“Αγαπάτε αλλήλους”, ένα χιουμοριστικό διήγημα της Φωτεινής Πανουργιά για τη δράση “Γράφουμε για το Πάσχα”

Το όνομά της ήταν Ρίτσα, αλλά εγώ την ήξερα σαν κυρία Προέδρου.  Την είχε πάρει το μάτι μου μερικές φορές καθώς περνούσα με το ποδήλατο μπροστά από τα λιγοστά μαγαζιά του χωριού. Ένα μπακάλικο, ένα πρατήριο φούρνου, αλλά τρία καφενεία. Τόσο λιγοστά. Και φυσικά είχα ακούσει να της σέρνουν διάφορα στην απογευματινή ενημέρωση  από τις γειτόνισσες, όταν τέλειωναν τις δουλειές και έπιαναν το λακριντί. Γι’ αυτό και δεν πέθαινα να την γνωρίσω, ούτε και είχα καμιά περιέργεια, γιατί κάτι προηγούμενα με τον άντρα της, τον Πρόεδρο, τα είχαμε οικογενειακώς όπως και το μισό χωριό μαζί μας. Αιτία, το νερό το οποίο κοβόταν ανά τακτά ή και άτακτα διαστήματα και σε πετύχαινε στην πιο άβολη φάση. Και ενώ η μία πλευρά του χωριού ήταν ιδιαίτερα αδικημένη, στην άλλη, την «κυριλέ», το φαινόμενο ήταν αρκετά  σπάνιο έως ανύπαρκτο. Δεν χρειάζεται να έχει φαντασία κανείς, για να καταλάβει ότι το σπίτι της κυρίας Προέδρου, βρισκόταν στην ευνοημένη θέση.

Έτσι λοιπόν, ήμουν ήδη αρκετά προκατειλημμένη ώστε να μην επιδιώξω ποτέ μία συνάντηση μαζί της. Κι εκείνη για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω, μου έδειχνε καθαρά την αντιπάθειά της. Καμιά μας δεν είχε σοβαρό λόγο, ούτε αιτία γι αυτήν την απέχθεια που είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας. Μοιάζαμε σαν δυο πόλοι μαγνήτη με ίδιο πρόσημο που απωθούνται ακαριαία. Κάθε φορά που συναντιόμασταν τυχαία λοιπόν, οι ματιές μας έσταζαν απαξίωση. Που ως γνωστόν είναι δραστικό δηλητήριο. Δεν είχαμε βέβαια και τίποτα κοινό.  Εκείνη παντρεμένη με δυο κουτσούβελα στη σπαστική ηλικία και αρκετά μεγαλύτερή μου, εγώ ορκισμένη εχθρός του γάμου με ό,τι αυτό συνεπάγεται και μία στάση  λίγο προκλητική ομολογώ για τα δεδομένα του χωριού. Αυτά όμως, δεν στοιχειοθετούν σοβαρές αιτίες αντιπάθειας. Ήταν σίγουρα υπερβολικό και από τα δύο «αντίπαλα» μέρη. Νομίζω όμως ότι πιο πολύ απ’ όλα, με ξένιζε η εμφάνισή της.

Η κυρία Προέδρου, λοιπόν, είχε πάντα μαλλί λάχανο, ξασμένο από μέσα για να φουντώνει και να φαίνεται πλούσιο, ενώ στην πραγματικότητα ήταν τσουρούτικο από κάποιο αδικημένο dna ή από τις πολλές βαφές και τις συχνές εναλλαγές χρώματος ή επειδή μαλλιοτραβιόταν συχνά με τους περιοίκους, για ζητήματα «προεδρικού» ενδιαφέροντος. Είχε και κάτι τεράστια βυζιά που δεν ήθελε να τα φέρνει σε δύσκολη θέση και να τα καταπιέζει, γι’ αυτό τα έβγαζε συνήθως στην επιφάνεια να επιπλέουν σαν τεράστια χαλαρά μπαλόνια που έχουν αρχίσει να χάνουν αέρα, σχηματίζοντας κυματοειδείς αυλακιές σε όλη την προεξέχουσα επιφάνεια. Και σίγουρα έμοιαζε να πιστεύει ότι είχε πέραση στον αντρικό πληθυσμό. Μεταξύ μας, νομίζω ότι είχε κιόλας.

Εκείνη τη μέρα που τη συνάντησα, το μαλλί ήταν σε φάση ξανθό σταχύ. Και κάθε φορά που την έβλεπα, μου θύμιζε πάντα μια ιστορία που μου έλεγε η μάνα μου για μία γυναίκα με έναν ξασμένο κότσο που δεν τον έλυνε ποτέ και στο εσωτερικό του είχαν κάνει φωλιά οι κατσαρίδες. Γι’ αυτό και μου είχε σφηνωθεί στο κεφάλι η φαντασίωση, ότι μπορεί να έχει κι αυτή στο μαλλί της κρυμμένες κατσαρίδες. Δεν ξέρω τη σκοπιμότητα αυτής της ιστορίας της μάνας μου, αλλά φαίνεται ότι με είχε σημαδέψει. Κάπως έτσι υποθέτω αναδύονται οι παιδικοί μας εφιάλτες και γίνονται εικόνες που προβάλλονται σε τυχαία θύματα. Κι έτσι ο δικός μου εφιάλτης απέκτησε οντότητα. Λεγόταν Ρίτσα και είχε όλα τα προσόντα.

Εκείνες τις μέρες είχα κατέβει από τη Μεγάλη Δευτέρα στο χωριό γιατί είχα κάνει μια μικροεπέμβαση και είχα στη διάθεσή μου αρκετή άδεια.  Φτάνοντας με το αυτοκίνητο, σταμάτησα στο φούρνο να πάρω καμιά τυρόπιτα καθότι το ταξίδι μου είχε δημιουργήσει μια δικαιολογημένη λιγούρα.

Μπαίνοντας στο φούρνο και μετά τις χαιρετούρες, νιώθω στην πλάτη μου κάτι κοφτερό να με τρυπάει. Ήταν το τσακίρικο μάτι της Ρίτσας, όπως διαπίστωσα γυρίζοντας και καθώς η φουρνάρισσα έπαιρνε την πρωτοβουλία να μας κάνει τις συστάσεις. Από δω η Ρένα κι από δω η κυρία Προέδρου. Δηλαδή με λίγα λόγια εγώ ήμουν απλά η Ρένα και αυτή  κυρία και μάλιστα κάποιου που τύχαινε να είναι και πρόεδρος, ο Θεός να τον κάνει δηλαδή. Αυτός από μόνος του, ήταν ένας ικανός λόγος που  δεν απάντησα καν στις συστάσεις, ούτε ένα χαίρω πολύ, ούτε τίποτα, εκτός από έναν χαιρετισμό με ένα ανεπαίσθητο σήκωμα του αριστερού φρυδιού – μόνο αυτό ξέρω να σηκώνω κι αυτό μετά από κοπιώδεις προσπάθειες και δοκιμές μπροστά στον καθρέφτη. Όσο να πεις, το σήκωμα του φρυδιού, δίνει έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ένα κάτι πρωτευουσιάνικο που δεν το συναντάς εύκολα στην επαρχία και μάλιστα στην καταχωνιασμένη επαρχία.

Είχα, λοιπόν, το πάνω χέρι και καθώς γύρισα από την άλλη μεριά αναποφάσιστη ανάμεσα σε μια τυρόπιτα και μία λαχταριστή πίτσα, άκουσα την κυρία Προέδρου να ζητάει τη συνταγή για τα αυγοκούλουρα στην κυρία Ευθαλία, που μόλις είχε μπει στο μαγαζί. Ήθελε λέει να μυρίσει Πάσχα το σπίτι της και γι αυτό έπρεπε να κάνει τις σχετικές ετοιμασίες. Να πούμε εδώ, ότι η κυρία Ευθαλία δεν ήταν κανενός, αφού ο άντρας της είχε γίνει μακαρίτης από χρόνια και έτσι έγινε πάλι «κυρία» του εαυτού της. Έφτιαχνε επίσης τα καλύτερα αυγοκούλουρα του χωριού.

«Όχι σαν τις Αθηναίες κυρία Ευθαλία μου, που πάνε όλα και τα αγοράζουν…», είπε η Ρίτσα με νόημα και ήταν προφανές ότι απευθυνόταν σε μένα.

Θα ήθελα να της πω ότι κι εμείς φτιάχνουμε κουλούρια και τσουρέκια να μυρίσει Πάσχα το σπίτι μας και σως μπεαρνέζ επίσης και τσάτνεϊ όλων των ειδών και κάτι άλλα που δεν ταιριάζουν με την προβατίνα στα κάρβουνα για να τα ξέρεις του λόγου σου, αλλά κρατήθηκα για να μην κατέβω επίπεδο μπροστά σε μια «κυρία» και μάλιστα Προέδρου. Αντί γι’ αυτό γύρισα με τρόπο θεατρικό προς το μέρος της και τη χτύπησα εκεί που ήξερα ότι θα πονούσε.

«Μια και είσαστε η κυρία του Προέδρου θα ξέρετε να μας πείτε γιατί δεν έχουμε πάλι νερό να πλύνουμε τα πιάτα μας και όχι μόνο;»

To ύφος μου σίγουρα υπονοούσε τα βρακιά μας και τ’απόκρυφά μας και είδα ικανοποιημένη να παίρνει θέση άμυνας.

«Γιορτιάρες μέρες, δεν υπάρχει νερό!» πρόσθεσα με δραματικό τόνο.

Όντως, με είχε πληροφορήσει η μάνα μου τηλεφωνικά για το δράμα που επρόκειτο πάλι να ζήσω για άλλη μια φορά. Το νερό ήταν κομμένο από την προηγούμενη μέρα.

«Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν λύνεται εύκολα, είπε. Αν ερχόσασταν πιο συχνά στο χωριό, θα ξέρατε ότι το πρόβλημα ισχύει από πάντα. Και από τους προηγούμενους. Εμείς κάνουμε ότι μπορούμε.»

«Φαίνεται ότι δεν κοπιάζετε αρκετά αν κρίνω από το αποτέλεσμα, της απάντησα. Και να λοιπόν πως προκύπτει ο λόγος που δεν ερχόμαστε συχνά. Την επόμενη φορά που θα μας κόψετε το νερό, μια και από ό,τι βλέπω έχετε αναλάβει και το βάρος των υποχρεώσεων του άντρα σας, όταν θα μου μαζευτούν τα άπλυτα θα τα φέρω σε σας να μου λύσετε το πρόβλημα».

Και λέγοντας αυτά, αποχώρησα, έχοντας αισθανθεί ότι πήρα μια μικρή νίκη και εκδικήθηκα για το Ρένα χωρίς το «κυρία» μπροστά του. Χωρίς καν να αγοράσω την πολυπόθητη τυρόπιτα! Και με μια Ρίτσα που μου είχε κάτσει στο λαιμό σαν αμάσητη μπουκιά. Δεν υπήρχε περίπτωση να την καταπιώ ούτε με Εβιάν κατ’ ευθείαν από την πηγή.

***

Ήμουνα τόσο νευριασμένη με το νερό! Κατά τη διάρκεια της Μεγαλοβδομάδας είχαμε συνολικά νερό δύο μόνο μέρες! Στο νεροχύτη ήξερα ότι με περίμεναν μια στοίβα αντεράκια και δίπλα τους μια λεκάνη με συκωταριές που έπρεπε σύντομα να ετοιμάσω για να φτιάξουμε το κοκορέτσι. Πάντα εμένα περίμεναν.

«Και κοκορέτσι φτιάνουμε κυρά Ρίτσα μου, εμείς οι Αθηναίες…» Και παρ’ όλ’ αυτά, νερό δεν υπήρχε σταγόνα και κανείς φυσικά δεν ήξερε πότε θα ερχόταν. Άσε που έπρεπε να μπανιαριστούν όλοι, να μαγειρέψουμε και να πλύνουμε πιάτα και ό,τι άλλο κάνει ο κόσμος για να τσουλήσει τη μέρα του. Πόσο μάλλον μέρες γιορτινές, που όλο και κάτι έκτακτο τυχαίνει από επισκέψεις και φιλοξενούμενους.

Στο λαιμό μου έκατσε λοιπόν η Ρίτσα και ο Πρόεδρος και όλο τους το σόι και από τις δυο μεριές.

Αλλά ούτε και κείνη έμεινε αλώβητη από το μεταξύ μας επεισόδιο. Μου τα πρόλαβαν τις επόμενες μέρες κάτι γειτόνισσες στις οποίες με ξεφώνισε η άθλια, πριν καλά καλά φτάσει στο σπίτι της από το φούρνο. Με είπε ξινή και ανέραστη, και πως την είχα ταράξει μεσημεριάτικα και δεν μπορούσε να κάνει με ηρεμία τη δουλειά της. Άκου ξινή και ανέραστη! Για το πρώτο δεν παίρνω όρκο βέβαια, αλλά για το δεύτερο δεν είχε κανένα δίκιο με το μέρος της. Και εραστή είχα και ποτέ δεν ξέμεινα χωρίς. Πρόεδρος δεν ήταν ποτέ κανείς τους αλλά αυτό ήταν μια ασήμαντη εκτός θέματος λεπτομέρεια.

Τη νύχτα που έπλενα τα σχετικά για το κοκορέτσι, αφού νύχτα ήρθε το νερό, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν κάποιος τρόπος να εκδικηθώ τη Ρίτσα. Τη φανταζόμουν να παραπατάει με τα τεράστια τακούνια της και να πέφτει κάτω, πάνω στη φάση του «δεύτε λάβετε φως και όλοι να κοιτάνε τα τροφαντά μπουτάκια της, πεθαίνοντας στα γέλια. Την άλλη τη φανταζόμουν να σκίζεται η στενή φούστα του καινούργιου της ταγέρ, καθώς προσπαθεί να ανέβει σε ένα ψηλό πεζοδρόμιο, η κοντή. Το έχω πάθει κι εγώ, άρα είναι μια κατάρα εφικτή. Ή ακόμα καλύτερο σενάριο να την πάρουν μερικές ξώφαλτσες σπίθες από τα βεγγαλικά και να γίνει σουρωτήρι το καλό της το φουστάνι. Ο κακός μου εαυτός είχε βγει και σουλατσάριζε μέσα στη νύχτα και έφτιαχνε σενάρια τρόμου και φαντασίας για μια γυναίκα που εκτός από αδιάφορη, μου ήταν και παντελώς άγνωστη. Θα μπορούσε να είναι μέχρι και παρεξηγημένη. Αλλά όχι! Εγώ σε κάποιον έπρεπε να ρίξω το τίμημα της ταλαιπωρίας μου και αυτή η Ρίτσα μου είχε έρθει κουτί.

Έτσι, λόγω τσαντίλας από την έλλειψη του νερού, παραλείψαμε οικογενειακώς όλο το εθιμοτυπικό πρωτόκολλο του Πάσχα και απείχαμε από εκκλησίες,  επιτάφιους και λοιπές εκδηλώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, αφού Μεγάλες Παρασκευές ήμασταν από μόνοι μας  και με το παραμικρό τσακωνόμασταν.

Όσα σενάρια όμως και να κάνει ο άνθρωπος, μπορεί ο Θεός να επιφυλάσσει καλύτερα. Και νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που παραδέχτηκα το χιούμορ του.

Εγώ, στην Ανάσταση δεν ήθελα να πάω, δεν είχα προλάβει να λούσω το μαλλί και το λίγο καλύτερο ρούχο που είχα μαζί μου -δηλαδή το καλό μου το τζιν- ήταν κι αυτό λερωμένο. Πάραυτα, υποκύπτοντας στις πιέσεις αδελφών, ξαδέλφων και λοιπών συγγενών, πήρα το άσπρο μου κεράκι και κατηφόρισα κατά την εκκλησία. Όλα καλά και υπέρλαμπρα, οι κυρίες έλαμπαν στα καινούργια τους ρούχα, τα παιδιά φορούσαν γυαλιστερά παπουτσάκια με στρακαστρούκες, και οι κομμώτριες της περιοχής, θα πρέπει να είχαν αγοράσει οικόπεδο εκείνες τις μέρες.

Το βλέμμα μου φερμάρισε με την πρώτη το στόχο. Η Κυρία Προέδρου έλαμπε στο καινούργιο της φόρεμα, τα μπαλκόνια της έμοιαζαν να έχουν περάσει από βουλκανιζατέρ -να θυμηθώ να τη ρωτήσω από πού αγοράζει τα σουτιέν της, σκέφτηκα- και οι πανύψηλες κόκκινες γόβες της, προκαλούσαν στο γυναικείο πληθυσμό σχόλια θαυμασμού, ανάμεικτα με ζήλια.

Αποφάσισα να πλησιάσω κοντά της για να μην τη χάσω από το οπτικό μου πεδίο, παρασύροντας μαζί μου και το υπόλοιπο σόι, το οποίο με ακολούθησε γκρινιάζοντας. Σπρώχνοντας και αγκομαχώντας φτάσαμε δίπλα της και αφού τη χαιρέτησα με το γνωστό κόλπο του φρυδιού, να μη με λέει και ακατάδεχτη εκτός από ξινή και το άλλο το άκυρο, στάθηκα σε απόσταση αναπνοής, ακριβώς από πίσω της.

Αφού μας έκανε κάποιες παρατηρήσεις, όπως «σσσς», «ο παπάς ψέλνει», «μη μιλάτε», «ντροπή πια, λίγο ησυχία», και λοιπά χειριστικά, το σόι άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται ενοχλημένο. Κοίτα να δεις που το πάει φιρί φιρί να τα ακούσει σήμερα, σκέφτηκα. ‘Ήταν ολοφάνερο ότι με προκαλούσε! Ή έτσι το πήρα εγώ τέλος πάντων.

Απόμεινα μόνη μου να ξεροσταλιάζω και να μην έχω κανέναν γνωστό δίπλα μου να κάνω τα απαραίτητα σχόλια που απαιτούσε η μέρα. Ωστόσο με είχε τρομοκρατήσει αρκετά, ώστε όταν χτύπησε το κινητό μου, ξεροκατάπια εκουσίως καθώς γύρισε και με κοίταξε με περιφρόνηση για την αγένειά μου. Μέσα μου άρχισα να λέω διάφορα μαγικά που θυμόμουν από μικρή για να τη γρουσουζέψω.

Ήμουν σε απόσταση αναπνοής από την τζίβα των μαλλιών της. Πάλι η κατσαριδοφωλιά μου ήρθε στο μυαλό με αηδία. Πετάνε άραγε οι κατσαρίδες; σκέφτηκα με τρόμο. Ασυναίσθητα, έκανα ένα βήμα πίσω, αλλά με σταμάτησε ο όγκος του πλήθους που στριμωχνόταν γύρω μου. Περιεργάστηκα το σβέρκο της και δυο τρεις τρίχες που είχαν πέσει στο σακάκι της. Είχαν άσπρη ρίζα στο τελείωμα. Σίγουρα έχει καιρό να βάψει το μαλλί. Ίσως γι αυτό να φτιάχνει αυτό το χτένισμα, για να τα κρύβει, σκέφτηκα. Ή ίσως να βαριέται να χτενιστεί. Αλλά τα σιχαμερά ζωύφια εξακολουθούσαν να μου βασανίζουν τη σκέψη. Ωστόσο, τα βεγγαλικά άρχισαν να βαράνε, ο ουρανός έλαμψε με χρώματα και όλοι άναβαν σιγά σιγά τα κεριά τους ο ένας παίρνοντας φως από τον άλλον.

Ήταν φανερό ότι απορροφημένη στις σκέψεις μου, είχα χάσει επεισόδια από την Ανάσταση. Μόλις άναψα και το δικό μου κερί, καμένη τρίχα μύρισε έντονα στον αέρα, κάτι σαν το κοτόπουλο όταν το καις με τον αναπτήρα πριν το μαγειρέψεις. Κοίταξα γύρω μου να δω αν όλοι ένιωσαν αυτό που μόλις είχα μυρίσει εγώ. Δεν πρόλαβα να αντιληφθώ κάτι άλλο εκτός από το ξαφνικό τσιτσίρισμα του «λάχανου» της κυρίας Προέδρου, που έμοιαζε σαν να είχες ανάψει ένα φυτίλι και η φωτιά έτρεχε με ασύλληπτη ταχύτητα. Η φλεγόμενη βάτος του Μωϋσή, διαδραματιζόταν ζωντανά μπροστά στα μάτια μου. Πέταξα τη λαμπάδα μου κάτω και προσπάθησα να βοηθήσω χωρίς να βάλω τα γέλια, καθώς όλοι ούρλιαζαν και προσπαθούσαν άλλοι με τα χέρια και άλλοι φυσώντας με το στόμα, να σβήσουν την πυρπολημένη προεδρίνα. Έφαγε τόσες καρπαζιές σε αυτή μας την προσπάθεια για να τη σβήσουμε, που νομίζω θα τις θυμάται σε όλη της ζωή. Ευτυχώς η καταστροφή δεν ήταν ολοκληρωτική και τα μισά της μαλλιά γλίτωσαν από το ολοκαύτωμα.

Όταν ηρέμησε λίγο, στάθηκα απέναντι στο μπαρουτοκαπνισμένο και τρομοκρατημένο της πρόσωπο, για να της πω μια καλή κουβέντα, που τελικά δεν είχα πρόχειρη. Με κοίταξε στα μάτια και δεν μπόρεσα να τα διαβάσω. «Χριστός Ανέστη», ψέλλισα και  κράτησα το φρύδι μου ακίνητο. Ύστερα έκανα μεταβολή και χωρίς να περιμένω απάντηση, έφυγα με γρήγορο βήμα.

Βαθιά μέσα μου, ένιωθα τύψεις για όλες τις σκέψεις που έκανα. Πυροδοτείται μία τζίβα με τη σκέψη; Ένα μυστήριο στο οποίο δεν κατάφερα ποτέ να δώσω μια λογική απάντηση…


Το διήγημα “Αγαπάτε αλλήλους” παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη