«Απλοϊκές ιστορίες φτωχών ανθρώπων & άλλα διηγήματα», η εισήγηση για το βιβλίο της Κατερίνας Ευαγγέλου – Κίσσα από την φιλόλογο και Διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Φανής Μπαλαμώτη

[Η εισήγηση της  Δρος Μπαλαμώτη είναι από την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου «Απλοϊκές ιστορίες φτωχών ανθρώπων & άλλα διηγήματα» στα Τρίκαλα, τον Δεκέμβριο του 2018.]

 

 

Αγαπημένοι φίλοι,

Χαίρομαι που βρίσκομαι σ’ αυτό το ζεστό και εγκάρδιο καλωσόρισμα της πρώτης έντυπης συλλογής διηγημάτων της Κατερίνας, και την ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και τα καλά της λόγια. Την Κατερίνα τη «γνώρισα» αρχικά με τον κοινό τρόπο της εποχής μας, μέσω FB δηλαδή, ως φίλη φίλων. Μου άρεσαν τα σχόλιά της, η καλοπροαίρετη αλλά όχι απλοϊκή ή «χαριστική» κριτική της και το ίδιο μου άρεσαν κάποια διηγήματά της που διάβασα στη συνέχεια στην ηλεκτρονική της σελίδα «Λόγω Γραφής». Συναντηθήκαμε δια ζώσης σε μια βιβλιοπαρουσίαση -καλή ώρα- και όταν μου ζήτησε να είμαι εδώ απόψε, δέχτηκα με χαρά, η οποία δεν διαψεύστηκε όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου.

«Απλοϊκές ιστορίες φτωχών ανθρώπων» λοιπόν. Ο τίτλος σηματοδοτεί μια σειρά ερμηνειών, πριν ακόμη περάσουμε στα ενδότερα. Απλοϊκός  σημαίνει  ο απονήρευτος, ο άδολος, ο ανεπιτήδευτος, ακόμη και ο αφελής ή ο αβαθής στη σκέψη. Η λέξη Φτωχός, από την άλλη, πέρα από τον οικονομικά αδύνατο σημαίνει επίσης  τον δυστυχή, τον ελλιπή ή ανεπαρκή, τον υποδεέστερο, τον καημένο, αυτόν που συμπονούμε. Κάνοντας, λοιπόν, διάφορους συνδυασμούς των αποχρώσεων των λέξεων, σχηματίζεται μπροστά μας ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό, που συμπληρώνεται στον τίτλο με το «και άλλα διηγήματα». Εικοσιδύο είναι οι ιστορίες και τα διηγήματα της συλλογής – και αναλογιστείτε λίγο τη σημασία και αυτών των δύο λέξεων, καθώς κάποιες από τις ιστορίες (οι δέκα πρώτες, όπως μου είπε η Κατερίνα όταν τη ρώτησα σχετικά) αφορούν σε αληθινά περιστατικά που ή ίδια βίωσε ή άκουσε, ενώ οι υπόλοιπες ανήκουν στον χώρο της μυθοπλασίας.

Πριν λίγες μόλις μέρες, παρακολουθήσαμε μια εξαιρετική παρουσίαση μιας άλλης συλλογής διηγημάτων και εκεί, οι ομιλητές αναφέρθηκαν στη δυσκολία της «μικρής φόρμας», όπου οι πρωταγωνιστές είναι λίγοι, ο χώρος συγκεκριμένος, ο χρόνος δράσης συνήθως σύντομος και τα περιστατικά λίγα – αν όχι ένα. Καλείται λοιπόν ο διηγηματογράφος να εστιάσει σε κάτι μικρό και να το αναδείξει με συντομία αλλά και μεστότητα – και αυτό έκανε η συγγραφέας εδώ.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες στην ανάγνωση του βιβλίου, μου ήρθαν στο μυαλό διηγήματα που διάβαζα, κυρίως ως φοιτήτρια αλλά και μετέπειτα, και που χαρακτήρισαν ένα μεγάλο κομμάτι της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αυτό της ηθογραφίας. Οι ηθογράφοι καλλιέργησαν σχεδόν αποκλειστικά το διήγημα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του είδους και στην καθιέρωσή του στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξάλλου, ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ηθογραφίας, είναι ότι χαρακτηρίζονται συνήθως από έναν έντονο λυρισμό και εμπνέονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τα προσωπικά βιώματα των ίδιων των συγγραφέων. Πολύ συχνό, μάλιστα, είναι το φαινόμενο κάθε πεζογράφος να χρησιμοποιεί τον τόπο καταγωγής του ως πλαίσιο για τα έργα του.
Επίσης, οι ήρωες είναι άνθρωποι του λαού, που φυσικά μιλούν μεταξύ τους στη δημοτική, χρησιμοποιώντας τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής τους. Αρκετοί δε
ηθογράφοι συγγραφείς έδωσαν σπουδαία έργα και οδήγησαν σταδιακά στο πέρασμα από την ηθογραφία προς το ρεαλισμό και το νατουραλισμό.

Σας τα λέω όλα αυτά, όχι για να κατατάξω τα διηγήματα της Κατερίνας σ’ αυτό το ρεύμα, εξ’ άλλου έχει περάσει ένας αιώνας σχεδόν από την εμφάνιση και διάδοσή του, όμως μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι μια νέα συγγραφέας, αφουγκράστηκε και αποθήκευσε στο μυαλό της με τόση ευαισθησία τα πρόσωπα των αφανών ανθρώπων της υπαίθρου που την περιέβαλαν στα παιδικά της χρόνια – και σήμερα τα ξαναζωντάνεψε και τα μοιράζεται μαζί μας. Και δεν είναι τυχαίο ότι, οι δέκα πρώτες αληθινές ιστορίες τιτλοφορούνται με τα μικρά ονόματα ή τα προσωνύμια/παρατσούκλια των πρωταγωνιστών: (Βαγγελίτσα, Μπαρμπα-Τέλης, Κυρά-Φόνη, Νίκη, Μαριγώ, Βάγγος, Σούλης Μουσκάς, Η Μάγισσα, Αργύρης, Ο Κοσμοκαλόγερος).  Τα συμπαθούμε αμέσως όλα αυτά τα πρόσωπα, όχι γιατί κάποτε υπήρξαν στ’ αλήθεια, εννοώ τη συμπάθεια με την ετυμολογική της σημασία, συν-πάσχουμε δηλαδή, ταυτιζόμαστε, ίσως γιατί φέρνουν στο μυαλό κάποια αντίστοιχα που γνωρίσαμε κάποτε κι εμείς και τα κουβαλάμε ως ασήμαντες αναμνήσεις μέσα μας. Η Βαγγελίτσα, μια «κοπέλα που έμεινε μόνη της η φτωχιά»… και τι θα πει κοπέλα; Και τι θα πει μόνη; Χρόνια μετά το κατάλαβε η συγγραφέας, όπως χρόνια -συνήθως-  κάνουμε να καταλάβουμε τους διάφορους κοινωνικούς ευφημισμούς. Ο Μπαρμα-Τέλης, δωρική σχεδόν φιγούρα, μόνος κι αυτός, εμβληματικός, βάζει φωτιά στον στάβλο του όταν μια βαρυχειμωνιά έκανε τα πρόβατά του να ψοφήσουν, μια ύστατη κάθαρση της ζωής του όλης κι αυτός «στεκόταν πενήντα μέτρα απ’ τον στάβλο, όρθιος, στηρίζοντας στη γκλίτσα του σταυρωτά τα χέρια του κι απάνωθέ τους το σαγόνι του. Κοιτούσε τη φωτιά και τα μάτια του τρέχανε. Μόνο αυτό. Τα μάτια του τρέχανε σαν δυο βρυσούλες δάκρυα. Άπαυα.

[Φωτογραφία: Σωτήρης Γοργογέτας]

Κι ούτε αναφιλητό, ούτε ανάσα, ούτε βαρυγκώμια». Η Κυρά-Φόνη, χήρα με δυο μικρά παιδιά, το ένα κουσουρεμένο απ’ τη γέννα, βράχος ακλόνητος και μάνα και πατέρας, φροντίζει τα μνήματα του χωριού για να επιβιώσει, μέχρι που στο δικό της μνήμα τη συνοδεύουν τα λόγια που χάραξαν τα παιδιά της «Άξιος ο μισθός της». Η Νίκη δεν είναι απ’ τα μέρη μας. Με αύρα ευρωπαϊκή, ζωγράφος ρομαντική, «στραβώθηκε και αγάπησε τον Ανέστη και τον ακολούθησε στο χωριό του»… και το ρήμα αυτής της φράσης προοικονομεί, νομίζω, την εξέλιξη. Νάτη και η Μαριγώ, κορίτσι από άλλη πάστα κι αυτό, «παρηγοριά» της μάνας της, γεμάτη χρώμα και γέλιο, διαφορετική «εκ γενετής» που ερωτεύεται αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση, όχι απ’ τον αγαπημένο της αλλά από τον ίδιο της τον πατέρα, που λύσσαξε και της έκοψε το γέλιο και τη μνήμη. Στον Βάγγο, τον σκατόψυχο, πρωταγωνίστριες είναι μάλλον η στείρα αλλά πλούσια γυναίκα του και η ερωμένη του με τα δυο τους μούλικα. Μικρές κοινωνίες αλλά μεγάλη η γυναικεία καρδιά και αλληλεγγύη! Ο Σούλης ο Μουσκάς, ούτε θυμόταν οι χωριανοί από πού του έβγαλαν το παρατσούκλι, ξενομερίτης κι αυτός, απογοητευμένος απ’ τον έρωτα, καταφέρνει με την κιθάρα του να τον συμπονέσουν μετά από καιρό οι ντόπιοι που τον έβλεπαν καχύποπτα. Η Μάγισσα, που Μάγια τη βάφτισαν αλλά αλλιώς τη φώναζαν, ήταν κι αυτή παράταιρη στο κλίμα του χωριού. Μεγαλωμένη από μια άκληρη θεία της στη Θεσσαλονίκη, κατά πώς γίνονταν τότε, μεγάλωσε με την προσμονή της επιστροφής στο χωριό, έχοντας σπουδάσει στη μεγάλη πόλη όλα τα βοτάνια και τις ρίζες που γιάτρευαν αρρώστιες και πόνους. Η αντιπαράθεση με τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες κορυφώνεται άγρια, για να καταλήξει σε μια αρμονική, εν τέλει, συνύπαρξη  των δύο αντιθέτων. Ο Αργύρης, πρωταγωνιστεί μαζί με τον Νάσο σε μια ακόμη ιστορία του «διαφορετικού» και της δύσκολης αποδοχής του στις μικρές ασφυκτικές κοινωνίες, που καταλήγει στο χωρισμό και -χρόνια μετά- στην αιώνια επανένωση. Τέλος,  ο Κοσμοκαλόγερος της τελευταίας ιστορίας, γιός της όμορφης και αγνής Παναγιούλας και του ανεπρόκοφτου και ακαμάτη Τάσου, μεγαλώνει με την προστασία της πρώτης και τις αγριάδες και απαξίωση του δεύτερου, μέχρι που έρχεται η ώρα να εκπληρώσει αυτό για το οποίο ήταν ταγμένος από μικρός. Εδώ, σχεδόν ακριβώς στα μισά του βιβλίου, τελειώνουν οι ιστορίες και πριν αρχίσουν οι «μυθιστορίες» ένα μικρό αφήγημα με τίτλο «Μη λες αντίο» μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Μικρό σε έκταση, το μικρότερο όλων σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, περιγράφει ένα σκηνικό κηδείας, με τον αφηγητή/αφηγήτρια να παρακολουθεί βουβά τόσο τον νεκρό, όσο και τον γιό του που πενθούσε με πυκνό πόνο. Ένα ταπεινό προσκύνημα είναι το κείμενο αυτό, μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου και στη σιωπή -κυριολεκτική και μεταφορική- που αυτός φέρνει. Ένα ακόμη αφήγημα σε πρώτο πρόσωπο, με τίτλο «Τα παιδιά ορφανεύουν από μάνα», μου άφησε έντονη την αίσθηση του αυτοβιογραφικού. Όπως και να ’χει, όσοι/όσες έχουμε τέτοιες μνήμες από τις μανάδες μας, μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας στη θέση της αφηγήτριας. Στο υπόλοιπο δεύτερο μέρος, ο χώρος και τα πρόσωπα διαφοροποιούνται αρκετά, αν και σε κάποια παραμένει ως σκηνικό δράσης το χωριό. Έχουμε όμως και έναν πιο κοσμοπολίτικο αέρα εδώ, σχέσεις ερωτικές σε αστικό τοπίο, βήματα τολμηρά από νεαρότερη σε ηλικία κοπέλα προς έναν ώριμο άνδρα, μια ελληνίδα στην Ιταλία και έναν έρωτα με ωραίες γεύσεις που απλώνεται πέρα απ’ τα σύνορα της χώρας – αλλά και ιστορίες με σασπένς, κάτι μεταξύ «παράνοιας» και θρίλερ, όπου η υποταγμένη και αδύναμη πρωταγωνίστρια κρύβει μέσα της έναν άλλο εαυτό, που ωθούμενη στα άκρα τον φέρνει στην επιφάνεια με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο. Θα σταθώ μόνο στη δίσημη φράση της Κρινιώς στο Προξενιό, που κλιμακώνεται σε ατμόσφαιρα γκροτέσκου, όταν στο τέλος τη ρωτάει ένας γείτονας «κι ο Νικήτας πού είναι» κι αυτή απαντάει «ταϊζει τα σκυλιά».

Αυτές είναι οι ιστορίες της Κατερίνας, γεμάτες πλούσιες περιγραφές, ζωντανούς και παραστατικούς διαλόγους, ρεαλιστικούς πρωταγωνιστές, άμεση γλώσσα διανθισμένη συχνά με το τοπικό ιδίωμα και ισορροπημένη συναισθηματική φόρτιση. Εύχομαι να είναι καλοδιάβαστες και να τις απολαύσετε κι εσείς όσο τις ευχαριστήθηκα κι εγώ.

Σας ευχαριστώ!


Δρ. Φανή Μπαλαμώτη

Λίγα λόγια για την εισηγήτρια: Η Φανή Μπαλαμώτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα. Είναι φιλόλογος και κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος στην κοινωνική ανθρωπολογία από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας. Εκεί έζησε σχεδόν δύο δεκαετίες, γέννησε τους δυο γιούς της και δίδαξε για οκτώ χρόνια στο Πανεπιστήμιο μετά την αποφοίτησή της. Ο νόστος την έφερε πίσω στα πάτρια και από το 2003 υπηρετεί στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων. Αγαπά πολύ το διάβασμα, τη λογοτεχνία και την ποίηση, το θέατρο και τα ταξίδια.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη