«Αλμπέρ Καμύ», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Αλμπέρ Καμύ/Μικρό βιογραφικό

Γεννήθηκε το 1913 στην Αλγερία. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου και είχε αναπτύξει ενεργό δράση στα πολιτικά πράγματα της χώρας του. Το πρώτο του βιβλίο «Απ’ την καλή και την ανάποδη» δημοσιεύτηκε το 1937. Ένα χρόνο αργότερα αποφάσισε να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και το 1942 πήγε στη Γαλλία και έγινε διευθυντής της εφημερίδας Μάχη. «Ο ξένος» και «Ο μύθος του Σίσυφου» ήταν τα δύο μυθιστορήματα που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό. Πέντε χρόνια αργότερα εγκατέλειψε την εφημερίδα και έγραψε την «Πανούκλα», επίσης σημαντικό έργο του. Ο Καμύ είχε σημαντική παρουσία και στο θέατρο. «Η παρεξήγηση», «Ο Καλιγούλας» και η «Κατάσταση πολιορκίας» είναι μερικά από τα έργα του. Η δουλειά του είχε τεράστια απήχηση σε όλο τον κόσμο. Το 1957 κέρδισε το Νόμπελ λογοτεχνίας. Σκοτώθηκε το 1960, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία 47 ετών.

 Αναλύοντας τον Καμύ – Συγγραφικό ισοζύγιο

 Ο Καμύ είναι ένας καταξιωμένος, βραβευμένος και μοναδικός στο είδος του συγγραφέας. Έχει απλή, στεγνή, περιεκτική γραφή και εξαιρετική αφηγηματική και στιλιστική τεχνική. Μπορεί να γράφει σε τρίτο πρόσωπο και να είναι άμεσος ή όπως στον «Ξένο» σε πρώτο και να μην παίρνεις χαμπάρι για τον ήρωα.

Είναι όντως ιεροσυλία να προσπαθώ και μόνο να τον εντάξω στο ισοζύγιό μου. Τεράστια συγγραφική προσωπικότητα σίγουρα. Τρομερός συγγραφικά παίκτης του λογικού και του παραλόγου ταυτόχρονα. Της φιλοσοφίας και του υπαρξισμού. Αν και μεγαλωμένος κάτω από τον ήλιο της Μεσογείου στην Αλγερία, απίστευτα μελαγχολικός, «Ξένος» για πολλούς συγγραφείς του καιρού του, λες και είχε «Πανούκλα» ένα πράγμα, πεσιμιστής μέχρι τελικής «Πτώσης».

Τελειώνοντας την ανάγνωση των έργων του Καμύ έχεις δύο τάσεις.

Η πρώτη είναι να θες να τον ξαναδιαβάσεις οπωσδήποτε και η δεύτερη να προβληματιστείς τόσο που να μην μπορείς να πιάσεις εύκολα άλλο βιβλίο στα χέρια σου. Αυτό από μόνο του είναι τεράστια επιτυχία του συγγραφέα. Ναι, δεν φημίζονται τα έργα του για τη λογοτεχνική τους πέψη. Πιθανόν να χρειαστεί μια υποβοήθηση από έναν συγγραφέα ή κριτικό  που θα έχει εντρυφήσει στο έργο του για να σε βάλει μέσα στο παιχνίδι, να σου χορηγήσει μια πεζογραφική σόδα να το χωνέψεις και να το ξαναδιαβάσεις.

Ασυμβίβαστος, μηδενιστής, αγωνιστής αλλά και υπέρμαχος της ελευθερίας του ανθρώπου.

Υποκλίνομαι σε αυτόν γιατί καταφέρνει κάτι εκπληκτικό. Τα βιβλία του λειτουργούν ως καθρέπτες για τους αναγνώστες, οι οποίοι εκπλήσσονται όταν σε πολλά σημεία, συναντούν τον εαυτό τους και αναγνωρίζουν το εγώ τους.

Θεωρώ πως το εκπληκτικής έμπνευσης, τεχνικής και γεμάτο νοήματα έργο του  «Ο Ξένος» ξεπέρασε και τις δικές του προσδοκίες. Είναι τόσο αναλυμένο από ειδικούς ή μη, έχουν συζητηθεί ένα εκατομμύριο προεκτάσεις του και  έχει καπαρώσει υψηλότατη θέση στη συγγραφική κατάταξη. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω πολλές από τις υπερ-αναλύσεις αυτού του έργου. Πάνω σε αυτό το βιβλίο σαν να έγινε ένας διαγωνισμός για το ποιος θα γράψει την πιο ακατανόητη με φιλοσοφικούς όρους κριτική, ποιος θα καταλάβει καλύτερα το συγγραφέα.

Ενδεικτικά αναφέρω τα λόγια του αγαπημένου Χειμωνά σχετικά με την απάθεια του ήρωα Μερσώ: Χαρακτηρίζει την αφασία απεξάρθρωση συνειδησιακού παρόντος και υποστηρίζει ότι λέξη είναι μια εγκυστωμένη ποσότητα ζωντανής συνείδησης.  Μετάφραση βάλτε στο Google translate…

Και αυτό συνήθως έχει και συνέχεια από πολλούς αναγνώστες που, διαβάζοντας το μύθο γύρω από το όνομα του Καμύ, προβαίνουν σε διθυραμβικές κριτικές για τα πονήματά του.

Ας  είμαστε όμως ειλικρινείς. Για το μέσο αναγνώστη τα βιβλία του παραμένουν θαμπά, χωρίς γοητεία, μαγεία και σίγουρα χωρίς καθαρότητα σε αυτό που θέλει να περάσει. Ένα γενικότερο σύννεφο επαναστατικότητας και αποκοπής από την κοινωνία, που όμως σπάνια φέρνει βροχή.

Προσέξτε: Υπάρχουν συγγραφείς  που γράφουν μια ιστορία για την κοινωνία, τον κόσμο και το άτομο μέσα σε αυτό με κάποιο ρόλο. Στον Καμύ διαβάζεις και καταλαβαίνεις ότι από κάτω δεν υπάρχει τίποτα. Κενό. Σα να είναι ο άνθρωπος μόνος του, αποκομμένος.

Ο Καμύ υπέρμαχος του ατόμου, της ελευθερίας,  της προσωπικότητάς του και όμως στον «Ξένο» ξεσκίζει πραγματικά τον ήρωα. Ο Μερσώ  είναι ένας άνθρωπος αναίσθητος.

Ο Μερσώ, θυμίζει τον «Μπάρτμπλυ τον γραφέα» του Μέλβιλ και τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Δεν μπορεί -όπως και αυτοί- να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του, στις επικρατούσες κοινωνικές συμβάσεις. Μοιάζει βαρετός στο πρόγραμμά του, απαντά σχεδόν μονολεκτικά σε όλους, με τον αυθορμητισμό μικρού παιδιού, χωρίς φίλτρα και αυτό από τους άλλους, ιδιαίτερα στο δικαστήριο (για το φόνο που διέπραξε), εκλαμβάνεται ως απάθεια και απανθρωπιά.

Το βιβλίο ξεκινάει με τη φράση: «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω». Όχι, δεν θα πάω κοντά σε αυτόν τον ήρωα όσο  και αν συγγραφέας είναι ο Καμύ, όσο και αν το έργο του φαντάζει σε όλους μοναδικό. Σε αυτόν που δεν δείχνει καμία αντίδραση μπροστά στο φέρετρο της μάνας του, στην κηδεία της. Που

ακούει το φίλο του να κάνει μαύρη στο ξύλο τη φιλενάδα του και δεν αντιδρά. Σχεδόν άνευρος στο γραφείο, με τη Μαρί απλά περνά καλά, δεν την αγαπά και στη δίκη δεν  μπορεί να δώσει ούτε μια πειστική εξήγηση. Κυνικός, όπως στη δολοφονία του Άραβα, δεν αρκείται μόνο στη μία σφαίρα, τον γαζώνει με άλλες τέσσερις. Άνθρωπος που, εντάξει, δε λέει ποτέ ψέματα, είναι στον κόσμο του, δεν παίζει με τους κανόνες της κοινωνίας, της θρησκείας και τα «γενικά πρέπει», δεν ξεσπά στο θάνατο της μάνας του, ούτε όμως δείχνει την παραμικρή μεταμέλεια για αυτόν του Άραβα που αναίτια σκότωσε (λόγω ζέστης παρακαλώ).

Καταλαβαίνω τις ανησυχίες του Καμύ για εξέγερση, αλληλεγγύη, ελευθερία. Για ανθρώπους ενεργούς και όχι πρόβατα αλλά σε σχέση με τον ήρωά του θα προτιμούσα αυτό το χαρακτηρισμό από το ξένος, κενός και δολοφόνος.

Και όντας συναισθηματικά νεκρός αυτός ο άνθρωπος δεν βλέπει με τρόμο και δέος  το φυσικό θάνατο γενικότερα.

Κρατάω ως πολύ θετικό σε αυτό το βιβλίο και ίσως εκεί κρύβεται και όλη η ουσία του, τον διάλογο του ήρωα με τον ιερέα στη φυλακή στις τελευταίες σελίδες.

Στην «Πτώση» γίνεται περισσότερο σαφές ότι ο Καμύ δεν αντέχει καθόλου τον κόσμο όπως είναι δομημένος. Συνεχίζει να είναι απελπισμένος και αποκομμένος από αυτόν, για αυτό το λόγο και γράφει αυτό το συγκλονιστικό μονόλογο σαν πρελούδιο για το τέλος του. Ο ήρωας εκεί, ένας Γάλλος πρώην δικηγόρος, αμφισβητεί την ίδια του την ύπαρξη και αφήνεται στην πνευματική του παρακμή και σε μια μεγάλη  ηθική πτώση. Εξομολογείται σε έναν ξένο, μέσα σε ένα μπαρ στο Άμστερνταμ, την εσωτερική του αναταραχή και την υπαρξιακή του κρίση.

Στην «Πανούκλα» τον βρίσκω πιο συνεπή με τις ιδέες του και πιο γλυκό. Μέσα από τη παραδοχή ότι όλοι είναι αδύναμοι μπροστά στην αρρώστια, ο άνθρωπος αγωνίζεται, αντιστέκεται και βγάζει μια τεράστια θέληση για επιβίωση αλλά και αλληλεγγύη. Βοηθά ο ένας τον άλλο και η ηθική εξυψώνεται, εξυψώνοντας το ίδιο το άτομο και την κοινότητα γενικότερα. Παρατήρηση και εδώ. Ενώ η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, ενώ η πόλη μαστίζεται από την αρρώστια, οι ήρωες μοιάζουν άοσμοι, άψυχοι και ψυχροί.

Εννοείται, τεράστιος λογοτέχνης ο Καμύ. Με μια τόσο απλή γραφή περνάει συνεχόμενα βαθιά νοήματα για τον άνθρωπο και τις αξίες του, την κοινωνία και τις συμβάσεις της. Και περισσότερο για την έννοια της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, του θανάτου. Κατά κάποιο τρόπο διαβάζοντάς τον είναι σα να σε τσιγκλάει συνέχεια να κατανοήσεις τη σημασία πέρα από τις λέξεις που επιλέγει. Σου τριβελίζει το μυαλό. Αν και ευκολοδιάβαστα τα έργα του (μετά το πρώτο μισό ξεδιπλώνει τις αρετές του) απαιτούν πολλή προσοχή, επανάληψη στο διάβασμα και αυτοαναστοχασμό. Στο τέλος δεν είμαι σίγουρος αν το καταφέρνει απόλυτα και σε αυτό θα μου επιτρέψετε να μην επιρρίψω την ευθύνη στους άβγαλτους αναγνώστες αλλά σε αυτόν. Όσον αφορά το επαναστατικό του προφίλ απλά και  μόνο κατακρεουργώντας την κοινωνία; Περισσότερο συστημικός και δήθεν αγωνιστής μοιάζει. Σα να βρίσκεται σε μια μόνιμη εξέγερση όχι όμως σε επανάσταση που προϋποθέτει σαφώς περισσότερες θυσίες.

Επαναλαμβάνω, ελάχιστος μπροστά στο έργο του, αλλά αν πρέπει να πω αν μου άρεσε ή όχι η απάντηση είναι ξεκάθαρα «δεν ξέρω».

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια 

Ο ΞΕΝΟΣ

«…Αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον “Ξένο”, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, δίχως τίποτα το ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα ν’ αποδώσω με τον ήρωά μου τον μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόθεση βλασφημίας, απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί». (Αλμπέρ Καμύ, 1954. Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.)

Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ

Ο πόλεμος -αυτή η «μαύρη πανούκλα»- ξεσπά στην Ευρώπη. Η Γαλλία σπαράζει στις όχθες του Σομ και του Λουάρ, εκατομμύρια οι αιχμάλωτοι στα κρεματόρια. Ο πόλεμος κάνει πιο έντονο τον χωρισμό, την απουσία, την αρρώστια, την ανασφάλεια. Μήπως, όμως δεν είμαστε πάντα υπό απειλήν αποκομμένοι, εξόριστοι, σαρακοφαγωμένοι όπως το φρούτο από το σκουλήκι; Η «Πανούκλα», το δεύτερο μετά τον «Ξένο» μεγάλο μυθιστόρημα του Καμύ, καταγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ έναν κόσμο που μοιάζει χωρίς σκοπό και μέλλον, σ’ έναν κόσμο πνιγηρής επανάληψης και μονοτονίας. Κι αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους δεν είναι η αυτοκρατορία της σάρκας τους, αλλά οι σιωπές, οι κρυφές πληγές τους, οι σκιές που ρίχνουν στις προκλήσεις της ζωής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.)

Η ΠΤΩΣΗ 

Ο Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς είναι ένας “ήρωας της εποχής μας”: η εξυπνάδα του να στέκεται πάντα στη “σωστή” πλευρά της ζωής τον κάνει έναν άντρα ικανοποιημένο από τον εαυτό του, έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί την υποκρισία για να αρέσει στους άλλους. Μέχρι που μια νύχτα ακούει μια άγνωστή του γυναίκα να πέφτει στα νερά ενός ποταμού. Αυτός ο τόσο καλός, ο τόσο ελεήμων, ο τόσο συμφιλιωμένος με την “σωστή”, ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν θα τη βοηθήσει και τότε όλα γύρω του θα καταρρεύσουν.
Μετά τον “Ξένο” και την “Πανούκλα”, ο Καμύ με την “Πτώση” ολοκληρώνει την αριστουργηματική του τριλογία που τον έκανε διάσημο σ’ όλο τον κόσμο χαρίζοντάς του και ένα από τα πιο δίκαια βραβεία Νόμπελ στην ιστορία του θεσμού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.)

 

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

 

  • Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;
  • Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας.
  • Σε τελευταία ανάλυση, χρειάζεται περισσότερο κουράγιο για να ζήσεις παρά για να αυτοκτονήσεις.
  • Το να δημιουργείς είναι σαν να ζεις δυο φορές.
  • Έχουμε εξορίσει την ομορφιά. Οι Έλληνες είχαν πάρει τα όπλα γι’ αυτήν.

 

 


[Πηγή φωτογραφίας: eboulevard.gr]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη