«Ακορντεόν», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Μπορεί η Πέρσα να έλυνε αστυνομικής υφής προβλήματα και να έγραφε ιστορίες ανάλογες, αλλά τόσο τα μεν όσο και οι δε, είχαν την αλήθεια τους. Τώρα, αν παρεισέφρεε και μια φανταστική παράμετρος, ήταν για να τις κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσες. Και βέβαια, αυτό, το ανέφερε με εύσχημο τρόπο στα πονήματά της. Το να παρουσιάζει πράγματα φανταστικά ως γενόμενα, δεν ήταν του γούστου της, γιατί ένιωθε σαν να εξαπατά τον αναγνώστη της και δεν το ήθελε. Η Πέρσα σεβόταν πολύ τον αναγνώστη, γιατί γνώριζε ότι χωρίς αυτόν, συγγραφέας δεν υπάρχει. Είχε καταφέρει δε, κάτι το πολύ σημαντικό. Να κάνει και εκείνο το αναγνωστικό κοινό που απεχθάνονταν τις αστυνομικές ιστορίες, να τις αγαπήσει, τις δικές της τουλάχιστον, γιατί απέφευγε τη σκληρή βία, τον τρόμο, το αίμα, τη Φρίκη. Ιστορίες που έμοιαζαν αστυνομικές αλλά που ήσαν στην ουσία έξυπνα κείμενα, που καλούνταν ο αναγνώστης να συμμετέχει, μαντεύοντας τον ένοχο πολύ πριν εκείνη τον αποκαλύψει. Κάτι σαν να έλυνες ένα γρίφο, ένα puzzle.Έξυπνη πλοκή λοιπόν και έκπληξη για τον ένοχο, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ο διπλανός σας γείτονας, ο φίλος σας, ή ακόμη, γιατί όχι, και εσείς!

Ήταν Κυριακή και την Πέρσα η ημέρα αυτή, παιδιόθεν, την μελαγχολούσε. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε Δευτέρα, που σήμαινε Σχολείο και αργότερα Γραφείο και δουλειά γενικά. Ακόμη και τώρα, συνταξιούχος εδώ και χρόνια και δεν μπορούσε να αποβάλει αυτό το συναίσθημα της μελαγχολίας. Μερικά  πράγματα σημαδεύουν τη ζωή μας και την συντροφεύουν μέχρι το τέλος.

Ησυχία επικρατούσε στη γειτονιά. Ο κόσμος δεν είχε ακόμη επιστρέψει από τις διακοπές του Καλοκαιριού. Ήρεμη η ατμόσφαιρα, γλυκιά, με 32 βαθμούς Κελσίου, με έναν ολόλαμπρο γαλάζιο μπλε ουρανό χωρίς υπόνοια σύννεφου.

Η Πέρσα καθόταν στο μπαλκόνι της στην αγαπημένη της πολυθρόνα και έπινε το καφεδάκι της.

Ξάφνου ακούγεται μουσική από ακορντεόν από έναν τελείως ατάλαντο ακορντεονίστα. Ο άνθρωπος κάτι προσπαθούσε να παίξει, μα δεν τα κατάφερνε. Μέσα από έναν αχταρμά από νότες σαν να ξεχώριζες τα κύματα τού Δουνάβεως τού Ιβανοβίτσι. Αυτό το τόσο γνωστό βαλς Κύριος Οίδε το πόσο έχει δεινοπαθήσει κυρίως από τους λεγόμενους μουσικούς του δρόμου. Μα τούτη τη φορά όχι απλά δεινοπαθούσε αλλά το εκτελούσε βαναύσως ο ‘’μουσικός’’ σε σημείο να θέλει η Πέρσα να του φωνάξει ‘’άνθρωπέ μου εγώ σου δίνω ένα δύευρο, εσύ μου κάνεις τη χάρη να κάνεις μια μεγαλούτσικη παύση;’’ Μα τι να του πεις όταν ξέρεις ότι έτσι βγάζει ο ανθρωπάκος τον επιούσιο; Επίσης τα μαγαζιά τα περισσότερα, κλειστά και τα μπαλκόνια άδεια από σκυλιά κι’ ανθρώπους. Ποιος να τού πετάξει ένα πενηντάλεπτο σημαδεύοντας την τραγιάσκα που την κρατούσε σαν υποδοχέα του χρήματος; Κανείς. Να όμως που το μάτι του την πήρε την Πέρσα και της έστειλε θεατρικό χαιρετισμό με την τραγιάσκα και ελαφριά υπόκλιση.

-Κερνάω καφέ.

-Σ’ εμένα μιλάς καλέ κυρά;

-Βλέπεις κανέναν άλλο στα πέριξ;

-Δηλαδή εννοείς να  έρθω πάνω;

-Αφού είμαι επάνω, επάνω δεν θα έρθεις; Τρίτος όροφος. Στο κουδούνι γράφει Πέρσα.

-Να ‘σαι καλά κυρά, λίγο νεράκι, στέγνωσε η γλώσσα μου.

Και κάθισαν εκεί στο μπαλκόνι με τον αχνιστό καφέ και ένα καλαθάκι με μουστοκούλουρα που τα τίμησε ο άνθρωπος και με το πάρα πάνω.

-Τι να σου πω κυρά μου τέτοια ευγένεια από συνάνθρωπό μου πρώτη φορά συναντώ. Δεν ανοίγει πια κανείς την πόρτα του σε αγνώστους. Εσύ πώς και το κάνεις;

-Ξέρουν οι πάντες ότι δεν έχω μήτε λεφτά, μήτε κάτι το πολύτιμο να μου πάρουν, ίσως γι’ αυτό.

Έτσι, κουβέντα στην κουβέντα, ξετύλιξε τη ζωή του στην Πέρσα και ήταν μια ζωή σαν μυθιστόρημα.

Ρωσικής καταγωγής, ούτε και ο ίδιος ήξερε ή δεν έμαθε ποτέ, πώς βρέθηκε στην Αίγυπτο. Σχεδόν παιδί, χωρίς ούτε ένα φράγκο στην τσέπη, τρύπωσε λαθρεπιβάτης σε ένα ελληνικό πλοίο με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά.

Έκανε ό, τι δουλειά μπορείς να φανταστείς, πείνασε, πόνεσε, αλλά δεν το μετάνιωσε που ήρθε εδώ. Ένιωθε λεύτερος.

Μια ημέρα σε ένα παγκάκι της παραλιακής, βρήκε αφημένο τούτο το ακορντεόν. Αφημένο επίτηδες; Ξεχασμένο; Ποιος ξέρει!

Έκπληκτος για την περίεργη εγκατάλειψη και αφού περίμενε και περίμενε μα δεν έβλεπε κανέναν να το αναζητά, το πήρε, θαρρείς και αυτόν περίμενε να το κάνει δικό του. “Τι εγώ, τι κάποιος άλλος’’ σκέφτηκε.

«Από τότε δεν το άφησα από τα χέρια μου. Μα προσπαθώ απεγνωσμένα να παίξω κάτι και δεν τα καταφέρνω. Ούτε ταλέντο έχω μα ούτε και γνώσεις βέβαια. Λίγες νότες σκόρπιες βάζω στη σειρά, να βγει μια μελωδία υποφερτή να βγάζω το ψωμί μου. Και ο Έλληνας τον πλανόδιο μουσικό έστω και τον άμουσο, τον σέβεται. Αν ήξερα μουσική, θα γύριζα τα παραλιακά, κυρίως μαγαζιά και θα έβγαζα καλά λεφτά. Το είχα κάποτε επιχειρήσει, αλλά ένας κύριος μου είπε: ‘’Μην το ταλαιπωρείς άλλο το καημένο το όργανο ρε φίλε, δεν το βλέπεις ότι υποφέρει;’’ Κι εγώ το είδα, που λες κυρία, και δεν το συνέχισα εκεί.»

Η Πέρσα που υπήρξε δεινή βιολονίστα αλλά που για το ακορντεόν, άγνωστο γιατί και από την ίδια, είχε μια αντιπάθεια και πολύ λίγη εκτίμηση, το πήρε στα χέρια της και άρχισε να το περιεργάζεται.

«Πόσα χρόνια το έχεις Ιβάν, έτσι δεν είπες ότι σε λένε;»

«Ναι, έτσι. Πόσα χρόνια το έχω ρωτάς; Ε, δεν θα’ ναι καμιά δεκαριά;»

«Και τούτο το περίεργο και αταίριαστο κουμπί στην άκρη των πλήκτρων τι κάνει;»

«Πού να ξέρω; Διακοσμητικό θα είναι. Δεν πολυσκαλίζω το όργανο από φόβο μη και του κάνω ζημιά. Και πού λεφτά για επισκευές; Και τότε, stοp ψωμάκι».

Η Πέρσα, κάνει να στρίψει το κουμπί δεξιόστροφα μ’ αυτό δεν ανταποκρίνεται.Το στρίβει αριστερά, τα ίδια. Περίεργο. Το σπρώχνει προς τα κάτω. Και ω του θαύματος. Με έναν ήχο που έμοιαζε με το τρίξιμο των μεντεσέδων μιας πόρτας παλιάς ‘’σαν να τρίζει ο διάβολος τα δόντια του από θυμό’’ όπως λέγαμε μικρά, παρουσιάζεται ένα άνοιγμα.

«Τι κάνουμε Ιβάν; Βλέπουμε αν κάτι υπάρχει στα εντός;»

«Και θέλει ρώτημα κυρά μου; Και βέβαια, αυτό κάνουμε…»

«Χριστούλη μου… Τι  είναι τούτα;»

«Ψυχραιμία ακορντεονίστα, ψυχραιμία. Το μουσικό σου όργανο σου προσφέρει, στάσου να μετρήσω: Δέκα, είκοσι, χμ, πενήντα, εκατόν μία ολόχρυσες βασίλισσες Βικτωρίες. Δεν είναι μαϊμού σίγουρα. Δεν είναι σαν αυτές τις Αγιοβασιλιάτικες. Ένας μικρός θησαυρός. Άνθρωπέ μου, είσαι πλούσιος τηρουμένων των αναλογιών.»

«Στάσου κυρά γιατί θα σαλτάρω. Την τερμάτισα την ψυχραιμία που ζήτησες. Είμαι 28 χρόνων και αληθινές λίρες πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω. Πώς βρέθηκαν δω μέσα; Και τόσα χρόνια που έλεγα το ψωμί ψωμάκι γιατί δεν μου φανερώθηκαν; Και το χρωστάω σε εσένα καλή μου Νεράιδα… Τουλάχιστον τα εύρετρα είναι δικά σου.»

«Εγώ σου τα χαρίζω μουσικέ. Να πας να μάθεις δυο πράγματα με έναν  καλό δάσκαλο. Δεν λογιέμαι για πλούσια ξέρεις. ΑΛΛΑ, τον καφέ και τα κουλούρια μου έχω να τα πληρώσω.

»Πρέπει να δούμε τώρα πώς και πού θα επενδύσεις τα χρήματά σου. Χρειάζεται σύνεση και προσοχή. Αν θέλεις τη βοήθειά μου, επισκέπτη μου της θαυμάσιας αυτής Κυριακής, ευχαρίστως να σου την προσφέρω».

«Φύλαξέ μου τις εσύ καλέ μου άγγελε και βλέπουμε. Σου έχω πιο πολύ εμπιστοσύνη απ’ ότι αν ήσουν μάνα μου… Τι μέρα και τούτη Θεέ μου!»

«Μια ευλογημένη Κυριακή που κάνει ευτυχισμένο έναν ατάλαντο μουσικό. Αυτό είναι…»

Και η Πέρσα τον βοήθησε να ανοίξει μία καντίνα στην παραλιακή ζώνη, που κυρίως τους μήνες τού Καλοκαιριού έβγαζε καλά λεφτά. Μετά, η καντίνα  μεγάλωσε, έγινε κανονικό μαγαζί πάνω σε γερά θεμέλια και όχι τροχοφόρο, ένα in εστιατόριο με εκλεκτή πελατεία. Συχνά πυκνά έβλεπες την Πέρσα να πίνει το ουζάκι της στο μαγαζί του Ιβάν, ο οποίος και συγγένεψε εξ… αγχιστείας μαζί της, καθώς ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την κοπέλα που συνόδευε την γηραιά κυρία και την βοηθούσε με το νοικοκυριό, αφού τους πάντρεψε και βάφτισε το πρώτο τους παιδί.

Άιντε τώρα να ξεχάσουν εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, τόσο ο Ιβάν, όσο και η Πέρσα Βουδούρη…

*

Κάποτε η συγγραφέας που έγραφε τις ιστορίες τής Πέρσας, βαρέθηκε και είπε να τελειώνει μαζί της. Την αρρώστησε βαριά, την έβαλε στην Μ.Ε.Θ. και μια άσχημη πρωία την πέθανε και ετοιμαζόταν να την θάψει, με δόξα και τιμή.

Ε, το τι επακολούθησε, θα σας το πούμε με λίγα λόγια, γιατί με τα πολλά, μπερδεύεται κανείς και δεν τα καταλαβαίνει. Ανάστατος ο κόσμος.

«Ρε σεις δεν το πιστεύω. Ρε, πέθανε η Πέρσα».

«Ώχου και τι πάθαμε. Η γυναίκα μου πάει, θα κηρύξει πένθος, θα μαυροφορεθεί. Και ρε, δεν αντέχω το κλάμα της…»

«Μα ήταν και μεγάλη ρε συ Πέτρο. Δε θα κόντευε τα 110;»

«Όχι και τόσο ρε Χρήστο. Αλλά ναι, μπορούσε να ζήσει κι άλλο. Η συγγραφέας της φταίει γι’ αυτόν το θάνατο και μόνο».

Φαίνεται λοιπόν ότι πάρα πολλοί ήταν αυτοί που σκέφτηκαν το ίδιο.

Και εν σώματι, σαν από προσυνεννόηση, βρέθηκαν έξω από το σπίτι τής συγγραφέως να φωνάζουν με στεντόρειες φωνές:

‘’Πέρσα ζεις, εσύ μας οδηγείς.’’

Σήκωσαν τεράστια πανό. Χαμός.

Ήταν συγκινητικό μα και συνάμα αγριευτικό.

‘’ΑΝΑΣΤΗΣΕ ΤΗΝ.’’ Φώναξε κάποιος. ‘’Στο χέρι σου είναι.’’

Η Συγγραφέας που είχε κατατρομοκρατηθεί γιατί ποτέ δεν περίμενε μια τέτοια ακραία στάση από τους αναγνώστες της, αναγκάστηκε την επαύριο να δώσει συνέντευξη τύπου και ούτε λίγο ούτε πολύ, υποσχέθηκε να την νεκραναστήσει. Θορυβημένη ένιωθε ειλικρινά σαν δολοφόνος που αφαίρεσε τη ζωή αξιαγάπητου, έστω και φανταστικού προσώπου.

«Ησυχάστε φίλοι μου αγαπημένοι. Η Πέρσα μας πάλεψε γενναία με τον Χάροντα εκεί μέσα στην Μ.Ε.Θ. και τον νίκησε, ο οποίος ίσως και να μην ήθελε μια τόσο ικανή και τσαμπουκαλού κυρία στην Επικράτειά του. Ήξερε ότι ένα τόσο σπιρτόζικο πνεύμα μόνο μπελάδες θα του δημιουργούσε, με το να ξετρυπώνει συνεχώς ενόχους. Και πιο ένοχος από τον ίδιο κανείς! Άσε που με τούτην εδώ στα λιμέρια του, κινδύνευε και το prestige του».

Το τι επακολούθησε με την νεκρανάστασή της δεν περιγράφεται παιδιά. Την γιόρτασαν σαν να ήταν Εθνική εορτή. Κάποιος δε ένθερμος θαυμαστής της, πρότεινε να μπει στο εορτολόγιο και να εορτάζεται σαν η ημέρα της επανένταξής της στον κοινωνικό ιστό.

Μερικοί άνθρωποι ας είναι φανταστικοί, κάνουν τόσο καλό στη ζωή μας.

Δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν και λίγοι, ελάχιστοι, αληθινοί, που να τους μοιάζουν έστω κατά το ήμισυ;

Ρητορικό το ερώτημα βέβαια…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη