«Απασιονάτα», γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Εκεί προς το τέλος του Καλοκαιριού με αρχές Φθινοπώρου, τότε που ο καιρός γλυκαίνει και δεν κάνει μήτε ζέστη μήτε κρύο (γιατί, για τον καιρό δεν ισχύουν τα αρνητικά που λέμε για όλα τα μεσοβέζικα πράγματα), η Πέρσα καθόταν στο μικρό της μπαλκόνι και έγραφε, παρέα με την θεσπέσια μουσική του Μπετόβεν, την Απασιονάτα σε μια εκτέλεση μαγική από μια νεαρή πιανίστα που το μέλλον της διαγραφόταν τέλειο από σολιστικής πλευράς.

Γράψιμο και ακρόαση καλής μουσικής συγχρόνως, ήταν κάτι που δεν συνήθιζε η κυρία αυτή, γιατί δινόταν με το 100% της προσοχής της ή στο ένα ή στο άλλο και ποτέ μαζί, εις βάρος του ενός από τα δύο, όσον αφορά την προσοχή της. Αυτή τη φορά, έκανε μία μικρή παραχώρηση εις βάρος της μουσικής, την οποία μπορούσε να απολαύσει όποια άλλη ώρα ήθελε, ενώ η Έμπνευση για το μυθιστόρημα που έγραφε, δεν μπορούσε να περιμένει. Ανυπόμονη, απαιτητική, εγωίστρια, αριβίστρια και μαγική, την ήθελε όλη δική της και την είχε.

‘’ Όμως, κοίτα να δεις φίλε μου, που και να θέλεις να αγιάσεις που λένε, μακριά από λύσεις μυστηριωδών υποθέσεων, παρανομίας και εγκλήματος, η τύχη σου δεν σ’ αφήνει. Γιατί να το κάνει λες; Σπάει πλάκα μαζί σου, ή είναι κι΄ αυτή μια βιτσιόζα των αστυνομικών ιστοριών και επομένως… φαν μου!!!’’

Απομεσήμερο και στο δρόμο ούτε πουλί πετάμενο, ούτε αυτοκίνητο, ούτε γατιά και σκυλιά, που άλλες ώρες αποτελούν το σκέλος του ήχου στο φως του εκτυφλωτικού ήλιου που ζωηρεύει τα χρώματα και δίνει ζωή σε φυτά και ανθρώπους και όχι μόνον βέβαια.

Ξάφνου τούτη τη γαλήνη έρχεται να ταράξει μια παραφωνία αλλόκοτη , Πέστε παρακαλώ, πώς πηγαίνει ο καθένας στο διαμέρισμά του; ’’Από την κεντρική είσοδο’’ θα μου πείτε ‘’παίρνει το ασανσέρ, ή ανεβαίνει από τις σκάλες αν είναι νέος ή κλειστοφοβικός’’….

‘’Μα τότε τι κάνει ο νεαρός ετούτος που σκαρφαλωμένος εν είδει batman προσπαθεί να φτάσει, με κίνδυνο να πέσει και να τσακιστεί, στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας απέναντι; Είναι ένοικος άραγε (σκέψου δεν ξέρεις ποιος είναι ο γείτονάς σου τρία μέτρα η πόρτα του από τη δική σου!) ή είναι κανένας λωποδύτης από αυτούς που ξαφρίζουν τα σπίτια το καλοκαίρι που οι ένοικοι λείπουν σε διακοπές;’’

Θορυβήθηκε.

«Ε, ψιτ κύριος! Τι σόι είσοδος στο σπίτι σου είναι τούτος; Δεν φοβάσαι μη τσακιστείς, βεντούζες έχεις στα πόδια σου;»

«Κάνε δουλειά σου μαντάμ. Υδραυλικός είμαι και κάνω μια επιτόπια έρευνα τού χώρου που θα τοποθετήσω τους καινούργιους σωλήνες εξωτερικά του σπιτιού».

«Και τώρα με έπεισες», του απαντάει και παίρνει την άμεση δράση.

Απίστευτο και όμως αληθινό. ω φίλοι και φίλες. Το 100 ήρθε πριν καλά καλά η Πέρσα κλείσει το τηλέφωνό της. Τους λέει εν τάχει για τον ‘’υδραυλικό’’ ο οποίος εντωμεταξύ έχει εξαφανιστεί κάπου στα ενδότερα του σπιτιού απέναντι.

«Και εμείς κυρία μου τι να κάνουμε τώρα; Να αρχίσουμε να κτυπάμε τα κουδούνια 30 διαμερισμάτων και να ρωτούμε πού είναι κάποιος που λέει ότι  είναι υδραυλικός; Στέκει δεν στέκει;»

Και όμως μετά ολίγον δισταγμό αυτό ακριβώς και κάνουν. Μα υδραυλικό ζητάνε και αντ’ αυτού, βρισιές εισπράττουν από τους αγουροξυπνημένους από την μεσημεριάτικη σιέστα ενοίκους. Υδραυλικός πούπετα, (πουθενά).

«Μα είστε σίγουρη κυρία μου;»

«Από πού δύει ο ήλιος;»

«Από τη Δύση…»

«Σίγουρα; Τόσο σίγουρη κι εγώ. Αλλιώς πού ήξερα ότι είναι υδραυλικός; Ποιος μού το σφύριξε ο Φούφουτος;»

«Καλώς καλώς. Ησυχία παρακαλώ».

Είχαν πια βγει όλοι στα μπαλκόνια και στα παράθυρά τους και γινόταν ένα πανδαιμόνιο.

«Για να μας πει ποιος κύριος ή ποια κυρία κάλεσε υδραυλικό;»

Κανείς.

«Μα κύριε πολιτσμάνε είναι και οι ένοικοι που λείπουν σε διακοπές Μπορεί να τον κάλεσαν εκείνοι».

«Ναι και τού είπαν να έρθει όταν θα λείπουν και το σπίτι τους κλειστό, ε;»

“Και πόσοι είναι οι απόντες, ξέρουμε;»

«Οι μισοί από εμάς τους ατυχείς.»

«Δεν είστε καθόλου ατυχείς, εκείνοι που θα γυρίσουν και θα βρουν τα σπίτια τους καλοκαιρινά, λόγω Καλοκαιριού θα είναι οι ατυχείς», πετάχτηκε η Πέρσα.

«Ανέβα βρε όργανο στην ταράτσα, κάπου εκεί θα έχει λουφάξει, σας λέω, ο τύπος.»

«Τι λες κι εσύ ρε συνάδελφε να πάμε;»

«Εγώ σου λέω ότι η μουρλόγρια τα ’χει χαμένα και φαντάζεται ιστορίες, γιατί άλλη δουλειά δεν έχει να κάνει.»

«Σκάσε ρε μη σ’ ακούσει. Ξέρεις ποια είναι η γριά που λες; Η Πέρσα Βουδούρη, φίλη της αστυνομίας και κολλητή του αρχηγού. Δεν μπορεί να λέει μπαρούφες και βέβαια, με τόσο σαματά που γίνεται σαν τι περίμενες δηλαδή να στέκεται ο τύπος και να μας περιμένει να τον συλλάβουμε;»

«Ωραία. Ας πούμε ότι μπήκε. Από πού βγήκε, μου λες;»

«Κυρία δεν μου λες, είπες τον είδες να μπαίνει, δεν θα έπρεπε και από κάπου να βγει; Πολυκατοικία είναι τούτη, δεν είναι μονοκατοικία με άλλες παρόμοιες γύρω της, να πεις ότι το έσκασε στέγη με στέγη πηδώντας. Δεν είν΄ έτσι;»

«Ναι, μα εγώ σου μιλάω κι εσύ δεν με ακούς. Σου είπα να πάτε στην ταράτσα. Πήγατε; Εκεί σου λέω είναι.»

«Έχε χάρη που είμαι θαυμαστής σου miss Marple της γειτονιάς.»

«Πάμε να ρίξουμε μια ματιά ρε σεις.»

Μα ο κλέφτης που τους πήρε χαμπάρι ζύγιαζε τον εαυτό του και υπολόγιζε ποιο μέρος του σώματός του  θα τραυματιζόταν πιο πολύ αν πηδούσε στο από κάτω μπαλκόνι που ανήκε σε σπίτι κενό και επομένως το μόνο μέρος όπου μπορούσε να βρει καταφύγιο, ήταν στο σπιτάκι του σκύλου, που παραθέριζε μαζί με τα αφεντικά του.

Το «ωχ μάνα μου» που ακούστηκε, έκανε τους τού 100 με τον διαχειριστή, χωρίς πια να περιμένουν κάποιον Εισαγγελέα, να ορμήσουν προ τα πάνω. Μα ανοίγουνε τον δεύτερο όροφο, τον τρίτο, το ρετιρέ, ΤΙΠΟΤΑ. Κανείς.

Και τούτα τα κανιά που λίγο εξέχουν από το σπίτι του σκύλου, σαν ανθρώπινα δεν μοιάζουν;

«Υδραυλικέ, για δεύρο όξω. Ρε έτσι και έρθει το ΠΙΤ ΜΠΟΥΛ ή το ΡΟΤ  ΒΑΪΛΕΡ, δεν κατάλαβα τι ακριβώς μού είπε ο διπλανός κύριος, πάει θα πας κομματάκια στον άλλο κόσμο. Πού ακούστηκε να κάνεις κατάληψη στο σπίτι τους; Και για δες τώρα σύμπτωση. Μόλις κατέφτασαν οι  ιδιοκτήτες τού σπιτιού αυτού, όπως με ειδοποίησε ο συνάδελφος κάτω. Εγώ λέω να την κάνω, για να μην δω τη σκηνή που θα λάβει χώρα. Άντε γεια.»

«Βοήθα ρε φίλε να βγω. Το ‘χω σπάσει το ρημάδι και δεν παίρνω ομπρός.»

Και τα όργανα της τάξης σήκωσαν αγκαλιά τον υδραυλικό και τον έβαλαν στο αμάξι τους ενώ ο σκύλος που είχε μυριστεί την ξένη παρουσία καθώς έμπαινε στο σπίτι τους ακουγόταν να γαβγίζει σαν παλαβό. Αγριεμός, μπρ,  μπρ, μπρ…

Τυχεροί τελικά οι παραθεριστές που δεν τους βγήκαν ξινές οι διακοπές με το να βρουν το σπίτι τους καλοκαιρινό καλοκαιριάτικα! Τυχερός και ο λωποδύτης. Όσο να ‘ναι, η αντιμετώπιση από τον Νόμο θα ήταν πολύ πιο ανώδυνη από τα δόντια των τρομερών σκύλων.

Όλοι ευχαριστημένοι λοιπόν.

Αχ βρε Πέρσα και από το μπαλκόνι σου ακόμη σώζεις κόσμο. Ποια μάνα σε γέννησε; Να αγιάσουν τα κοκαλάκια της.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη