“Ανθή”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πέρα από το όνομά της δεν έβρισκε τίποτα ν’ ανθίζει στο μυαλό της και στο σώμα της η Ανθή. Αντίθετα, όλο το άνθισμα είχε σταματήσει την ημέρα που της έδωσαν το όνομα. Δεν είχε να παραπονεθεί για μεγάλες ατυχίες στη ζωή της. Η μεγαλύτερη ατυχία της ήταν ο τρόπος που κοίταζε τα πράγματα. Εξωπραγματικός, όπως συχνά της καταμαρτυρούσε το περιβάλλον της. Είχε βάλει, λοιπόν κι εκείνη ετούτη την ταμπέλα μπροστά της και είχε βαλθεί να βρίσκει αποδείξεις που θα τεκμηρίωναν μια τέτοια άποψη.

Κατ’ αρχήν, η Ανθή ήταν συνεπής. Πονούσε όταν έβρισκε τις προσμονές της απ’ τους ανθρώπους που αγαπούσε να είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα. Εκείνη αυτό που σκεφτόταν, αυτό έκανε και πράξη, αφού το είχε παιδέψει πρώτα μέσα της. Αν έδινε τον λόγο της, όσο και να σφαζόταν μέσα της, όσο και να αντιδρούσε το σώμα κι η ψυχή της, γιατί εκείνη δεν είχε την ίδια άποψη, ό,τι είχε υποσχεθεί το έκανε, αδιαφορώντας για το κόστος. (Τελευταία όμως, δεν υποσχόταν και πολλά, ήξερε πως δεν θα άντεχε να τα φέρει σε πέρας.)

Ύστερα, ήταν αληθινή. Όταν ήταν πιο νέα, άντεχε να μη μιλάει. Μόνο κατάπινε. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, γέμισε η ψυχή της κι άρχισε να ξεβράζει κύματα και φύκια. Ή πάλι, σώπαινε, σαν ύπνος χωρίς όνειρα, τα πνιχτά, υγρά και ζεστά βράδια του καλοκαιριού. Τι την πονούσε πιο πολύ δεν είχε καταφέρει να πει ούτε στον εαυτό της, όλα τα έβρισκε να λειτουργούν σαν ένας κύκλος, γύρω του περιστρεφόταν σε σταθερή τροχιά για χρόνια τώρα. Από την σιωπή στην αντίδραση και πάλι από την αντίδραση στη σιωπή.

Η Ανθή έμενε μόνη της σε ένα παλιό σπίτι στο Παγκράτι που της είχαν γράψει οι δικοί της. Δεν είχε παντρευτεί αν και είχε αρραβωνιαστεί. Λίγο πριν το γάμο, όλα χάλασαν. Αν μιλάνε πολλοί και τους παίρνεις υπόψη σου όλους, πάλι καταλήγεις εκεί από όπου ξεκίνησες, εκεί που καταλήγουμε όλοι, παντρεμένοι ή όχι, στη μοναξιά. Τουλάχιστον όμως, αν είχε παντρευτεί, θα είχε για λίγο παραμυθιαστεί, θα είχε μοιραστεί κοινές αγωνίες, θα είχε νιώσει πως είχε δημιουργήσει ένα κάτι, από το μηδέν. Τώρα, γευόταν τη μοναξιά της στην απόλυτη μορφή της. Το βράδυ, ξεκλειδώνοντας την πόρτα δεν άκουγε κανέναν να περιμένει. Δεν την είχε ξυπνήσει ποτέ μέσα στη νύχτα κανένα παιδικό κλάμα. Ανθώ έπρεπε να την είχαν ονομάσει, το άλφα και το ωμέγα η ίδια τής ύπαρξής της.

Έτσι, λοιπόν, είχε αρκετό χρόνο, να αναρωτιέται, πώς σε άλλους ανθρώπους δίνεται μια γεμάτη ζωή και άλλους τους βάζει μια αόρατη βούληση, (ή μήπως η δικιά τους) να κινούνται γύρω από τις ζωές των άλλων! Τα σκαμπανεβάσματα της μοίρας, η τύχη, η κακιά στιγμή, η συνέπεια, η αλήθεια. Όλα το ίδιο κοφτερά.

Πολλές φορές, σκεφτότανε το τέλος. Τη βασάνιζε το πώς τελειώνουν οι άνθρωποι τη ζωή τους. Κι έτσι που δεν είχε κάνει παιδιά, είχε μονάχα ανίψια, το τέλος την προβλημάτιζε ακόμη πιο πολύ. Φοβόταν πως θα κατέληγε σ’ ένα γηροκομείο, να περιμένει με λαχτάρα την επίσκεψη των δικών της. Δύσκολο πράγμα οι επισκέψεις. Και τα φευγιά, όμως, δυσκολότερο. Τουλάχιστον να κοιτούσε, το γηροκομείο, σκεφτόταν η Ανθή, σ’ ένα σχολείο! Να’ βλεπε τα παιδιά να παίζουν, να γελούν, να τρέχουν, τη ζωή ζωντανή από το τζάμι, τότε θα είχε τη δύναμη να αντιχαιρετίσει στον άξαφνο χαιρετισμό μιας άγνωστης που θα περνούσε και θα την έπιανε να κοιτάζει.

Όμως, πάλι, πόσους χαιρετισμούς, πόσα χαμόγελα, πόσα καταλαβαίνουμε όταν γίνονται γύρω μας, κλεισμένοι ο καθένας μας στο δικό του παραμύθι, στη δική του αλήθεια, «καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του»; Με τα χρόνια, η Ανθή είχε καταλάβει πώς λειτουργούν τα πράγματα. Κύκλοι ομόκεντροι και στο κέντρο εμείς. Όχι παρέα, ο καθένας μόνος του. Τα μαθηματικά στη ζωή μας, που έλεγε και η αδελφή της. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε γλιτώσει πολύ πόνο και κόπο. Είναι όμως μαζί και η ψυχή η ρημάδα. Από τις πτυχές, τις ζάρες και τα τσαλακώματα, μοιάζει στο τέλος σα λερωμένο σφουγγαρόπανο. Η διαφορά στο πόσο «ακριβά» το κρατάει ο καθένας μας. Βλέποντας πάντα μέσα απ’ τη βρωμιά του, πώς ήταν κάποτε..

Δεν τα χωράς, λοιπόν, όλα ο’ ένα καλάθι. Ή θα μυρίζουν όλα το ίδιο στο τέλος, ας πούμε, όταν τακτοποιείς τα ψώνια απ’ τη λαϊκή, βάζεις τις μπανάνες, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, όλα μαζί; Ή θα μυρίσουν το ένα από του άλλου τη μυρωδιά, ή θα σπάσει το καλάθι.  Έτσι και με τη ζωή σου. Διαφορετικά καλάθια, για να έχεις και κουράγια να σηκώνεις. Τι νόμιζες, Ανθή, βγαίνουν πολλοί στους δρόμους με μεγάλα όνειρα, σαν και του λόγου σου; Δεν είναι αναίδεια ετούτη εδώ η αποκοτιά; Να φοράς τις ψευδαισθήσεις σου, σα πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια κατάστηθα και να έχεις και απαιτήσεις από τους άλλους να τις σεβαστούν!

Σε γελάσανε. Πολλές φορές. Ναι, φταις. Φταις που πίστεψες πως η αγάπη διαρκεί για πάντα, φταις που πίστεψες στη φροντίδα και το ενδιαφέρον των δικών σου, φταις που πίστευες πως το καλό κάποια στιγμή εκτιμάται, πως η προσπάθεια ανταμείβεται, φταις. Αν το είχες πάρει διαφορετικά από την αρχή και δεν αξιωνόσουνα τόσο ανέφικτα πράγματα, τώρα η ζωή σου θα ήταν αλλιώς. Άλλα θα σκεφτόσουν, άλλα θα έλεγες. Άλλον θα αγαπούσες, άλλον θα παντρευόσουν, ύστερα, δεν θα ήσουν και η πρώτη, μέσα σου θα ήθελες να φωνάξεις και στους έξω θα ακουγόταν μια φωνή μελιστάλαχτη, στο μέλι, άλλωστε κολλάνε πολλοί. Λένε, μπράβο αυτοσυγκράτηση, μπράβο ψυχραιμία, δομή χαρακτήρα και τα λοιπά. Διαφορετικά, για σένα λέγανε, μπράβο η νευρωτική! Όχι πως είχες και πολλές εκρήξεις. Νευρωτικοί, σύμφωνα με τους άλλους πάντα, είναι αυτοί που τους είχαν συνηθίσει να μη μιλάνε και να μη τους φέρνουν αντιρρήσεις και ξαφνικά άλλαξαν. Τόσο απλά. Οι παραπανίσιες αιτίες, ερωτήσεις, τα ψαξίματα, χάσιμο χρόνου, ψυχής, περιττό.

Ό,τι άνθισε, ήταν ένα λουλουδάκι μυρωδιαστό στην ψυχούλα σου, Ανθώ μου. Ακόμα μυρίζει κι ας ξεράθηκε το χώμα. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, η ζωή, στο τέλος, γελάει με όλους μας.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη