“Αλκυόνη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Στον αέρα αιωρούνταν, ακόμα κι αν δεν ήθελες να εστιάσεις τη ματιά, μικρά σωματίδια σκόνης, καθώς ο ήλιος ζέσταινε την αφημένη πάνω από τη βοηθητική είσοδο, Χριστουγεννιάτικη γιρλάντα. Ένας κότσυφας τσιμπολογούσε τη ζωή στην αντικρινή ελιά, θορυβώντας με τα φτερά του ανάμεσα στα φύλλα. Από μακριά, κομμένες κουβέντες από αέναες συζητήσεις πάνω στα ίδια θέματα, ενώ η λύση στεκόταν άπιαστη, ζώντας κι εκείνη τη ζωή της με υπομονή  περιμένοντας, ν’ αναλογίζεται, «μα πώς  δεν με βλέπουν; Αρέσει στους ανθρώπους, φαίνεται, η τυραννία! Κι η τύφλα, η  ομοαίματή της!»

Τίναξε με μια αποφασιστική κίνηση η Αλκυόνη το κεφάλι της στο πλάι, να συνετίσει την απρόθυμη φράντζα που επέμενε να πέφτει -λες και κήρυττε μιαν επανάσταση!- πεισματικά μπροστά στα μάτια. Μια φράντζα όλες οι προφάσεις κι οι δικαιολογίες, τα δριμύ «κατηγορώ», οι υποσχέσεις… Να ‘ταν τουλάχιστον μια δαντελένια κουρτίνα! Να περνάει λιγάκι από φως, να λαμπυρίζει το μάτι και να κρατάει λίγο απ’ αλήθεια η ψυχή!

-«Λοιπόν», το ίδιο αποφασιστικά με το τίναγμα του κεφαλιού άρθρωσαν τον λόγο τα χείλη της Αλκυόνης, «δεν έχει πιο μεγάλη αλαζονεία από τη σιγουριά ότι έχεις κατακτήσει την αγάπη. Πιο πολλή έπαρση, ούτε η σημαία στον ιστό της!» και τράβηξε με σταθερό χέρι τη γραμμή με το μαύρο αι-λάινερ στο πάνω βλέφαρο.

-«Όχι, αγάπη μου! Εμένα δεν θα μ’ αντικρύσει μάτι αφρόντιστη. Παραδομένη στο κύλισμα του χρόνου, στο βόλεμα. Δεν κλαίω εγώ πάνω από ρημαγμένα καράβια και πραγματοποιημένα όνειρα! Είπα, θα παρευρεθώ στην «επανασύνδεση -“reunion” κατά το ελληνικότερο- και δεν θα επιτρέψω να φανεί πάνω στο πρόσωπό μου ένα ψεγάδι! Φρεσκαδούρα θ’ αντικρύσουν τα συμμαθητούδια, όπως τότε. Κι ο Φάνης, αν θέλει ας ακολουθήσει. Την πρόταση του την έκανα.»

-«Άσε ρε Αλκυόνη!  Με κουράζουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις. Να χάσω τον χρόνο μου γιατί; Να βλέπω γύρω μου θλιβερές προσπάθειες φορτωμένες τρία- τέσσερα στρώματα στόκο;»

-«Ποιο στόκο, καλέ;»

-«Αυτό που βάζετε εσείς οι γυναίκες και φαίνεται το πρόσωπο λείο σαν τριμμένος τοίχος με γυαλόχαρτο σαραντάρι.»

-«Όπως τα λες είναι Φάνη…»

Θυμήθηκε ο Φάνης το επάγγελμα και το ένταξε και στην κοσμετολογία. Πού πας αγάπη μου ξυπόλητος στ’ αγκάθια; Όταν σου ‘μενε το στόμα ανοικτό  -ίδιος  cartoon- και με κόπο συγκρατούσες το λίγωμα στην άκρη των χειλιών όταν με έβλεπες βαμμένη και σενιαρισμένη, στην τρίχα, καμμιά εικοσαριά χρόνια πίσω, το ξέχασες; Και κόρδωνες υψώνοντας την πλάτη, ένα πράγμα σαν «Παρουσιάστε» στον στρατό, το ξέχασες κι αυτό;

Αυτά σκεφτόταν από μέσα της κι ένα μικρό γελάκι ειρωνείας κρεμάστηκε κλεφτά στην άκρη των χειλιών της πριν απλώσει τη γραμμή και στο δεξί πάνω βλέφαρο.

Ας έμενε στο σπίτι. Ο καναπές, η τηλεόραση, το κοντρόλ, σταθερές αξίες! Τώρα δεν χρειαζόταν να μπαίνει στον κόπο να κάνει λέξεις την ομορφιά  που έβλεπε πάνω μου ο Φάνης. Παντρευτήκαμε και νομίζει  πως την έκανε δικιά του. Είναι κτήμα του πια. Του ανήκει. Ωραία λοιπόν!  Αύριο, πρωί-πρωί, να πάρει τα χαρτιά ιδιοκτησίας και να πάει, πού πάνε, σε δικηγόρο, συμβολαιογράφο, πού δεν ξέρω, να δηλώσει: «Θέλω να την μεταβιβάσω».  Ή, « Πωλείται το ακίνητο». Ή, «Πωλείται όπως είναι επιπλωμένο»!  Χαχαχα! Αγοράζεται η ομορφιά; Η αγάπη; Κι υπάρχει βραβείο για κείνον που τις συντηρεί; Κι όλοι εκείνοι που τις βλέπουν, σε όποια τους μορφή και δεν τις κάνουν λόγο, να γλυκάνει η στιγμή, να θυμάται η σκέψη, να επιβεβαιώνεται το συναίσθημα, εκείνοι πώς γίνονται τιτλούχοι;

Με σίγουρες κινήσεις, κάνοντας πρώτα το περίγραμμα των χειλιών, άπλωσε η Αλκυόνη το κόκκινο κραγιόν στα χείλη της. Η άσπρη επιδερμίδα της τονίστηκε περισσότερο. Όταν τη κοιτούσες, δεν μπορούσες παρά να θαυμάσεις. Πώς το λέει το άσμα; Μια σαραντάρα ίσον με δύο εικοσάρες; Αυτό.

Ο Φάνης απασχολημένος. Ούτε τη ματιά δεν γύρισε. Βέβαια, με την περιφερική του όραση κάτι θα είχε αρπάξει, αλλά στην τηλεόραση είχαν χαθεί τα κανάλια κι ήταν αυτό πέρα από μια αποκλειστικά αντρίκεια εργασία, μια ανάγκη που απαιτούσε άμεση προσοχή. Η Αλκυόνη στο μεταξύ, είχε περάσει από μπροστά του ντυμένη, με τον ίδιο νεανικό τρόπο που ντυνόταν πάντα.

-«Πού πάει το μανούλι;» ερώτηση παλιά. «Και πόσο αναμένεται να κρατήσει η μάζωξη;» ερώτηση του παρόντος!

Εκείνη, περνούσε εκείνη τη στιγμή απ’ τον ολόσωμο καθρέφτη του διαδρόμου κι έριχνε την τελευταία ματιά στο είδωλό της. Αυτήν που σε λέξεις θα ήταν «Μια χαρά είμαι!».

Ναι, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλαζονεία από την αίσθηση της κατάκτησης. Και το δερμάτινο παπουτσάκι όταν το αγοράσεις, αν δεν το βάφεις πού και πού, αν δεν το περνάς και με τη βούρτσα να γυαλίσει, πόσο θα σου κρατήσει λες;

Η αγάπη κι η ομορφιά κι η φιλία, δεν είναι δικές σου. Τις αξιώνεσαι. Τις συντηρείς. Τις φροντίζεις. Και προπαντός, δεν ντρέπεσαι να τις ονοματίσεις όταν τις βλέπεις και τις χαίρεσαι, όταν τις νιώθεις να σε περικλείουν.

-«Φαντάζεσαι  πώς είναι αυτά! Αναμνήσεις, γέμισμα του κενού του  χρόνου, πόσο θα κρατήσει πού να ξέρω; Όπως και να ‘ναι, θα σου πω με τηλεφώνημα.»

Και τύλιξε το φουλάρι γύρω απ’ το λαιμό της, έβαλε άρωμα, πήρε την τσάντα της κι έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω της.

Τίποτα δεν είναι δικό μας, Φάνη! Μόνο αυτό που χάνουμε!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη