«Βασιλική Μήτρου – μια ντροπαλή σκιά», γράφει η Μαρία Πανούτσου

ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ ΑΝΟΙΧΤΟ  (ΔΕΝ  ΘΕΛΩ)  ΘΑ ΔΩ ΜΙΑ ΑΝΑΠΗΡΗ ΚΑΡΔΙΑ

Αλβανή.  Ίσως Ελληνοαλβανή. Ήρθαν στην Κέα περίπου  τότε που πρωτοπήγα και εγώ. Το 1991. Γειτόνισσα στο σπίτι της Κέας κάποια στιγμή. Θυμάμαι  πήγαινα βόλτα στο Κάστρο στην Ιουλίδα και  εκεί  τους πρωτοείδα. Οι γονείς και δυο αγοράκια.  Αρχικά εκεί έμεναν σε ένα σπίτι. Μετά ήρθαν στην γειτονιά μας. Στο Κανάλι. Δεν θυμάμαι πως  πρωτοήρθε στο σπίτι να εργαστεί. Εκείνες τις εποχές πολλές δραστηριότητες χρειαζόμουν μια βοήθεια. Ήρθε η Βασιλική. Εξ αρχής μου έκανε εντύπωση η αποτελεσματικότητά της και η εργατικότητά της. Δεν σταματούσε  για  διάλλειμα, δεν έπινε καφέ στο μεσοδιάστημα, δεν έτρωγε τίποτα. Την ακολούθησα έκανα το ίδιο και  εγώ. Αξιοπρεπής,  ερχόταν ευγενική, συνεσταλμένη  και έπιανε αμέσως δουλειά,  δεν μιλούσε πολύ και όταν μιλούσε χαμηλόφωνα μιλούσε. Με μια κίνηση λαιμού,  αριστερού ώμου και πηγουνιού,  που μου άρεσε ιδιαίτερα, καθώς δήλωνε με εκφραστική διάθεση, θέληση για θετική  επικοινωνία.

Κάπως έτσι άρχισαν όλα.

Εξ αρχής με εντυπωσίασε με τη δουλειά της και την ησυχία με την όποια την έκανε. Ακόμη έχω ντουλάπια  φτιαγμένα από το χέρι της περίτεχνα ταχτοποιημένα.  Τη συμπάθησα αμέσως και  την εκτίμησα. Δούλευε όπως δούλευα εγώ στο θέατρο.  Θέλησα να γίνω φίλη της  με κάποιο τρόπο. Της ζήτησα να μου μάθει Αλβανικά. Έχω και  το φυλάω το  βιβλιαράκι που μου έφερε.  Κάναμε μερικά μαθήματα  αλλά δεν προχώρησε το σχέδιο. Πολύ κλειστή.  Σαν να φοβόταν κάτι, κάποιους. Μαζί μου ήταν πάνω από  17 χρόνια  και ακόμη και τώρα που πήγαινα αραιά και πότε στην Κέα, χωρίς πολλές δραστηριότητες και με οικονομικές δυσκολίες,  πάντα ήθελα να έρθει  και να με βοηθήσει, περισσότερο για ένα κρατήσω μια επαφή μαζί της.

Τα χρόνια εκείνα  έρχονταν μια φορά την εβδομάδα  σχεδόν πάντα σιωπηλή,  όμως είχε αρχίσει να καταλαβαίνει την συμπάθεια μου και την εκτίμηση που της είχα και σε όλη της την οικογένεια, ειδικά στα παιδιά της. Τότε λοιπόν μετά το δίωρο όταν ζεσταινόταν η σχέση -και εγώ πάντα τη ρωτούσα και  την στρίγκλιζα λίγο για κουβέντα  να ανοιχτεί να  χαλαρώσει-  έκανε εκείνη την αρχή ξαφνικά και με ρωτούσε διάφορα πράγματα σαν μικρό παιδί, σαν κοριτσάκι.  Με ρωτούσε για την υγεία της, για τις σχέσεις των ανδρών με τις γυναίκες,  για την Αλβανία, για την Κέα, τους ανθρώπους γενικότερα. Έτσι άρχιζε η κουβέντα.

Δεν θα αναφέρω τώρα  τις κουβέντες μας, δεν θα το ήθελε και δεν το θέλω και εγώ.  Σέβομαι τη μνήμη της και ο θάνατός της μου στοίχισε πολύ. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί.  Δεν είναι η Κέα ίδια  για μένα  χωρίς τη Βασιλική. Μια φορά  σε μια εκδήλωση στο εργαστήρι, ήρθε να με βοηθήσει να  κεράσουμε καφέ  στους ομιλητές. Μου άρεσε πολύ που ήταν μαζί μας την ημέρα εκείνη.

Η Βασιλική εργάστηκε πολύ, κουράστηκε πολύ, για να στηρίξει και να προοδεύσει η οικογένειά της.  Δεν μίλησε όσο της χρειαζόταν,  δεν έβγαλε τον πόνο της όσο θα χρειαζόταν.  Έκλεισε το στόμα και κράτησε την θέση που νόμιζε ότι όφειλε να κρατήσει. Ένα καλοκαίρι της πρότεινα να πάμε σινεμά μαζί, να βγούμε μια φορά να φάμε, να της κάνω το τραπέζι, να φύγουμε από την σχέση της δουλειάς. Όχι, ήταν πολύ συνεσταλμένη και κυρίως  τι θα πει ο κόσμος.

 Αυτός ο κόσμος,  ο τόσο έτοιμος να μιλήσει  γα τους άλλους με ευκολία και   σιγουριά, χωρίς να ξέρει, χωρίς να έχει την  φιλία και την αγάπη που δίνει κάποιο ίσως  δικαίωμα για να μιλάμε για κάποιους ανθρώπους. Ίσως λέω, ίσως.

Μου είχε μάθει μυστικά για την καθαρότητα  του σπιτιού,  χρήσιμα και απλά και πάντα  εργαζόμασταν μαζί,  μου αρέσει να εργάζομαι με την βοηθό  (όταν έχω την ευκολία να έχω βοηθό). Λίγο πριν πεθάνει την πήρα τηλέφωνο από την Αθήνα.  Η φωνή της ήταν αλλαγμένη. Δεν μου άρεσε αυτό.  Μου μίλησε σαν να μην συνέβαινε τίποτα.    Τη ρώτησα  τι είχε, τι συμβαίνει. Μου θύμισε τη μάνα μου. Έτσι και εκείνη αξιοπρεπής,  μυστικοπαθής, όλα μέσα κρυμμένα στην καρδιά και στο σώμα.

Πνίγεται  ο άνθρωπος με τον τρόπο αυτόν.  Ας μάθουμε να μιλάμε, ας ξεχάσουμε τον κόσμο,   ας δούμε τον κάθε άνθρωπο χωριστά,  ας δούμε τις ανάγκες μας.   Είμαστε πρόσωπα, όχι αριθμοί, ούτε μάζες.  Δεν είναι οι  άλλοι άνθρωποι, οι γείτονες, οι φίλοι, οι συγγενείς, λεία για να εκτονώνουν ό,τι δεν μπορούμε οι ίδιοι να επιλύσουν στην δική τους ζωή.

Αχ Βασιλική, αχ  άνθρωποι, αχ γυναίκες,  αχ μετανάστες.

Η Βασιλική έφυγε από την επάρατο νόσο. Νέα γυναίκα, πάντα προσεγμένη στο ντύσιμο της λιτό αδιάφορο, δεμένο απόλυτα με την ίδια, τόσο που  δεν το πρόσεχες καθόλου,  λεπτή καθαρή, όμορφη, γλυκιά και μέσα στα χρόνια δεν είχε αλλάξει. Ξανθιά φυσική, ήπια φυσιογνωμία. Παρέμενε έτσι νέα και  ως νέα έφυγε.  Πιέστηκε πολύ, πάρα πολύ.   Πέθανε σε Νοσοκομείο στην Αθήνα. Δεν πέθανε στον τόπο της, που τόσο το ήθελε.  Να ζήσει  λίγα χρόνια χωρίς να δουλεύει, να βρει και να χαρεί την ταυτότητά της.

Αχ Βασιλική,  αν μιλούσες ίσως ήσουν ακόμη  στη ζωή και εκπλήρωνες το όνειρό σου να γεράσεις και να πεθάνεις στην πατρίδα σου.

Αχ γυναίκες, αχ άνθρωποι, αχ μετανάστες, αχ  εποχές ανακατατάξεων.

Ξεχώριζε τις τάξεις, κάτι που εγώ  δεν  είχα  και δεν έχω και δεν θα έχω ούτε καν σκεφτεί. Δεν υπάρχουν  κοινωνικές τάξεις για μένα. Υπάρχει μια αταξία και εκεί μέσα στην αταξία βρίσκει ο καθένας τον εαυτόν του. Αν υπήρχε κοινωνία συγκροτημένη, ώριμη, με συνείδηση, με καλλιέργεια και  σεβασμό στο άτομο,  στην παράδοση, στην ανθρωπινή ζωή όλων των πλασμάτων,  θα δεχόμουν την τάξη και  τους νόμους   αυτής της κοινωνίας. Σέβομαι  τους νόμους  για να διατηρηθεί μια  ησυχία στο σύνολο. Για να διατηρήσω την εσωτερική μου ηρεμία..

 Η ήσυχη Βασιλική όμως δέχονταν ασυζήτητη την τάξη πραγμάτων  που μας έχει επιβληθεί.

Βασιλική…  θα σε θυμάμαι με αγάπη  και  δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ήσουν μοναδική στην περιορισμένη ζωή που έκανες, που όμως πόσες φορές δεν αναρωτήθηκα τι σε βασάνιζε, τι σε χαροποιούσε, τι σε  διασκέδαζε, αν είχες κρυφούς πόθους.

Μου θύμιζε το ταπεινό  μυρμήγκι  (ξέρω τόσο λίγα για τα μυρμήγκια  αλλά τα  θαυμάζω πολύ)   αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μυρμήγκι,  είναι φτιαγμένος να ονειρεύεται και να κάνει κάποια από τα όνειρά του πραγματικότητα.

Η Βασιλική ετάφη στην Αλβανία στον τόπο, τον μόνο, που αγάπησε.

“ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ ΑΝΟΙΧΤΟ   ΘΑ ΔΩ ΜΙΑ ΑΝΑΠΗΡΗ  ΚΑΡΔΙΑ”

ΑΡΘΟΥΡ  ΡΕΜΠΩ

1 Αυγούστου 2018, Κέα

Θα ζωγραφίσω το πορτραίτο της  αυτό το καλοκαίρι.


[Copyright ©  Μαρία  Σκουλαρίκου-Πανούτσου]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη