των παιδιών του και στη γαλήνια μορφή του πατέρα του. Ένα τσίμπημα ζήλειας ένιωσε να τον κεντάει, σαν συλλογίστηκε, πως τελικά ο ίδιος με το επάγγελμα που διάλεξε, δε θα είναι ποτέ σε θέση  να γνωρίσει όλους αυτούς τους εξωτικούς τόπους που αγκάλιασε και χόρτασε η ματιά του πατέρα του. Ας είναι τουλάχιστον ευγνώμων, κατέληξε, μ’ ένα αχνό χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλια του, που ταξίδεψε μέσα από τις αφηγήσεις του, όπως ταξιδεύουν σήμερα τα παιδιά του.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη