“Αγνή”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Τι κι αν φοβάμαι τις δυνατές βροχές, αυτές που απλώνονται νερένια κουρτίνα μπροστά απ’ τον κόσμο και νομίζεις πως με μίσος χτυπούν ανερώτητα, πλαγιάζουν τα φύλλα, σωπαίνουν τα κελαηδίσματα, μουλιάζουν τα φτερά… Κι η γη δεν προλαβαίνει να δεχτεί το νερό, λάκκοι, λασπωμένες στρογγυλές λέξεις, χαλάζι.

Μικρή αν ήμουν, με  μια σχεδόν  ανεπαίσθητη  κίνηση, θα κινιόμουν μια θέση πιο δίπλα στη σιγουριά, με δυο κοτσίδια να προσπαθούν να τιθασέψουν το ατιθάσευτο, φορώντας την πλεκτή ζακέτα της γιαγιάς και το ροζ παντελόνι, εκείνο με το κεντημένο ανθρωπάκι στο δεξί του μπατζάκι, να κρύβονται λίγο τα καλαμένια ποδαράκια και με δυο χέρια  και μάτια αθωότητα, θα ‘παιζα, ώρες ατελείωτες, ακουμπώντας τα παιχνίδια στο λαχανί ξύλινο σκαμπό.

Όταν έχεις μεγαλώσει, έχει χαθεί στον  χρόνο το λαχανί σκαμπό, και η μικρή κίνηση για σιγουριά. Δεν έχει ζέστη, ούτε γαργάλεμα στο λαιμό ή τις πατούσες του πατέρα…

Ούτε και χώρο δεν έχει να το παραδεχτείς. Την ανάγκη σου, λέω, για μια σιγουριά. Όταν εσύ πρέπει να είσαι, δεν έχει λέξη για σένα να πεις τι σου λείπει. Και τα μπουμπουνητά κάνουν τον ίδιο κρότο.

Μια ζωή, κούρνιαζα στη σιωπή, από μια εσώτερη συνειδητή επιλογή να μη γίνω ότι μίσησα. Ποιον κορόιδεψα σωπαίνοντας; Μια μικρή μπαλίτσα σιωπηλή ψυχή να χτυπιέται στους τοίχους. Όσο μεγάλα κι αν τα κάνεις τα σπίτια, όσο ψηλά, είναι στη φύση τους να στενεύουν.

Τα βράδια, λοιπόν, με τα μάτια ορθάνοιχτα, μετρούσα ένα προς ένα τα όνειρα, τα βήματα, τα κενά.

Τίποτα δεν μου έλειπε και μου ‘λειπαν όλα. Σαν να ‘πρεπε να πάρει κανείς ένα σφουγγάρι, να καθαρίσει τον μαυροπίνακα κι ύστερα ν’ αρχίσει να μαζεύει κόκκο στον κόκκο τη σβησμένη  κιμωλία. Και να γράψει ξανά. Να βάλω ένα μεγάλο Χ στα πρέπει της μάνας -ασταμάτητες Ερινύες- να μετρήσω τις απουσίες του πατέρα και να μείνει αιώνια μετεξεταστέος στην τάξη της ζωής, να σκουπίσω τα μάτια της ψυχής μου μετά τις Τρωικές μάχες, παύοντας να θρηνώ αθάνατους πολεμιστές, τσακωμοί για τ’ ανθρώπινα, τις αιώνια ανεκπλήρωτες προσμονές, αλίμονο, ο καθένας το «μπορώ» του, το «θέλω» του, το «πρέπει» του κι εσύ στη μέση με τα δικά σου. Πώς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους; Πώς να τα συνταιριάξεις;

Σιγά-σιγά, η επιλογή της ανυπαρξίας άρχισε να μαλακώνει. Πλασματικά, νομίζω. Σαν τα άπλυτα που σε περιμένουν στο καλάθι. Τουλάχιστον, παραδέχομαι πως κουράστηκα να γεμίζω ή να σωπαίνω κενά. Όταν μαθαίνεις τους άλλους έτσι, το μόνο που καταφέρνεις είναι ν’ ανοίγεις φαράγγια μέσα σου.

Ουστ! Παλιόσκυλα! Δεν έχει πιο μεγάλα κενά από εκείνα που βρίσκουν δικαιολογία στην αγάπη. Μη μ’ αγαπάτε πια! Δεν θέλω να πληρώνω άλλο. Φτάνει.

Κινούμαι στον χώρο,  γύρω σας, πάντα δυο αρχικοί νοητοί πόλοι ενός εκκρεμούς, αν θεωρητικά, ορίσεις ως πρώτο πόλο το ξεκίνημά του κι ύστερα άπειρες οι θέσεις του ξεκινήματος, παίρνοντας υπόψη τον κυκλικό χαρακτήρα των εποχών, των βροχών, των σκέψεων, των συναισθημάτων, ολόκληρης της ζωής. Κι η φθίνουσα ταλάντωση επεκτείνεται αέναα.  Τι φταίτε κι εσείς, αν από μία αυστηρά προσωπική ιδιορρυθμία, παρατηρούσα μικρές, τοσοδούλικες λεπτομέρειες, μήπως και βρω τον τρόπο, τελικά, να χωρέσω κάπου!

Πώς και γιατί βάσταγα τόσο πολύ που ξεχειλούσε από μέσα μου, στη σιωπή!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη