«Αναμετρήσεις», ένα κείμενο της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Το μόνο που είχε μείνει αλώβητο από το χρόνο, τα μάτια της ήταν. Χρυσοπράσινα, μεγάλα, με μια γλυκύτητα και μια λύπη αδιόρατη. Ένα τεράστιο ερωτηματικό ήταν τα μάτια της. Για τα χρόνια που πέρασαν, τα κενά που άφησαν, τα λάθη και τις παραλείψεις της. Τις τραγικές παραλείψεις της, έτσι ακριβώς μου είπε, όταν βρεθήκαμε.

Είχαμε να συναντηθούμε  χρόνια. Κάποια στιγμή το αποφασίσαμε, δεν πήγαινε άλλο. Εμείς, που τόσα πολλά κοινά είχαμε  ζήσει, να μη βρισκόμαστε. Συναντηθήκαμε σ΄ ένα café, που άρεσε και στις δυo μας. Πήραμε τον καφέ και το γλυκό που πάντα αγαπούσαμε. Με τον καφέ για δύναμη απλώσαμε το χαλί των αναμνήσεων και περπατήσαμε πάνω του. Σαν να περπατήσαμε σε αγκάθια, έτσι μας φάνηκε. Κάθε πατημασιά και ένας  πόνος ηχηρός, που ξεκινούσε από την καρδιά και έβγαινε με προσπάθεια πολλή στα χείλη.

Συμφωνήσαμε πως   τα φοιτητικά μας χρόνια  ήταν ότι καλύτερο είχε συμβεί στη ζωή μας. Δροσερά αυτά τα  χρόνια, το μέλλον μας φαινόταν τότε ευοίωνο. Είχαμε τόσο χρόνο μπροστά μας, στο χέρι μας ήταν να οικοδομήσουμε, να τσαλακώσουμε και μετά πάλι να ισιώσουμε. Έτσι νοιώθαμε. Γελώντας, το εξομολογιόμασταν η μια στην άλλη. Αθώα χρόνια και μυαλά. Δεν κράτησαν πολύ. «Σαν από όνειρο» τής είπα  «τα θυμάμαι». «Κι εγώ» μου αποκρίθηκε εκείνη.

Πολύ γελούσαμε τότε και  άλλο τόσο παιχνιδίζαμε. Ύστερα, η ζωή θαρρείς ότι  σοβάρεψε και πήρε τη δική της την τροχιά. Όχι ακριβώς,   εμείς της δώσαμε την ώθηση, εμείς  τα ζωγραφίσαμε τα σχέδια μας.

Ύστερα είπες «ερωτεύτηκα και ξέχασα τους στίχους των αγαπημένων τραγουδιών και οι μελωδίες, που συντρόφευαν τα χαμόγελα μας, κλείστηκαν ερμητικά στο μαγικό κουτί της λήθης. Μαζί τους κι εγώ». Εγώ δεν άντεξα και ρώτησα.

ΕΓΩ: Γιατί ;

EKEINH: Ξεχνάς; Αυτός ο έρωτας, ο μέγας, ο καταλυτικός, εξαΰλωσε ό,τι αγαπούσα πριν μου χτυπήσει τις αυλόπορτες τού νου. Εξαφάνισε τις ράγες που ισορροπούσα  πάνω τους  με τα χέρια ανοιχτά και φώναζα με όλη μου τη δύναμη στον ορίζοντα. «Εδώ είμαι  εγώ, περίμενε με κι έρχομαι!». Δεν μ΄άφησε παρά ένα μονάχα δρόμο. Αυτόν της αφοσίωσης, της αγάπης  και υποταγής σε αυτόν τον ένα και μοναδικό ηλιοστεφανωμένο, που με περίμενε στο θρονί του, εμένα την ταπεινή υπήκοο, για  να τον προσκυνήσω και να του υποταχθώ. Εσένα τι έγιναν οι ράγες σου;

ΕΓΩ: Εγώ τις κράτησα, δεν τις θυσίασα ποτέ κι ας τραγουδούσαν ξελογιαστικές σειρήνες και με ωθούσαν απαλά στον ένα δρόμο, το μοναδικό σε αυτόν της αφοσίωσης, όπως εσύ τον ονομάζεις. Αντιστάθηκα. Τραμπαλιζόμουν πότε από εδώ και πότε από εκεί. Έγειρα τελικά εκεί όπου μου έπρεπε. Στις ράγες τις μοναχικές. «Αυτές σου πρέπουνε!» φώναζα εντός μου.

ΕΚΕΙΝΗ: Και ποια ήτανε η απόκριση, που έπαιρνες;

ΕΓΩ: «Σωστά έπραξες και ορθά εβάδισες. Γύρισε τώρα πίσω σε ό,τι άφησες. Ανέγγιχτα σε περιμένουν όλα. Σχέδια, όνειρα, όλα από εσένα και μόνο για  εσένα».

ΕΚΕΙΝΗ: Πώς ένοιωσες;

EΓΩ: Μέχρι τα μύχια της ψυχής με εδρόσισε εκείνη   η αίσθηση της  ελευθερίας, η απαλάδα και η ύψωση έως   τον ουρανό. Μέχρις  εκεί φαντάσου  τα  χέρια μου τα ύψωσα. Και να σκεφθείς, νομίζω πως σχεδόν τον άγγιξα. Αργότερα, σαν γλάρος ένοιωσα. Φτερούγες   άνοιξα και όρμησα να ταξιδέψω πάνω από ωκεανούς. Ακούς; Πάνω από ωκεανούς, εκεί που μόνο με  την παρηγοριά του παραμυθιού και με του ονείρου μου τη φαντασία είχα ταξιδέψει. Εσύ πώς την συνήθισες τη φυλακή σου;

ΕKEINH: Ποτέ μου δεν υπήρξα γλάρος και οι ωκεανοί με τρόμαζαν, μην το ξεχνάς. Όμως ορκίζομαι, αυτή της φυλακής η σιγουριά κι η φρονιμάδα επίσης δεν μου ταίριαζαν. Τίποτε όμως δεν έπραξα και δεν εσήκωσα ποτέ μου  λάβαρο της επανάστασης. Σε θυμόμουν να πετάς. Μη με παρεξηγήσεις, λίγο σε ζήλευα. Γιατί ορκίζομαι, το ήξερα ότι πετάς, εγώ όμως δεν μπορούσα φτερά να ανοίξω, μα ούτε και να αυτομολήσω. Λυπόμουν μόνο πολύ. Αν θέλεις με πιστεύεις για ετούτη την αδυναμία μου, μα δε μπορούσα αλλιώς να πράξω.

ΕΓΩ: Τι μνήμες έχεις από τη φυλακή σου; Με χρώματα και ρόδα πολύ καλά θυμάμαι μου είχες πει ότι την είχες πάντα στολισμένη. Θυμάσαι;

ΕΚEINH: Η γεύση στα χείλη στυφή, στα μάτια ο ορίζοντας θολός και αυτή η καρδιά μου τόσο άδεια. Κάτι μόνο σαλεύει μέσα μου ανάμεσα σε αυτό το χάος του κενού. Θαρρώ πως είναι τα σχέδια μου εκείνα, θυμάσαι τότε, που τα κένταγα και τραγουδώντας σου έλεγα ότι με αυτά μια φορεσιά ολοκαίνουργια θα φτιάξω; Τώρα νομίζω ότι γίναν ερινύες. Με κυνηγούν κι εγώ σφαλώ τα μάτια μου για τη ζωή, που την απόθεσα στον ένα μόνο δρόμο κι έβαλα κλειδωνιές σε όλους τους άλλους. Πόσο σε μακαρίζω, που δεν έπραξες όμοια και εσύ.

ΕΓΩ: Μην το θαρρείς ότι και εμένα δεν με κυνηγούν οι ερινύες. Του νου μου το φλασκί το τυραννούν στον ύπνο μου και σημαδεύουνε με χαρακιές τα όνειρα μου. Μην το πιστέψεις ότι εκεί στο πέταγμα ακολουθώντας τα σκαριά ταξιδευτών  απελπισμένων  δεν μούσκεψαν  τα φτερά μου. Μην το θαρρείς ότι νοτίσθηκαν απ΄ τη δροσιά του αφροκύματος. Όχι, δεν σφάλλω. Δάκρυα μετάνοιας ήτανε για τις ζαρωματιές, που η ίδια έκανα στην ολοκαίνουργια της ψυχής μου φορεσιά, άνθος  της νιότης τότε εγώ.

ΕΚΕΙΝΗ: Πονάς λοιπόν κι εσύ!

ΕΓΩ: Ναι. Μα για λόγους  ξέχωρους πολύ  από τους δικούς σου. Παρ΄ όλα αυτά   ο  πόνος είναι πάντα πόνος. Πανάκεια ίσως τα φτερά μου, που τόσους χρόνους έμαθα πια σχολαστικά να τα φροντίζω.

ΕΚΕΙΝΗ: Τα μάτια σου όμως μεγάλα ακόμη δείχνουν και στοχαστικά κι εσύ κρατάς σπαθί αόρατο. Εγώ όμως  βλέπω να μάχεσαι, ν΄ ανοίγεις δρόμους, για  να περάσεις. Μη νοιάζεσαι, με την ανάστροφη σκούπισε τώρα όποια δάκρυα θαμπώνουνε ακόμη  τον ορίζοντα σου. Εσύ ήσουν πάντα μια ψυχή γενναία, γλάρος κατάλευκος, με ολάνοιχτα  φτερά. Εγώ ένα δειλό αναποφάσιστο πετούμενο. Όμως δεν μπόρεσα αλλιώς να πράξω. Τώρα που το συλλογούμαι, νομίζω πως μετανοώ. Τίποτε όμως δεν αλλάζει, βλέπω ολοκάθαρα μπροστά μου του ήλιου το γέρμα.

ΕΓΩ: Κι εγώ το βλέπω να είσαι σίγουρη. Εκείνο θα με υποδεχθεί, θα μου θυμίσει οπωσδήποτε ότι έκανα ένα ταξίδι γενναίο, ακέραιο έστω και μοναχικό και με ανοιχτές αγκαλιές θα με καλωσορίσει.

ΕΚΕΙΝΗ: To ξέρω, μακάρι να σου έμοιαζα. Σήκω όμως τώρα να φύγουμε, βράδιασε.

 

Πόσο πολύ, πόσο τυραννικά είχε βραδιάσει.Tην κοίταξα, πριν χωριστούμε. Τα μάτια της πάντα χρυσοπράσινα, πάντα μελαγχολικά και τώρα πια θαρρώ μετανοιωμένα. Είχε πράγματι πολύ βραδιάσει…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη