«Αυτός», ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Καστραντά

Ανάβαση

Το αυτοκίνητο ασθμαίνει ανεβαίνοντας τον δρόμο που σαν το μυθικό φίδι αγκαλιάζει τις πλαγιές του Παρνασσού. Το μοναστήρι, που εδώ και δεκαέξι αιώνες δεσπόζει στην κορυφή του βουνού, έχει αρχίσει να εμφανίζεται πίσω από τις στροφές. Σε μισή ώρα θα βρίσκονται έξω από την πύλη. Ο πατέρας έχει επισκεφτεί και στο παρελθόν το αρχαίο κοινόβιο. Ο γιος ανεβαίνει πρώτη φορά. Σκέφτεται το μεγαλείο του Θεού και την αλαζονεία των ανθρώπων,  που θεωρούν ότι ανεβαίνοντας ένα βουνό θα πλησιάσουν τα απροσμέτρητα ύψη Του. Νομίζουν ότι οι διαστάσεις Του είναι λογικές, μετρήσιμες και προσπαθούν να πλησιάσουν. Έντομα.

Ο γιος ανεβαίνει στη Μονή για τελευταία φορά. Δεν θα επιστρέψει στην πόλη. Η ζωή ανάμεσα τους του είναι αδιάφορη. Δεν θα ξανακατεβεί. Ο πατέρας το διαισθάνεται, έχει πείσει όμως τον εαυτό του ότι δεν θα συμβεί. Σε λίγες ώρες θα πρέπει να το αποδεχτεί.

Άφιξη

Είναι κοντά. Στις τελευταίες στροφές οι τοίχοι της Μονής υψώνονται γιγάντιοι από πάνω τους. Η αμήχανη κουβέντα τους σταμάτα καθώς ένα μυστικιστικό δέος τούς κυριεύει. Ο όγκος των  οχυρωμάτων  είναι σχεδόν μη ανθρώπινος. Στο πάρκινγκ των επισκεπτών, πριν βγουν από το αμάξι, συζητούν για λίγο το πρόγραμμα αυτού του διημέρου. Συμφωνούν, όμως ο ένας λέει ψέματα και ο άλλος λέει ψέματα στον εαυτό του. Κρατώντας από μια τσάντα στρατιωτικού τύπου ο καθένας, στέκονται στην ουρά που έχει σχηματιστεί μπροστά από το παραπόρτι της πύλης. Περίπου πενήντα άτομα προηγούνται. Λίγος κόσμος. Πριν μόλις τριάντα χρόνια η Μονή Ιωσήφ είχε τουλάχιστον πεντακόσιους επισκέπτες κάθε σαββατοκύριακο. Μάλιστα τις θυσιαστήριες μέρες έρχονταν χιλιάδες κόσμου από όλη την χώρα. Ο γιος το γνωρίζει αυτό. Συλλογίζεται την απομάκρυνση των πιστών. «Είναι Νεκρός» φωνάζουν οι κήρυκες του ορθολογισμού. Τα έντομα δεν κατάφεραν να πιστέψουν και σαν κακότροπα παιδάκια Τον σκοτώνουν. Το Θείο κοντεύει να γίνει μια φολκλόρ συλλογική ανάμνηση του εκφυλισμένου πολιτισμού τους.

Η πύλη είναι απλή, χωρίς στολίδια πάρα μόνο τον σταυρό. Το καύχημα του μοναστηριού. Ένα αρχιτεκτονικό θαύμα. Έχει ύψος είκοσι μέτρα και αιωρείται φαινομενικά στο κενό πάνω από την αψίδα συμβολίζοντας το μεγαλείο Του. Το ξύλο της πόρτας είναι σκούρο καφέ και οι κολοσσιαίες διαστάσεις της κάνουν τους επισκέπτες να απορούν. Έχει ποτέ και με ποιο τρόπο ανοίξει;

Με τα διαμονητήρια στο χέρι, πατέρας και γιος φτάνουν μπροστά στον μοναχό που εκτελεί χρέη θυροφύλακα. Τα στενά μαύρα μάτια του πάνω από μια γερακίσια μύτη του δίνουν μια εμφάνιση στοιχειακή. Ο πατέρας χαμογελάει φιλικά και ο γέροντας ανέκφραστος τούς κάνει νόημα να περάσουν. Ο γιος όμως βλέπει τη μάσκα του μοναχού να σπάει σε ένα φοβισμένο μειδίαμα όταν τον αντικρίζει.

Ένα όνειρο

Ένα μήνα πριν, ο γιος ξυπνάει μέσα στη νύχτα. Από το παράθυρο μαζί με το δυνατό φως τής πανσέληνου μπαίνει και ένα χλιαρό αεράκι που δροσίζει το ιδρωμένο του πρόσωπο. «Τι ήταν αυτό που είδα» σκέφτεται «ήταν η πραγματικότητα;» Μια  σκάλα με πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια ξεκίναγε ένα βήμα μακριά του. Το τέλος της χάνονταν στον ουρανό. Εκεί ψηλά ένα λευκό ψυχρό φως τον καλούσε. Σε κάθε σκαλοπάτι, δεξιά και αριστερά, υπήρχαν αγάλματα αγγέλων που έδειχναν να πάλλονται ανεπαίσθητα. Είχαν όλα το ίδιο πρόσωπο. Με την πρώτη ματιά εφηβικό, όμως κοιτώντας πιο προσεκτικά πρόσεξε πως ήταν γέροι, γέρικα παιδιά. Η σκάλα διέσχιζε μαύρα σύννεφα που φεγγοβολούσαν από εσωτερικούς κεραυνούς. Το φως στο τέλος της δεν ήταν ακίνητο. Απομακρυνόταν,  ανέβαινε ένα-ένα τα σκαλιά, έφευγε. Όταν κατάλαβε ότι το φως θα τον αφήσει μόνο του, ένιωσε θλίψη και τρόμο. Θα έμενε μόνος με αυτά τα δαιμονικά, γερασμένα αγάλματα. Τον κοιτούσαν τώρα. Τα φρικτά πρόσωπα τους τον κοιτούσαν με μίσος. Ξαφνικά το πιο κοντινό του άνοιξε τα φτερά και όρμησε ουρλιάζοντας. Ξύπνησε ιδρωμένος. «Πρέπει να πάω στον Παρνασσό» ήταν η πρώτη του σκέψη.

Λειτουργία

Μέσα στη νύχτα. Η πρωινή λειτουργία προσφέρει στον πατέρα έντονη συγκίνηση. Σαν γιος είχε παρακολουθήσει με τον πατέρα του την λειτουργία της μονής Ιωσήφ. Έναν πατέρα που θυμόταν με φόβο και τρυφερότητα, όπως αισθάνεται τώρα για τον γιο του. Το παιδί το αγαπάει αλλά ένας τοίχος τους χωρίζει. Το κοιτάει αυτή τη στιγμή και νοιώθει ότι το παιδί το απασχολούν ακατανόητες σκέψεις. Ο γιος στην πραγματικότητα δεν σκέφτεται τίποτα. Η λειτουργία τού νεκρώνει το μυαλό. Οι ψαλμωδίες τον αδειάζουν. Έρημος ήχων, έρημος εικόνων, έρημος σκέψεων. Άχρονο μηδέν. Όταν ολοκληρώνεται το τελετουργικό σηκώνονται. Ο γιος βγαίνοντας χαμογελάει με αυθάδεια κοιτώντας τον ηγούμενο. Ένα σεβάσμιο γεροντάκι με κατάμαυρα, παρά την ηλικία του, γένια. Κοιτάει το παιδί με απορία. «Τι θέλει το κωλόπαιδο» σκέφτεται και του γυρνάει την πλάτη.

Η καστανιά

Το επόμενο απόγευμα κάτω από την αρχαία καστανιά στο προαύλιο του ναού. Τα μάτια τού γιου φωτίζονται από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που δύει. Ανακοινώνει την απόφαση του στον πατέρα. Η σκηνή αυτή επαναλαμβάνεται εδώ και αιώνες. Ανταλλάσσουν λόγια, όμως η έκπληξη είναι προσποιητή και το κάλεσμα αδιαπραγμάτευτο. Στο τέλος ο πατέρας αποδέχεται θλιμμένος. Το παιδί σηκώνεται αποφασισμένο. «Τελείωσα με τους κάτω» σκέφτεται. Πηγαίνει στο κελί του ηγούμενου. Ένα καλογεράκι τον αφήνει μόνο του να περιμένει στον προθάλαμο. Εκεί παρατηρεί τα εικονίσματα. Οι άγιοι νεκροί τον κοιτούν μέσα από τα κάδρα με περιφρόνηση. Πέφτει στα γόνατα. Τον καταλαμβάνει ιερή μανία. Το μυαλό του χωρίζεται από το σώμα του. Οραματίζεται.

Το όραμα

Ο γιος βλέπει τον εαυτό του από ψηλά. Είναι σε μια παγωμένη στέπα γεμάτη εκατομμύρια ανθρώπους. Τους καλύπτει ένα πέπλο φωτός, όταν ξαφνικά μια ψυχρή λάμψη το τραβάει προς τα πάνω. Από τις άκρες της στέπας οι άνθρωποι ξεσκεπάζονται. Ενώ η κορυφή  του χάνεται στο διάστημα, ο γιος είναι ο μόνος που μένει από κάτω. Κοιτάει γύρω του και βλέπει τα πλήθη να γίνονται στάχτινα αγάλματα. Με μια πνοή του σωριάζονται. Γελάει γέλιο τρελού για τη χαμένη ανθρωπότητα.

Αφύπνιση

Όταν συνέρχεται είναι μόνος του. Γύρω του ερείπια. Έχουν περάσει χίλια χρόνια. Ο σταυρός στην πύλη έχει πέσει. Έχει γίνει κομμάτια. Οι πλαγιές του βουνού έχουν χιόνι και ο ήλιος τον παρατηρεί. Είναι μόνος του. Μόνος. Το μυαλό του ξύπνησε. Κοιτάει στον ουρανό. Κοιτάει τον ήλιο μέχρι να πονέσουν τα μάτια του. Πρώτη φορά  από τότε που θυμάται τον εαυτό του κλαίει…

Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, ο πατέρας κρατάει το χέρι τού γιου που κοιτάει με κενό βλέμμα τον τοίχο. Δεν έχει ανταποκριθεί σε κανένα  ερέθισμα εδώ και μέρες. Οι γιατροί μίλησαν για κατατονική σχιζοφρένεια. Αυτοί δεν ξέρουν. Τα μάτια του βλέπουν. Βλέπουν πέρα από τους πλανήτες, έξω στο κρύο διάστημα, ένα μικρό ψυχρό φως. Μόνο Αυτός, μόνο για Αυτόν.

 

Σημείωση: στον Παρνασσό δεν υπάρχει καμία Μονή Ιωσήφ. Η Μονή Ιωσήφ στον Παρνασσό δεν μου θυμίζει τίποτα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη