«Βροχή», κείμενο του ποιητή Γιώργου Μολέσκη [επιμέλεια στήλης Δρ. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης]

Καλό μήνα και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

Εισαγωγικό σημείωμα: Σε πρόσφατο κυριακάτικο ένθετο της η ιταλική εφημερίδα CORRIERE DELLA SERA “LA LETTURA” δημοσίευσε 27 Κείμενα από 27 συγγραφείς των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την Κύπρο ο κλήρος έπεσε στον βραβευμένο ποιητή Γιώργο Μολέσκη (τέως Πρόεδρο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου) που απέστειλε ένα Κείμενο εμπλουτισμένο με 2 ποιήματά του, και το οποίο μετέφρασε στα Ιταλικά ο Κρεσέντζιο Σαντζίλιο. Ο κάθε συγγραφέας επέλεγε μία λέξη που θα αποτελούσε και τη βάση του κειμένου του. Ο Μολέσκης επέλεξε τη λέξη ‘βροχή’, με την κυριολεκτική, τη μεταφορική αλλά και τη συμβολική της έννοια.

Πιο κάτω το κείμενο του Γιώργου Μολέσκη, που μας το αποστέλλει ο συνεργάτης μας ποιητής και συγγραφέας Δρ. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης για τη μηνιαία Στήλη στην οποία γράφει αλλά και επιμελείται «Λόγω Γραφής… ες γην εναλίαν Κύπρον».

Η ΒΡΟΧΗ

Θα περίμενε κανείς η λέξη – κλειδί, η λέξη – αφετηρία, που θα επέλεγε κάποιος για να γράψει ένα κείμενο για την Κύπρο και η οποία να την εκφράζει διαχρονικά και να φωτίζει διάφορες πλευρές της ζωής και της ιστορίας της, θα ήταν η θάλασσα. Ένα νησί όμως παίρνει τη θάλασσα ως κάτι το δεδομένο, ως μέρος του ορισμού του. Αλλά πέρα από αυτό, στην καθημερινή μας ζωή, από τα ιστορικά χρόνια μέχρι σήμερα, πιο συχνή στις κουβέντες και στις σκέψεις μας, πιο ουσιαστική και πιο αναγκαία, είναι η βροχή. Επιλέγω, λοιπόν, τη λέξη βροχή, τη βροχή που μας λείπει, που αποτελεί για μας μια κυριολεκτική όσο και συμβολική μορφή απουσίας.

Η βροχή διαδραματίζει ένα ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή μας, ένα ρόλο πρακτικό και ρεαλιστικό, αλλά και μεταφορικό, μεταφυσικό σχεδόν, κουβαλά μια συναισθηματική φόρτιση. Γιατί αν οι πόλεμοι και οι ξένες επιδρομές ερήμωναν τον τόπο, τον έριχναν στη σκλαβιά και σκορπούσαν τον θάνατο, οι συνεχόμενες σε διαδοχικά χρόνια ανομβρίες, έφερναν πείνα, εξαθλίωση, επιδημίες. Στέγνωνε η γη και γινόταν κρανίου τόπος, φίδια φαρμακερά αλώνιζαν το έρημο τοπίο, πολλοί κάτοικοι αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν για να επιβιώσουν.

Αυτά, βέβαια, είναι πράγματα που γίνονταν σε χρόνια παλιά και περασμένα, πριν η τεχνολογία των βαθιών γεωτρήσεων, των φραγμάτων και των αφαλατώσεων δημιουργήσει ένα αμυντικό σύστημα κατά της ανομβρίας. Όλα αυτά, βέβαια, δεν αντικαθιστούν τη βροχή, η οποία είναι πάντα αναγκαία και κάθε φορά που πέφτει αποτελεί γεγονός για τον τόπο. Έτσι, εκτός από τη χρησιμότητά της, προκαλεί βαθιά συναισθήματα και συγκινήσεις στους ανθρώπους, τα οποία οι ίδιοι δεν μπορούν να εξηγήσουν πολλές φορές. Γιατί τα χρόνια εκείνα, τα παλιά, τα άνυδρα, άφησαν μέσα στη συλλογική μνήμη και στη συλλογική συνείδηση του κόσμου το στίγμα τους. Έτσι, κάθε φορά που πέφτει η βροχή, κυριεύονται από μια αίσθηση κρυφής χαράς, σχεδόν μεταφυσικής, ένα είδος συνειδητής ή ασυνείδητης θρησκευτικής ευγνωμοσύνης, έτσι όπως ένιωθαν και οι πρόγονοί τους όταν έκαναν θρησκευτικές τελετές στις εκκλησιές ικετεύοντας τον θεό να βρέξει. Μαζί με όλα τούτα νιώθουν κι έναν ενδόμυχο, έναν αδιευκρίνιστο φόβο.

Ο τόπος μας είναι στεγνός και περιμένει πάντα τη βροχή. Δεν έχουμε ποτάμια παρά κάποιους χείμαρρους, που κατεβαίνουν μόνο σε καλοχρονιές – έτσι τις λέμε όταν οι χειμώνες είναι βροχεροί – . Τα καλοκαίρια ξεραίνεται η γη, ασπρίζουν απ’ τη ζέστη οι πέτρες, ξεραίνονται τα δέντρα. Είναι μια ξηρασία που προχωρεί ως μέσα στην ψυχή μας, θολώνει τη διορατικότητά μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, χάνουμε τον προσανατολισμό μας, δεν μπορούμε να πάρουμε μια σωστή κατεύθυνση, να πάμε κατά κει που θα βρούμε τη λύτρωση, κι εμείς κι ο τόπος.

Γειτονεύοντας με χώρες όπου απλώνονται πλατιές έρημοι, Λιβύη, Αίγυπτος, Συρία, οι άνεμοι, που φυσούν από τα μέρη αυτά, από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα διαπερνώντας τη θάλασσα της Μεσογείου, φέρνουν σύννεφα σκόνης, άσπρης, γκρίζας είτε ξανθιάς. Η σκόνη αυτή σκεπάζει τα δέντρα, τα λουλούδια, το χώμα και τις πέτρες, σκεπάζει τα αρχαία μνημεία και τ’ αγάλματα, εισχωρεί βαθιά μέσα μας.

ΑΝΑΜΟΝΗ ΒΡΟΧΗΣ

Περιμένουμε τη βροχή. Χρόνια περιμένουμε

κοιτάζοντας τον άδειο ουρανό.

Σκόνη σκέπασε τον κόσμο,

τα φύλλα χάσανε το χρώμα τους.

Άτροφη μήτρα η γη προσμένει τον οργασμό.

Τούτη η αναβροχιά κάθεται στην ψυχή μας

και τη σκεπάζει όπως η σκόνη τις αρχαίες πέτρες

που καίγονται άπλυτες στον ήλιο.

Η ψυχή μας κατάντησε κι αυτή

ένα αρχαίο μωσαϊκό σκεπασμένο από τη σκόνη.

Περιμένουμε τη βροχή να μας καθαρίσει,

να βρούμε το χρώμα μας,

αυτή τη λάμψη που φυλακίστηκε μέσα μας,

το φως

που γεννιέται από τις πέτρες και το χώμα μας.

Σήμερα, εξαιτίας των πολύνεκρων και καταστροφικών πολέμων στην περιοχή μας, από τους οποίους κανείς δεν θα κερδίσει τίποτε, παρά μόνο ερείπια, τσακισμένες ζωές και θάνατο, οι ίδιοι τούτοι άνεμοι μάς φέρνουν απελπισμένους και βασανισμένους πρόσφυγες, που έρχονται εδώ για να μοιραστούν τη μοίρα τους με τη δική μας, τα βάσανα, τον πόνο, την απελπισία και την ελπίδα τους με τη δική μας, όση έχουμε.

Σαράντα πέντε χρόνια πριν βιώσαμε έναν καταστροφικό πόλεμο, που μοίρασε τον τόπο μας και χώρισε βίαια τους ανθρώπους, στον νότο η ελληνοκυπριακή κοινότητα, στον βορρά η τουρκοκυπριακή. Όλα αυτά τα χρόνια ζούμε υποφέροντας από τις συνέπειες εκείνου του πολέμου, ζούμε κάτω από την απειλή της καταστροφής.

Ζούμε με τις χιλιάδες πρόσφυγές μας – τους εκτοπισμένους στην επίσημη ορολογία – που πεθαίνουν κάθε μέρα μακριά από τους τόπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, με τους ξένους στρατούς και την κατοχή, που δεν μας αφήνει να αναπνεύσουμε. Περιμένουμε να έρθει μια λύση να ελευθερώσει και να επανενώσει τον τόπο. Περιμένουμε, όπως περιμένουμε τη βροχή. Μα έρχεται και τα σκεπάζει όλα η σκόνη της ερήμου, η σκόνη του χρόνου, η σκόνη της λήθης. Έρχεται χρόνο με τον χρόνο και θολώνει τα πράγματα, επικάθεται πάνω σε όλα, στη γη, στα σώματα, στις ψυχές, στη μνήμη μας. Σκεπάζει τις πληγές που ανοίχτηκαν βαθιά στο σώμα του τόπου, τους νεκρούς και τους αγνοούμενους των πολέμων, τους θαμμένους σε άγονες, στεγνές και πέτρινες βουνοπλαγιές, τις διαχωριστικές γραμμές που μοιράζουν τον τόπο και τους ανθρώπους. Χάνουμε την ελπίδα μας.

Και περιμένουμε τη βροχή, τη μεγάλη βροχή – μια βροχή λύτρωση και σωτηρία για όλους, μια βροχή – ειρήνη, μια βροχή – ελπίδα για το μέλλον, μια βροχή καθαρτική.

Να μας δώσει ζωή, να μας καθαρίσει από τη σκόνη, να λάμψουν στο φως οι πόλεις, τα χωριά μας και τα σπίτια μας, να βρουν το χρώμα τους τα δέντρα και τα λουλούδια, να καθαρίσουν απ’ τη σκόνη και να φωτιστούν τα αρχαία μας μνημεία και τ’ αγάλματα, να καθαρίσουν τα σώματα και οι ψυχές μας.

Η ΣΚΟΝΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Σκόνη, σκόνη, σκόνη παντού.

Φυσά ο αγέρας της ερήμου ως εμάς

και την ταξιδεύει άπλυτη

πάνω από τη θάλασσα.

Ταξιδεύει σαν τα διαβατάρικα πουλιά

μα δεν διαβαίνει. Εδώ κάθεται.

Ταξιδεύει σαν τα αποδημητικά πουλιά

μα δεν αποδημεί. Μένει.

Έρχεται σήμερα, χθες, από πάντα

και κάθεται πάνω στα μάρμαρα

και τα μωσαϊκά. Καλύπτει τα χρώματα,

εισχωρεί μέσα τους, γίνεται μέρος τους.

Αιώνες η έρημος

μαζεύεται μέσα μας.

Τώρα μονάχα ένας κατακλυσμός

μπορεί να μας ξεπλύνει.

Περιμένουμε τη βροχή, όμως όταν τη διαισθανθούμε να πλησιάζει, ξυπνά μέσα μας ο ενδόμυχος φόβος. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να τη δεχτούμε. Φοβόμαστε πως δεν έχουμε την υποδομή, ούτε και τη δύναμη να την αντέξουμε. Λίγο να βρέξει και πλημμυρίζουν οι δρόμοι και τα σπίτια μας, καλούμε τις πυροσβεστικές ν’ αντλήσουν τα νερά. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χρησιμοποιούν στις ειδήσεις τους εκφράσεις παρμένες από αλλού, εκφράσεις-κλισέ, μιλούν για κατακλυσμούς και θεομηνίες. Φοβόμαστε ακόμη πως η βροχή θ’ ανοίξει παλιές πληγές, θα ξεθάψει τάφους με κόκκαλα νεκρών, θα μας θυμίσει πράγματα πικρά, κρυμμένες μέσα μας βαθιά ενοχές απέναντι στον τόπο, θα σταθεί εμπόδιο στην πορεία μας προς το μέλλον.

Κι όμως μια τέτοια βροχή τη χρειαζόμαστε. Να πέσει ορμητική πάνω στον τόπο, να κατεβούν οι χείμαρροι και να κυλήσουν από τη μια του άκρη μέχρι την άλλη, να ρίξουν τα φράγματα, να σαρώσουν τα στρατιωτικά φυλάκια, να σβήσουν τα συνθήματα του μίσους, να τον ενώσουν σ’ ένα σώμα, να στρέψουν το πρόσωπό του προς το μέλλον. Να αποκαλυφθούν οι τάφοι των αγνοούμενων νεκρών και αποκατεστημένοι πια να ησυχάσουν στους πραγματικούς τους τάφους, να καθαρίσει το αίμα, να ξεπλυθούν οι ενοχές μας, να δούμε μπροστά το μέλλον. Να γκρεμίσουμε τις διαχωριστικές γραμμές, να ενώσουμε τον τόπο, να απαλλαγούμε από τους ξένους στρατούς.

Χρειαζόμαστε μια βροχή να τα καθαρίσει όλα, να καθαρίσει τα σώματα και τις ψυχές μας, να βρουν το χρώμα τους όλα τα πράγματα και να λάμψουν καθαρά σαν μια ματιά ριγμένη μακριά στο μέλλον, σαν μια καινούργια μέρα, μια καινούργια σελίδα ιστορίας. Κι αν ύστερα από μια τέτοια βροχή θα δούμε τα δέντρα που δεν άντεξαν τη ξηρασία να στέκουν νεκρά πλάι στα άλλα που πήραν καινούργια ζωή από τη βροχή, θα τα ξαπλώσουμε στη γη με σεβασμό, έτσι όπως όταν θάβουμε τους νεκρούς μας σε μέρες βροχερές και λέμε πως αυτοί που κηδεύονται μια τέτοια μέρα είναι ευλογημένοι.

Γιώργος Μολέσκης

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη