“Αρετή”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλα τα πράγματα έρχονται ξαφνικά στη ζωή μας. Όπως τα καλοκαίρια, όπως και οι χειμώνες. Άντε, τότε, να τα τακτοποιήσεις εσύ, όπως τα σιδερωμένα ασπρόρουχα, στο μεσιανό ντουλάπι της ψυχής σου.

Στην Αρετή δεν άρεσε ούτε το σιδέρωμα, ούτε το ξαφνικό. Την αναστάτωνε, όπως άλλωστε σκεφτόταν, θα ‘πρεπε, κάθε φυσιολογικό άτομο στη γη. Όταν άκουγε τις φίλες της να ανυπομονούν για κάτι απρόσμενο, δεν άντεχε, της έβγαινε όλη η αντίδραση, «μαλακίες», έλεγε, και απομακρυνόταν, σα να ‘θελε να προστατέψει τον εαυτό της από τον αναμφισβήτητα κολλητικό ιό της μαλακίας.

Αν τα ονόματα μας, δήλωναν κάτι για τη φύση μας, την Αρετή θα την έλεγαν Αντίδραση. Και τους γονείς της Υποταγή στο τετράγωνο. Μοναχοπαίδι η Αρετή, είχε από νωρίς καταλάβει την απόλυτη δύναμη που είχαν τα θέλω της πάνω στους γονείς της. Και το εκμεταλλευόταν, κατά περίπτωση. Πότε μ’ ένα χαμόγελο, πότε χτυπώντας το πόδι κάτω, πότε πιάνοντάς τους ξεχωριστά τον καθένα, έπαιρνε η Αρετή ό,τι ήθελε κάθε φορά. Όταν πήγαινε δίπλα στον «μπαμπούλη» της, όλα τα κάστρα έπεφταν, όλες οι λογικές αντιστάσεις χαλάρωναν κι ο «μπαμπούλης», στο τέλος αποκοιμιόταν, περιτριγυρισμένος απ’ τη γλυκάδα και τη ζεστασιά τού σιροπιού της μαλαγανιάς της Αρετής.

Γλύκα που ‘χουν τα σιρόπια! Και τι μέθοδος αλάνθαστη η μαλαγανιά! Μόνο στη μοναξιά δεν κολλάνε. Όσο και να την γλυκάνεις, όσο και να την μαλαγανέψεις η μοναξιά, μοναξιά. Απόλυτη δύναμη, απόλυτο όριο, απόλυτη αλήθεια. Πώς δεν κόλλησε λίγο σιροπάκι στον Νίκο, αφού η συνταγή ήταν δοκιμασμένη και λειτουργούσε με τέλεια αποτελέσματα πάνω στον μπαμπά, αναρωτιόταν ξανά και ξανά η Αρετή, χωρίς να μπορεί να βρει τον λόγο. Έτσι λοιπόν, απρόσμενα, ένα γλυκό ανοιξιάτικο βραδάκι, μετά από ένα ήσυχο δείπνο, της ανακοίνωσε ο Νίκος την απόφαση του να χωρίσουν. Έπρεπε, λέει, να δουν κι οι δυο τους φως από αυτήν τη σχέση. Η Αρετή άναψε τσιγάρο. Ρουφώντας το τσιγάρο, προσπαθούσε να καταπιεί και τα λεγόμενα.. «Πω, πω , βαρύγδουπο!», σκέφτηκε. Το αναπάντεχο όμως, την είχε κολλήσει στον τοίχο. Στο μυαλό της άρχισαν να τρέχουν όλες οι «θυσίες» που είχε κάνει για αυτή τη σχέση. Τα ρούχα που υποτίθεται, σιδέρωνε η ίδια, ενώ πάντα κανόνιζε τις ώρες που ο Νίκος έλειπε να σιδερώνει η Νατάσσα, η Αλβανή που έπαιρνε και η γειτόνισσά της για τις δουλειές του σπιτιού, τα ντολμαδάκια που έβαζε τη μαμά της να φτιάχνει γιατί ήταν η αδυναμία του Νίκου , οι γιορτές στο σπίτι με τη μαμά του Νίκου να μετράει τις κινήσεις της λες και οι άντρες παντρεύονται ρομπότ με μετρημένες κινήσεις, ντυμένες στα άσπρα να βολεύουν όλη την επιθυμητή κλίμακα, από υπηρέτρια έως νοσοκόμα. Και κάπου στο μέσο, μια υποδιαίρεση, ρομπότ με εσώρουχα, για να καλύπτουν και την ανάγκη της πουτάνας.

«Τι λες, ρε Νίκο; Για ποιο φως μου λες τώρα; Τόσο καιρό δηλαδή τι βλέπαμε, σκοτάδια; Κι αν τα βλέπαμε, τόσο καιρό σου πήρε να το καταλάβεις Κι η αγάπη, αυτή που αξιωνόμαστε και νομίζαμε για αλήθεια;»

Και τον πλησίασε δακρυσμένη. Ο Νίκος έμεινε ακίνητος σαν τη πέτρα. Και πώς να γλυκάνεις την απόφαση στο πρόσωπο ενός άντρα όταν έχει σκληρύνει, ή να κινήσεις τη πέτρα απ’ τη καρδιά κάποιου αν την έχει τσιμεντώσει και από πάνω; Ήταν λοιπόν αποφασισμένος και προετοιμασμένος για όλες τις πιθανές αντιδράσεις της Αρετής.

«Απλά είναι η κατάλληλη στιγμή να τελειώνουμε κάτι που δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά. Άλλωστε, όλα τα πράγματα τελειώνουν κάποτε. Το θέμα είναι να τελειώνουν με τις μικρότερες απώλειες και με αξιοπρέπεια».

Λες και πρόκειται για πόλεμο. Μιλάει λες και πρέπει κάποιος να νικήσει, σκεφτόταν η Αρετή, η οποία έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη. Μπορούσαν τα πράγματα να γίνονται διαφορετικά από τον τρόπο που ήθελε εκείνη. Και οι τρόποι που είχε αναπτύξει από μικρή, έβλεπε πως δεν είχαν καμία ισχύ. Αντίθετα, καταλάβαινε τώρα, οι άνθρωποι κάνουν ότι αυτοί είναι διατεθειμένοι να κάνουν. Τι ψευδαίσθηση να νομίζει πως μπορούσε να καθορίσει τις αντιδράσεις των γύρω της ανθρώπων! Τι ανοησία να νοιώθει δυνατή γιατί τύχαινε, καταλάβαινε τώρα, να ταυτίζεται αυτό που εκείνη ήθελε με αυτό που ήταν πρόθυμοι οι άλλοι να της παραχωρήσουν!

«Δηλαδή, θα αντέχεις να μη συναντηθούμε ποτέ ξανά;» του είπε, ενώ ήθελε άλλα να πει. Όχι αντιδραστικά, να πει αληθινά ότι αισθανόταν. «Και την αγάπη που σου έχω, τι θα κάνω με αυτήν; Θα την διπλώσω προσεκτικά να μη την τσαλακώσω, θα την φιμώσω και θα τη βάλω στην άκρη της ψυχής μου; Κι όλα εκείνα που νόμιζα πως ήσουν για εμένα, που ήσουνα τα πάντα δηλαδή, τώρα δε θα ‘σαι τίποτα;»

«Ας αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη. Ίσως, κάποτε, ύστερα από χρόνια, συναντηθούμε τυχαία σε κανένα καφενείο!» Τι να πεις μετά από μια τέτοια απάντηση, τι να μαζέψεις; Η Αρετή θυμήθηκε τα λόγια του Αγγέλου στην «Αστροφεγγιά». «Κι η ψυχή μου , μάζεψε τα φτερά της και κοίταξε πίσω, κοίταξε πίσω, αυτό ήταν όλο.»

Το βράδυ κύλησε παγερά. Η Αρετή κοιμήθηκε έναν ύπνο,  ίδιο σα θάνατο. Τον ίδιο που κοιμόμαστε όλοι μας όταν η απόρριψη μας παγώνει. Από τούτη την απρόσμενη απόρριψη , έβγαζε καντήλες όταν άκουγε τους λάτρεις του απρόσμενου να αγωνιούν για τον ερχομό του. Ξαφνικά, δεν ήταν το μοναχοπαίδι των γονιών της, δεν μπορούσαν να την αλαφρύνουν. Και το είχε τόσο πολύ ανάγκη, να μπει στην αγκαλιά του μπαμπούλη της κι όλα να αλλάξουν και να γίνουν κατά πως τα θέλει η βασιλοπούλα Αρετή. Είχε γυρίσει πίσω.  Οι γονείς της, της είχαν παραχωρήσει απόλυτη ελευθερία, όντας εκεί για να κάνουν πραγματικότητα όλα τα θέλω της. Τώρα ο Νίκος, την άφηνε ελεύθερη να νοιώσει στη σειρά, όλα τα συναισθήματα. Απόρριψη, άρνηση, λύπηση, ξεφτίλα, μοναξιά.

Εντέλει, δεν ήταν και το τέλος του κόσμου. Μόνο του δικού της κόσμου το τέλος ήταν. Αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να μην περιμένει τίποτα. Να μην αγωνιά, να μην κρύβει πως δεν της αρέσει το σιδέρωμα, να μη βάζει τη μαμά της να φτιάχνει δύσκολα φαγητά, να μην κρατάει τη γλώσσα της όταν η ψυχή της ασφυκτιούσε. Ήταν σαν να άρχιζε πάλι.”From scratch”, που λένε κι οι Άγγλοι. Και το όνομά της, Αρετή, όπως λέμε Αντίδραση, όπως πρέπει να είναι κάθε αρετή.

«Ποιος άφησε την ψυχούλα του να στερέψει, περπατώντας ανάμεσα σε κελαρυστές πηγές;

Και ποιόν κράτησε το σκοτάδι ενώ τα φώτα φαίνονταν από μακριά; Δεν είναι η αγάπη πιθάρι με λάδι, να σκύψει ο νοικοκύρης, να νοστιμέψει η καρδιά.

Κι αν δεν δοθεί από κείνους που περιμένουμε, την ώρα, τη στιγμή που λαχταράμε, γίνεται ανάγκη, φωτιά, σίδερο καυτό και μας καίει.»

Για όλα τα’ άλλα, θ’ άφηνε την τύχη να  αποφασίσει. Ίσως στη ζωή μας, τελικά, τα πιο σπουδαία πράγματα να γίνονται ξαφνικά, χωρίς να τα περιμένουμε, και το κυριότερο, χωρίς να τα κυνηγάμε, ή να τα απαιτούμε.

Η απόφασή της είχε να κάνει με το πώς θα στεκόταν εκείνη απέναντι στα πράγματα. Και τα δέντρα, τα λυγάει ο βοριάς, τα καίει ο ήλιος, τα δροσίζει όμως και η ξαφνική φθινοπωρινή μπόρα. Κι η σκιά, σκιά. Ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Η Αρετή, συνειδητά Αρετή κι ακόμα πιο συνειδητά Αντίδραση. Με το τσεπάκι πάντα γεμάτο χαρτάκια που θα γράφουν «μαλακίες», να τα ρίχνει πίσω της, καθώς θα διάλεγε στο εξής, να φεύγει εκείνη τη κατάλληλη στιγμή, να γλιτώνει λιγάκι ξεφτίλα .

Είχε αλλάξει; Είχε μάθει; Είχε γίνει μια άλλη από αυτή που άφησε ο Νίκος; Αν ήταν και την γνώριζε τώρα, αν άρχιζαν τα πράγματα ξανά, πάλι στο ίδιο σημείο θα βρισκόταν;

«Με τα αν και την αγάπη, δεν τελειώνει ποτέ κανείς. Κι είναι τόσο περίεργο πράγμα η αγάπη».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη