“Ήμαρτον!!!”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

    Είναι η εικοστή φορά που πατάει στα πλήκτρα του κινητού τον αριθμό της κόρης της. Είκοσι κλήσεις και καμία απάντηση! Πόσες αρνητικές σκέψεις μπορούν να περάσουν απ’ το μυαλό μιας μάνας αν το καμάρι της δεν ανταποκρίνεται στις κλήσεις της; Αυτό μονάχα οι μανάδες είναι σε θέση να το γνωρίζουν βέβαια, συλλογίστηκε η Γωγώ, μες στη λαχτάρα που της έμελλε να περάσει το σημερινό πρωινό. Αφού αναθεμάτισε, για πολλοστή φορά, αυτόν τον χριστιανό που ανακάλυψε τα κινητά, κι αφού καταράστηκε για εκατοστή φορά αυτή την εφεύρεση που της δυσκολεύει επανειλημμένα τη ζωή της, αφού μέτρησε ξανά τις κλήσεις μια μια για να σιγουρέψει τον αριθμό τους, κι αφού ήπιε πέντε καφέδες κι άλλα τόσα νερά, για να σβήσει την κάψα που φούντωσε στο στομάχι της απ’ το άγχος που την κατέκλυσε, άρχισε ασυναίσθητα, να μονολογεί και να στήνει νοερά, μες στη σύγχυσή της, τον διάλογο που θα έκανε με την κόρη της, όταν κάποια στιγμή, θα την πετύχαινε στο τηλέφωνο.

  Την πρώτη φορά που την κάλεσε, πίνοντας συγχρόνως και την πρώτη γουλιά απ’ τον καφέ της, το έκλεισε δίχως ίχνος ανησυχίας. Εντάξει, είπε από μέσα της, θα ετοιμάζεται για τη σχολή, θα με πάρει εκείνη σε λίγο. Τη δεύτερη, σε χρονική απόσταση ενός τέταρτου από την πρώτη, υπέθεσε πως, ίσως καθυστέρησε να ξυπνήσει και βιάζεται να ετοιμαστεί για να φύγει. Την τρίτη, είπε ξανά στον εαυτό της, για να τον καθησυχάσει, πως ίσως είναι στο δρόμο και δεν το ακούει μες στη τσάντα που θα το έχει. Από την τέταρτη όμως φορά και μετά, έχασε τελείως την ψυχραιμία της. Καθόταν πια σ’ αναμμένα κάρβουνα. Οι χτύποι της καρδιάς της άρχιζαν ν’ ανεβαίνουν με γοργό ρυθμό, και το τσιγάρο κρατούσε μόνιμη συντροφιά στα δάχτυλά της, λες και μονάχα έτσι μπορούσε να χειριστεί κάπως την ανησυχία της.

  Η συνήθεια γίνεται η δεύτερη φύση του ανθρώπου, όπως λένε, κι αυτό το ασπάζεται απόλυτα και η Γωγώ, γι’ αυτό άλλωστε σήμερα, έχει ταραχτεί τόσο πολύ μ’ αυτό που της συμβαίνει. Επειδή ακριβώς, το σημερινό πρωινό της παρεκκλίνει από τα συνηθισμένα, κι αυτή αδυνατεί να δώσει μια λογική εξήγηση στο αδιέξοδο που υψώθηκε σαν τοίχος ξαφνικά μπροστά της. Εδώ και τρία συναπτά χρόνια, από τότε που η κόρη της άνοιξε τα φτερά της και πέταξε μακριά απ’ τους δικούς της, για ν’ ακολουθήσει τα όνειρά της και να σπουδάσει στην Αθήνα, αναπόφευκτα, άλλαξαν κι οι ζωές όλων τους. Της κόρης πρωτίστως, που άλλαξε περιβάλλον και συνήθειες, και ακολούθως, της υπόλοιπης οικογένειας που θα μετρούσε εφεξής, ένα μέλος λιγότερο στην πατρική εστία.

  Από τότε λοιπόν, από κείνο το πρώτο πρωινό, που ξύπνησαν κι αντίκρισαν την Ανατολή  χώρια μάνα και κόρη, η Γωγώ της ζήτησε μονάχα ένα πράγμα, εκτός από όλες τις άλλες συμβουλές, βέβαια, που της έδωσε σαν μητρικά εφόδια, για να ξεκινήσει την καινούργια της ζωή. Ποια μάνα δεν τις δίνει άλλωστε… Αυτό που της ζήτησε, δεν ήταν δα και τόσο τρομερό! Να την παίρνει κάθε πρωί τηλέφωνο για να ακούει τη φωνούλα της, την παρακάλεσε τότε η μάνα, για να μπορεί κι αυτή να συνεχίζει τη μέρα της, χωρίς να την τρώει η έννοια για την υγεία της και γενικά για την ασφάλειά της, αυτή που στερείται κυρίως, μακριά απ’ τις φτερούγες των γονιών της. Φορτισμένες καθώς ήτανε κι οι δυο, απ’ το συναισθηματικό βάρος του πρόσφατου χωρισμού, υποσχέθηκαν η μια στην άλλη πως θα επικοινωνούν απαξάπαντος κάθε πρωί.

  Δε συνηθίζει να βάζει κακό με το νου της, όταν κάποιος δεν της απαντά στο τηλέφωνο, και κυρίως σαν γίνεται αυτό με τα παιδιά της. Για τον μεγάλο της γιο, ξέρει καλά, πως αν δεν το σηκώσει με την πρώτη, θα δει την κλήση της και θα την πάρει εκείνος με την πρώτη ευκαιρία. Είναι τσεκαρισμένο αυτό, οπότε, δεν μπαίνει καθόλου στον κόπο να τον καλέσει δεύτερη φορά. Του έχει εμπιστοσύνη. Για την ακρίβεια, αυτός κέρδισε επάξια την εμπιστοσύνη της, με τη συμπεριφορά του και τις πράξεις του. Δεν είναι τυχαίο.

  Αμ για την άλλη τι να πει; Τίποτα δεν του άφησε του πατέρα της! Όλα τα σουσούμια του τα πήρε… Δε πα να καίγεται ο κόσμος γύρω της, αυτή θα παραμείνει ερμητικά κλεισμένη στον δικό της. Ζαμανφουτίστρια παιδί μου!  Έτσι τους λένε αυτούς που δε δίνουν δεκάρα για τίποτα. Κάπου το ‘χε διαβάσει αυτό παλιά, και το συγκράτησε εσκεμμένα στο μυαλό της, επειδή χαρακτηρίζει απόλυτα τη συμπεριφορά της κόρης της και του άντρα της. Το ‘’ζαμάν φου’’ είναι μια γαλλική έκφραση που σημαίνει ‘’δε μου καίγεται καρφάκι’’ ή αλλιώς ‘’στα παλιά μου τα παπούτσια’’, όπως συνηθίζεται να λέγεται στα ελληνικά. Το είχε αναζητήσει, μάλιστα, στο λεξικό για να επικυρώσει τη σημασία του.

  Και το ωραίο ποιο είναι μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Αφού λοιπόν σ’ έχουν φέρει στο πιο έσχατο σημείο που μπορεί ν’ αντέξει η ανθρώπινη υπομονή κι αφού χιλιάδες φορές έχεις σπαταλήσει το σάλιο σου για να τους επιστήσεις την προσοχή σε πράγματα που δε σου αρέσει να σε δοκιμάζουνε… αυτοί, σε αντιμετωπίζουν για άλλη μια φορά με μια τέτοια άνεση και ηρεμία που σου τη δίνουν περισσότερο στα νεύρα! Αυτό είναι σίγουρη η δόλια μάνα, πως θα συμβεί και σήμερα, με την προκομμένη της… Αυτό εύχεται, κιόλας, να συμβεί κι ας την έχει ταράξει τόσο πολύ με την ανεμελιά της. Να μην της συμβαίνει τίποτα σοβαρό απεύχεται, και προσεύχεται η χριστιανή, εδώ και πέντε ώρες, μετά από τις τόσες άκαρπες προσπάθειες που έκανε να της μιλήσει στο κινητό.

  Στα όρια βρίσκεται να μην καλέσει τον άντρα της και τον γιό της, να ενημερωθεί μήπως έχουν επικοινωνήσει αυτοί μαζί της. Η αλήθεια είναι, πως δε θέλει να τους ανησυχήσει κι αυτούς. Καλά ο άντρας της, μαντεύει τι θα της πει… ‘’Έλα ρε Γωγώ που φέρνεις την καταστροφή επειδή δε σηκώνει το παιδί το τηλέφωνο! Κάπου θα είναι και δε θα ‘χει σήμα. Κλείσε τώρα γιατί έχω δουλειά… ‘’ Κι αφού την ξέρει η Γωγώ την απάντησή του, συγκρατεί με δυσκολία τα νεύρα της, κι επιλέγει να τις περάσει μονάχη της αυτές τις φοβερά ψυχοφθόρες ώρες, με τις ζοφερές σκέψεις να την κατακλύζουν και να της μαυρίζουν την ψυχή, έως ότου η κόρη της δεηθεί ν’ ανταποκριθεί στα καλέσματά της.

   Ούτε τον γιο της θέλει, βέβαια, ν’ αναστατώσει, γιατί γνωρίζει καλά πως το παιδί θ’ ανησυχήσει στ’ αλήθεια, αν του πει πόσες φορές έχει καλέσει τη σουσουράδα την αδερφή του κι αυτή τίποτα… Ο γιος της βλέπεις, μοιάζει σ’ αυτήν. Είναι υπεύθυνος και τυπικός. Δε συνηθίζει ποτέ να τραβάει το σκοινί στις διαφωνίες τους ούτε τη βγάζει απ’ τα ρούχα της ποτέ, όταν του κάνει παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά του. Είναι λογικό παιδί, με περίσσια ωριμότητα, θα υποστήριζε κανείς, για την ηλικία του. Κυρίως η μάνα του συνηθίζει, να τονίζει στους άλλους, αυτό το προτέρημα του παιδιού της και να καμαρώνει κιόλας, αφού ισχυρίζεται με σθένος, πως το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό και γιατί όχι χάρισμα, το κληρονόμησε απ’ αυτήν. Γιατί είναι σίγουρα χάρισμα, τουλάχιστον για τη Γωγώ, να είναι ένα παιδί υπεύθυνο και σοβαρό.

  Αχ και να τον είχε μπροστά της αυτόν τον εφευρέτη του κινητού… Θα τον έβαζε μια πόστα! Θα του απαριθμούσε ένα-ένα τα κατά της χαζοεφεύρεσης που τους δυσκολεύει τη ζωή. Γιατί αυτά αξίζει να μετρήσει κανείς, για να πειστεί πόσο περιττό, στ’ αλήθεια, είναι στην καθημερινότητά μας και πόσο ελάχιστες, είναι εκείνες οι στιγμές που μας είναι απαραίτητο. Γιατί στην ουσία, πριν μπει στη ζωή μας αυτός ο δαίμονας, όλοι ήμασταν περισσότερο ήρεμοι και λιγότερο αγχωμένοι, σκέφτεται η Γωγώ μες στην ταραχή της, που δε λέει στο ελάχιστο να καταλαγιάσει όσο περνάει η ώρα. Αφού αν δεν υπήρχε το αναθεματισμένο το κινητό, σήμερα το πρωί που θα σηκωνόταν η γυναίκα μες στη καλή χαρά, θα σήκωνε το ακουστικό του σταθερού και θα την καλούσε στο δικό της σταθερό. Η κόρης της δε θα το σήκωνε κι αυτή θα υπέθετε πως έφυγε για τη σχολή της και δεν πρόλαβε να την πάρει. Θα έκανε υπομονή μέχρι το απόγευμα κι όταν γύριζε θα την καλούσε ξανά, κι όλα καλά κι όλα ωραία. Δε θα ‘χε χαλάσει ούτε αυτή τη ζαχαρένια της κάνοντας δεκάδες εικασίες για τη σωματική της ακεραιότητα ούτε η κόρη της θ’ άκουγε τα ‘’εξ αμάξης’’, που είχε αποφασίσει να της σούρει η μάνα της, όταν με το καλό την πετύχαινε. Μήπως το θέλει κι αυτή να βασανίζεται ή ν’ ανησυχεί χωρίς λόγο; Όχι βέβαια. Καμιά μάνα δε θέλει να βάζει με το μυαλό της άσχημες σκέψεις για τα παιδιά της, αυτό είναι σίγουρο. Συνεπώς, δεν μπορεί κανείς να της προσάψει ευθύνες, για την ανασφάλεια που νιώθει όταν δεν επικοινωνεί με τα παιδιά της.

   Αχ και να είχε μπροστά της αυτή την ώρα και την κόρη της! Θα την ξεμάλλιαζε στην κυριολεξία! Τρίχα-τρίχα θα της το έβγαζε το πλατινέ μαλλί… Κι αφού θα την έπαιρνε αμπάριζα η Γωγώ με τις ερωτήσεις και τις φωνές, για να ξεσπάσει η χριστιανή μια στάλα και να βγάλει το άχτι της, μετά απ’ όλες αυτές τις ώρες που πήγε κι ήρθε η καρδιά της στην κούλουρη, εκείνη θα την άκουγε σαν σαλεμένη, για τον πανικό που, κατά την ταπεινή της γνώμη δηλαδή, την έπιασε χωρίς σοβαρό λόγο και θα της έλεγε, με την αναισθησία που τη διακρίνει συνήθως και δίχως ίχνος τσίπας πάνω της για όλα αυτά που προκάλεσε με την απερισκεψία της… ‘’Ήμαρτον ρε μαμά! Πάλι τα ίδια; Το είχα στο αθόρυβο χριστιανή μου και ξέχασα να το γυρίσω…  Σαν τι φοβήθηκες δηλαδή;’’

  Εύλογα λοιπόν η Γωγώ, μετά από τόσες ώρες και τόσες κλήσεις που της έκανε, κι άλλες τόσες μαύρες σκέψεις που πέρασαν απ’ το φτωχό της το μυαλό, αποφάσισε πως ήρθε η  έσχατη στιγμή, ν’ αρχίσει να καλεί μια-μια τις φιλενάδες της προκομμένης της, μπας και καταφέρει να βγάλει μια άκρη για το πού βρίσκεται, μήπως τέλος πάντων, κάποια από αυτές γνωρίζει κάτι ή την έχει πετύχει πουθενά…  Αυτό βέβαια, της το είχε απαγορέψει ρητά και κατηγορηματικά η κόρη της, να ενοχλεί δηλαδή τις φίλες της, όταν καμιά φορά δεν είναι εφικτή η επικοινωνία τους, –άκου εφικτή! έτσι ακριβώς της τόνισε τότε–, ένα φεγγάρι που την έψαχνε πάλι, κι είχε στ’ αλήθεια πανσέληνο τότε, που η κόρη της είχε επιλέξει να την απολαύσει στα πόδια της Ακρόπολης, συντροφιά με τις φίλες της, δίχως πριν να μπει στον κόπο να σκεφτεί, να στείλει ένα ρημαδομήνυμα στη μάνα της για να μην ανησυχεί.

   Αφού έκανε το δέκατο τσιγάρο της κι έκανε άλλες είκοσι φορές πέρα δώθε τη διαδρομή σαλόνι-κουζίνα, γιατί ένιωθε φοβερή υπερένταση, κι έτσι μόνο της φαινόταν πως ξεφορτώνει λίγο το άγχος της, αφού της ήταν αδύνατο να κάτσει σε καρέκλα ή να σταθεί σε μια μεριά από την ταραχή της, άκουσε επιτέλους τον ήχο του κινητού της να την ειδοποιεί πως έχει κλήση!

  Το κινητό της χτυπά κι αυτή τρέμει. Οι παλάμες της είναι ιδρωμένες από την αγωνία κι αυτή τις σκουπίζει γρήγορα με μια βιαστική κίνηση στο μπλουζάκι της. Το αρπάζει με περίσσια λαχτάρα η γυναίκα, καθώς μουρμουρίζει αστραπιαία μέσα απ’ τα δόντια της μια προσευχή στην Παναγιά, να τη λυπηθεί και να τη βοηθήσει να ‘ναι η κόρη της. Όταν βλέπει, λοιπόν, το όνομά της στην οθόνη του κινητού και βεβαιώνεται πως είναι αυτή, ξεφυσάει με βαθιά ανακούφιση πριν καταφέρει ν’ αρθρώσει την πρώτη της κουβέντα.

–Θεέ μου… ευτυχώς! ΕΙΣΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ!!! Ψελλίζει τρέμοντας η δόλια μάνα, για να επαληθευτούν στη συνέχεια, αυτά που λίγο πριν, είχε τόσο εύστοχα υποθέσει πως θα της έδινε ως απάντηση.

–Έλα ρε μαμά… Είκοσι κλήσεις; Τι έγινε πια; Ήμαρτον!!!

–Αμ δε θα γίνεις μάνα κι εσύ κάποτε… Όταν θα γίνεις λοιπόν με το καλό θα δεις τη γλύκα… Που θα μου βγεις κι από πάνω… Ήμαρτον εγώ Παναγία μου! Της κάνει η Γωγώ, ανακουφισμένη μεν, αλλά συνάμα πολύ εκνευρισμένη ακόμα και της κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη