“Αρμαγεδδών”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

-Σου ΄χω πει πως δεν χρειάζεται να έρχεσαι. Είσαι αρκετά μακριά, δε θέλω να κινδυνεύεις για μένα.

-Σιγά. Μόλις μια μέρα περπάτημα. Κι εξάλλου από πότε έχεις να φας κρέας;

-Αγύριστο κεφάλι. Θα κάτσεις να φάμε, αλλιώς μην ξαναπατήσεις. Θέλω να ξέρω τι κρέας είναι;…

-Μπα. Άστο καλύτερα.

-Δεν πιστεύω να τόλμησες… Άνθρωπο σου ΄χω πει δεν τρώω!

-Για κάνε μου τη χάρη! Για ποιόν με πέρασες; Ένα καλό είπα να κάνω διάολε και θα μου το βγάλεις ξινό!

-Καλά, το παίρνω πίσω. Δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε…

-Τέλος πάντων. Μη χαλιέσαι. Το ξέρεις πως δεν είμαι από κείνους, ούτε θα γίνω ποτέ. Τι έπαθε ο κήπος έξω;

-Περαστικοί χθες. Τον ρήμαξαν. Απόσωσα μόνο δυό μάτσα σέλινο και μερικά καρότα.

-Περαστικοί; Για δεν έρχεσαι να μείνεις κάτω μαζί μας; Κινδύνεψες!

-Τίποτα δεν έπαθα. Πεινασμένοι ήτανε, δεν ήτανε εχθροί. Τα χόρτα ξαναγίνονται… Κι εξάλλου εδώ απαγορεύεται το κυνήγι, όλοι το ξέρουνε.

-Αλήθεια; Κι άμα σε μαζεύανε ποιος θα σε γλίτωνε γαμώ το στανιό σου εδώ στην ερημιά;

-Μη βρίζεις! Σου ΄χω πει πως επειδή τα χάσαμε όλα δε θα χάσουμε και την αξιοπρέπειά μας, όχι εμείς!

-Γιατί μένεις; Για διακόσα μέτρα πράσινη γη; Δεν έχεις φόβο μέσα σου επιτέλους;

-Διακόσα μέτρα! Ναι, για διακόσα μέτρα πράσινη γη! Γι’ αυτό! Θυμάσαι πώς ήτανε πριν το χωριό μας; Τώρα το μόνο πράσινο μέχρι κάτω στον κάμπο -ο Θεός να τον κάνει κάμπο δηλαδή πια!- είναι αυτά τα διακόσα μέτρα. Να τ’ αφήσω να πεθάνουν;

-Και προτιμάς να πεθάνεις εσύ; Το ‘χεις χαμένο τελείως;

-Ε, λοιπόν, άμα θες να ξέρεις ναι! Το προτιμώ να πεθάνω. Τι άλλο απόμεινε έτσι όπως τα κάναμε; Θα το κρατήσω ζωντανό αυτό το κομμάτι μέχρι να βγει η ψυχή μου! Λίγο εδώ εγώ, λίγο παρέκει κάποιος άλλος, αυτή είναι η ελπίδα μας, η μόνη ελπίδα μας. Κι ίσως κάποτε να γυρίσουν οι μέλισσες… Κι ίσως…

-Κι ίσως τι; Να ζωντανέψουν όλα τα ζα που χάθηκαν; Να καθαρίσουνε κι οι θάλασσες;

-Ναι! Ναι! Γιατί κοροϊδεύεις; Μπορεί και συ και ΄γω κι όλοι μας να ΄χουμε γίνει χώμα, στάχτη, μα θα τον βρει τον τρόπο της η φύση! Ο πλανήτης απλά θα μας ξεφορτωθεί και θα ανακάμψει.

-Ακόμα πιστεύεις στα θάματα. Ακόμα καρτεράς… Τι καρτεράς; Περνάν τα χρόνια, νιώσε λίγο! Θα πας χαμένη, δε σε νοιάζει που μεγαλώνεις;

-Τι να με νοιάξει δηλαδή; Απ’ ένα κομμάτι κρέας είμαστε και συ κι εγώ.

-Πάψε! Μη λες τέτοια εσύ… Δεν είναι έτσι για μας. Για κανέναν από μας.

-Αλήθεια; Σε τι διαφέρουμε απ’ τους άλλους δηλαδή;

-Δεν είναι όλα τα δάχτυλα ίσα… Τέλος πάντων, γιατί είσαι των άκρων; Δεν γεννηθήκαμε για να ζούμε μοναχοί μας. Είσαι γυναίκα, παιδιά δεν θες;

-Μην με εξοργίζεις! Δε με ρωτήσανε για να με γεννήσουνε! Παιδιά; Να τα φέρω σ’ αυτόν τον κόσμο; Μα δεν έχει απομείνει τίποτα! Αστεία κάνεις μου φαίνεται…

-Κι έπειτα λες πως ελπίζεις. Και δεν την σκοτώνεις έτσι την ελπίδα; Τόσο εγωίστρια είσαι, θες να πεθάνεις και να τα πάρεις μαζί σου όλα;

-Πως τολμάς! Εγώ είμαι εγωίστρια; Να φέρω παιδιά σε έναν άθλιο κόσμο, που μας ορίζει όλους η ίδια μοίρα;

-Όχι! Δεν μας ορίζει όλους η ίδια μοίρα, πέρα απ’ το θάνατο. Κανένας δε σε ρώτησε που σε γέννησε, μα αν δεν ήσουν εσύ, τώρα δε θα ‘τανε πράσινα αυτά τα διακόσα μέτρα!

-Τώρα τι να πω;…

-Να μην πεις τίποτα. Φτάνει…. Εμένα; Εμένα δε με πεθύμησες;…

-Και σαν;

-Ε πώς;…

-Θα ‘ρχόσουνα εδώ;

-Θα ερχόσουν εσύ κάτω.

-Ξέρεις πως δεν..

-Κι εγώ όμως πού να τους αφήσω;…

-Δεν με πειράζει, μη βασανίζεσαι.

-Εσύ με βασανίζεις.

-Εγώ σ’ αγαπάω.

-Πρώτη φορά το λες…

-Και τι θα πει; Δεν το ‘ξερες;

-Το ‘ξερα. Το ξέρω… Εγώ πιο πολύ.

-Ναι, καλά! Άντε, κάτσε να φάμε.

-Φεύγω, θα με πιάσει η νύχτα. Θα ‘ρθω αύριο.

-Όχι, σε δυο μέρες πάλι.

-Μου σπαράζεις την καρδιά… Σε δυο μέρες… Να είσαι εδώ.

-Το ελπίζω.

       Πέρασαν οι δύο μέρες. Πήγε, όπως το είχε υποσχεθεί. Δυό μάτσα σέληνο και μερικά καρότα βρίσκοταν ακόμα στον κήπο. Στάθηκε η καρδιά του στη θέση της. Εκείνη δεν είχε βγει στην πόρτα σαν άκουσε τα βήματά του, όπως το συνήθιζε πάντα. Έσμιξε τα φρύδια του μ’ απορία και προχώρησε.

      Έσπρωξε την πόρτα, πέρασε μέσα. Τα μάτια του χρειάστηκαν δυό λεπτά να συνηθίσουν το σκοτάδι, έξω είχε πάντα εκτυφλωτικό φως τη μέρα. Μια περίεργη, δυσάρεστη μυρωδιά του χτύπησε τα ρουθούνια. Κι ύστερα το είδε. Το κορμί της κείτονταν ολόγυμνο δίπλα στην παλιά σόμπα. Σκούροι λεκέδες από ξεραμένο αίμα παντού. Το στέρνο της ανοιγμένο στα δύο, σαν βιβλίο. Όλα τα όργανα έλειπαν. Τα μάτια της έλειπαν. Τα μάγουλά της το ίδιο. Όπου υπήρχε ψαχνό, στα μπράτσα της, στους μαστούς της, στους μηρούς της, στις γάμπες, έλειπε. Μα δεν το είχε κόψει μαχαίρι. Χέρια το ΄χαν τραβήξει, το είχαν μαδήσει. Δαγκωματιές φαινόντουσαν ακόμα τόπους-τόπους.

         Δυό μάτσα σέληνο και μερικά καρότα βρίσκονταν ακόμα στον κήπο…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη