«Ίρις η μικρή νεράιδα», ένα παραμύθι της Ρίτσας Μπακογιάννη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή νεράιδα, που τη λέγανε Ίρις και ήταν μοναχοκόρη του βασιλιά Κυρίλλου του 3ου νεράιδου, της Μεγάλης Χρυσοχώρας, με τα χρυσά κυκνάκια. Η μαμά της, η αρχοντονεραϊδοπούλα Εβίτα, κρατούσε από μεγάλο τζάκι. Η οικογένειά της κατάγονταν από την ξακουστή πέρα πέρα Ραβδόπολη με τις διάσημες διαμαντένιες τιάρες και τα χρυσά στέμματα!

Με τον βασιλιά, η μητέρα της, ήταν κοντοχωριανοί. Γνωρίστηκαν στα μαγικά ρυάκια του νεραϊδοδάσους που ήταν παράλληλο με το ανθρώπινο δάσος, το ζέφυρο, ένα καταπράσινο δάσος με αγριολούλουδα, βότανα, έλατα, κέδρους, καστανιές, ακόμη και πλατάνια και ιτιές ήταν στα ποταμάκια του και κάπου κάπου συναντούσες κρανιές και πιξαρια! Το δε νεραϊδοδάσος είχε χρυσομηλιές, χρυσοσυκιές, χρυσελιές, πολύχρωμες κουμαριές, κάτι μεγάλες γαλάζιες τριανταφυλλιές, λιλιουμλούλουδα και παγωνόδεντρα δίπλα στις πουπουλένιες μανόλιες. Μετά από μια νεροποντή, η Εβίτα και ο Κύριλλος έδωσαν όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης κάτω από το πολύχρωμο ουράνιο τόξο.

Η Ίρις ήταν η πιο όμορφη νεράιδα σε όλο το βασίλειο, το οποίο εκτεινόταν ως την άκρη του νεραϊδοδάσους, μην πω και ως το ανθρώπινο δάσος. Είχε καστανά μαλλιά με κόκκινες ανταύγειες σαν τη φωτιά. Καταγάλανα μάτια όπως ο ουρανός, με τεράστιες μωβ βλεφαρίδες! Τα μάγουλά της ήταν ροζουλί σαν τις αγριοφράουλες και τα χειλάκια της κατακόκκινα όπως το παλιό κόκκινο κρασί.

Είχε πανέμορφα μεγάλα φτερά με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Μωβ, πράσινο, μπλε και λίγο θαλασσί, κίτρινο, ροζ, πορτοκαλί, κόκκινο και λίγο κοραλλί… Φορούσε ένα υπέροχο μωβ φόρεμα κι όλα έκαναν υπέροχους χρωματισμούς, άστραφταν από νεραϊδόσκονη και έλαμπαν από ομορφιά!

Το ραβδί της ίριδας, το κηρυκιούντ, ήταν δώρο του πατέρα της. Ήταν χρυσό μ’ ένα αστεράκι στο πάνω μέρος και μαγική γιρλάντα από χρυσόσκονη! Η τριάρα της, που την είχε κάνει δώρο η μαμά της, ήταν από λευκό χρυσό, είχε ένα χρυσό φεγγαράκι στη μέση κι έτρεχαν από δω κι εκεί χρυσοσταλίδες στα καστανοκόκκινα μαλλιά της. Η μικρή νεράιδα απ’ όπου κι αν περνούσε σκορπούσε πίσω της λουλούδια και χρυσόσκονη!

Η Ίρις δεν άργησε να κάνει φίλους. Είχε τον Μίδα τον χελώνα με το χρυσό κέλυφος και τον Νικολάκη το σκιουράκι με τη χρυσή ουρά, που κάθε μέρα είχε και διαφορετικό βελανίδι στο στόμα του. Μαζί παίζανε, μαζί χόρευαν, μαζί τραγουδούσανε, μαζί μεγάλωναν.

Βέβαια οι υπόλοιπες νεράιδες απορούσαν πως αυτή μια καθώς πρέπει νεράιδα έκανε παρέα με διαφορετικά από το σινάφι της όντα, όπως απλά ζωάκια.

Την Ίριδα όμως δεν την ένοιαζε κι ας την κοροϊδεύαν οι ψηλομύτες νεράιδες για την καταγωγή των φίλων της.

Έτσι συνέχιζε να παίζει με τον Νικολάκη ανάμεσα από τα δέντρα κι αφού ο καημένος ο Μίδας δεν μπορούσε να τους φτάσει, του έκανε το χατίρι να κολυμπάει μαζί του. Ο Μίδας ήταν τελευταίος στο περπάτημα, μα πρώτος στο κολύμπι! Και να σου οι βουτιές στα γαλαζοπράσινα νερά της λίμνης και να τα πλατσουρίσματα!

Ο Νικολάκης πάντα γκαφατζής κι ατσούμπαλος μασούλαγε όλο και κάποιο διαφορετικό βελανίδι κάθε μέρα. Η κοιλίτσα του είχε φουσκώσει από τα πολλά βελανίδια… Πού και πού έτρωγε και κανένα καρυδάκι.

Η Πέρλα η νεράιδα, γεμάτη με όλα τα κακά που υπήρχαν στον κόσμο, ζήλευε πολύ την Ίριδα. Είχε κακία μέσα της, μιλούσε με ειρωνεία και κρατούσε ένα μαύρο ραβδί φτιαγμένο από εννέα μαύρα μαργαριτάρια, που θαρρούσες ότι εγκλωβίζονταν σ’ αυτό όλες οι σκοτεινές δυνάμεις του κακού. Μ’ αυτές τις πέρλες έλυνε κι έδενε…

Ήταν εκνευριστικά σπαστική, δεν είχε καλούς τρόπους και έκανε να νιώθει άσχημα όποιος βρισκόταν γύρω της.

Οι υποτακτικές της, η Μαριλού η αλεπού και η Τέτα η βοέτα, χαρακτηρίζονταν από την αρνητική ενέργεια που τις περιέβαλε. Ένα μαύρο πέπλο μυστηρίου σκέπαζε την Πέρλα απειλητικά… Κακία.

Κάποτε έκανε ένα τσακ με το ραβδί της και σκόρπισε τον φόβο και το κακό. Ο Μίδας φοβήθηκε τόσο πολύ που έβαλε πόδια-κεφάλι-ουρίτσα στο μικρό του καβούκι. Ο καημένος ο Νικολάκης, ενώ κυνηγούσε το βελανίδι του, κόντεψε να πάθει ηλεκτροπληξία, πηδώντας κατά λάθος στα ηλεκτροφόρα καλώδια από το ανθρώπινο δάσος και κάηκε η χρυσή του ουρά… Οι κακές νεράιδες έβαλαν τα γέλια…

Από τις σπίθες που βγάλαν τα καλώδια κάηκε πολύ μεγάλο μέρος του δάσους, πετάχτηκαν και μερικές σπίθες στα ξεροκίτρινα χόρτα και άρχισε να βγάζει καπνό. Ο καπνός αυτός πήγε ψηλά στον ουρανό. Εκεί λοιπόν στα ξερά χορταράκια άρχισε ν’ αχνοφαίνεται μια πορτοκαλί φωτίτσα, η οποία πήγε στα κλαδιά, από εκεί στα δέντρα και έπειτα κάηκε μεγάλο μέρος του δάσους, αλλά και του Νεραϊδοδάσους! Μια λεπτή γραμμή χώριζε τα σύνορα και των δύο… Η φωτιά εκτείνονταν παντού. Από τη μία οι πυροσβέστες προσπαθούσαν να σώσουν τα καμένα δέντρα, καθώς επίσης και τα ζωάκια του δάσους και από την άλλη ο Κύριλλος ο 3ος και η βασίλισσα του Εβίτα, έπρεπε να κάνουν κάτι να σώσουν το βασίλειο τους και το νεραϊδοδάσος. Ήταν όμως ανήμποροι στους χρυσοπύργους τους…

Η Ίρις έπρεπε να κάνει κάτι αλλά τι; Τι μπορούσε να κάνει τέτοια ώρα; Ανάμεσα στους καπνούς πέταξε ψηλά στον ουρανό με τα ιριδίζοντα φτερά της να αχνοφαίνονται.

Παρακάλεσε τα σύννεφα να ρίξουν βροχή. Αυτά της απάντησαν ότι ήταν στεγνά και έπρεπε να γεμίσουν με νερό ώστε να βρέξει. Έπρεπε οι υδρατμοί από τη λίμνη, τη θάλασσα, τα ποτάμια, τα ρυάκια και τις πηγές να πάνε στα σύννεφα, για να γεμίσουν με νερό και έπειτα να βρέξει.

Ο καημένος ο Μίδας είχε μπει μέσα στο καβούκι του και έτρεμε φοβούμενος τη φωτιά που πλησίαζε απειλητικά.

Η Ίρις σκέφτηκε πως αν έβγαινε από το καβούκι του και της το έδινε κάτι θα γινόταν. Έτσι πήρε το καβούκι του, το γέμισε με το νερό της λίμνης, πέταξε μέχρι τα σύννεφα και τα δρόσισε.

Στην αρχή ένιωσε λίγη αγωνία, αλλά μετά καθώς κοιτούσε τη φωτιά από ψηλά δε φοβόταν καθόλου.

Κάθε άλλο παρά φόβο ένιωθε. Σκεφτόταν το νεραϊδοδάσος, το ανθρώπινο δάσος, τους γονείς της, τις υπόλοιπες νεράιδες, τα ζωάκια, τα πουλάκια, τα δέντρα και τα λουλουδάκια, μέχρι και τα χορταράκια είχε στο μυαλό της… Τι θα απογίνονταν όλος αυτός ο επίγειος παράδεισος εάν τον κατέστρεφαν οι φλόγες;

-Όχι δεν θα περάσει η κακία της Πέρλας… Αρκετά ανέχτηκα αλλά αυτό πάει πολύ! Μονολογούσε η Ίρις καθώς κουβαλούσε το νερό στο καβούκι του Μίδα.

Στην αρχή έσβησε ένα σημείο αλλά παντού φλόγες… Κάηκαν όλα, κάηκε και το φόρεμα της καθώς κατέβαινε. Ο Νικολάκης που τη βοηθούσε της πάτησε το φόρεμα σβήνοντάς το, κι έτσι την έσωσε από βέβαιο ολοκαύτωμα… Πήρε βαθιά ανάσα και πέταξε προς τα πάνω με το καβούκι του Μίδα γεμάτο με νερό στο χέρι. Οι καπνοί έφταναν ως τον ουρανό και τα ματάκια της έτσουζαν πια… Ήθελε να τα παρατήσει…

-Δεν θα τα παρατήσω τόσο εύκολα, όλα εξαρτώνται από εμένα! Κι εσείς νεράιδες ελάτε να βοηθήσετε! Είπε αποφασιστικά.

Ξαναπιάσε το καβούκι το βύθισε στη λίμνη και συνέχισε ακούραστη πολλές φορές τη διαδρομή λίμνη – σύννεφα, σύννεφα – λίμνη.

Όσο κουρασμένη κι αν ήταν δεν το έβαλε κάτω. Αψηφώντας τη ζέστη, τους πυκνούς καπνούς, τη φωτιά και με κίνδυνο της ζωή της έκανε ό,τι μπορούσε για το γενικό καλό. Ούτε που θυμόταν πόσες φορές είχε πετάξει στα συννεφάκια και προσγειωθεί στη γη. Καμία χελώνα δεν είχε καβούκι. Όλες τους πρόσφεραν τα σπίτια τους, ώστε να γίνουν κουβάδες και να γεμίσουν με νερό.

Οι νεράιδες σαν μια γροθιά χτυπούσαν την απειλή της φωτιάς για αφανισμό του νεραϊδοδάσους. Αλλά και τα παλικάρια της πυροσβεστικής το ίδιο έκαναν με τα ελικόπτερα, τη μάνικα, κλαδιά και ό,τι άλλο μπορούσαν…

Η ώρα πέρασε και τα σύννεφα από άσπρα έγιναν γαλάζια και σιγά σιγά ένα μουντό μπλε-γκρι… Ξαφνικά άστραψε και βρόντηξε! Επιτέλους άρχισε να βρέχει! Ήταν μια δυνατή μπόρα ώστε η φωτιά να σβήσει.

Υπήρχαν απώλειες. Τα καημένα τα δεντράκια και τα χορταράκια κάηκαν. Το χώμα ήταν σαν αλεύρι, δηλαδή τόσο μαλακό και δεν είχε τις ρίζες των δέντρων για να στηριχτεί σε περίπτωση πλημμύρας. Έτσι το δάσος θα γέμιζε με στάχτες και λάσπες, οι βράχοι θα έπεφταν εύκολα… Όσο για τις καλύβες του δάσους, θα ξαναχτίζονταν με κόπο ενώ κάποιες άλλες δε θα ξαναφτιάχνονταν ποτέ… Οι χρυσοί πύργοι των νεράιδων κατακάηκαν…

Η Μαριλού αγνοούνταν ποιος ξέρει για πόσες ώρες μαζί με κάποια ελαφάκια…

Ευτυχώς τα βρήκε ένας καλός πυροσβέστης και τα έσωσε.

Ο ουρανός έγινε όπως και πριν. Γαλανος! Έβγαλε ένα ουράνιο τόξο ολόιδιο με τα φτερά της ίριδας! Η διαμαντένια τιάρα, που της χάρισε η μαμά της, καθώς και το κηρυκιούντ, κάπου της έπεσαν και τα βρήκαν η Πέρλα μαζί με τη βοέτα και εξαφανίστηκαν κάπου στην άκρη του ουράνιου τόξου.

Γι’ αυτό, όσο κι αν κοντεύουμε να φτάσουμε στο ουράνιο τόξο δεν βρίσκουμε ποτέ την άκρη του… Έτσι όποιος βρει την άκρη του ουράνιου τόξου θα βρει και τη μαγική τιάρα και το κηρυκιούντ της Ίριδας…

Κάπου εκεί κοντά θα είναι μαύρες από το κακό τους οι κακές νεράιδες Πέρλα

 και Τέτα. Ίσως μια μέρα τις βρει κάποιος.

Η Ίρις συνέχιζε να παίζει στο νεραϊδοδάσος με τους φίλους της τα ζώα και τις άλλες νεράιδες. Πλέον στα μαλλιά της απέμειναν οι κόκκινες ανταύγειες και οι χρυσοσταλίδες…

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη