«Έχει χρώμα ο…  έρωτας;», μία νουβέλα της Γεωργίας Κοκκινάκη

Μέρος 2ο

 

Δεν πείραξε τίποτα! Το φρόντισε μόνο με στοργή. Το αέρισε, το έβαψε και φύτεψε λουλούδια στους βαμμένους τενεκέδες στο πλακόστρωτο έξω από την πόρτα. Ένα πλακόστρωτο που προστάτευε με τη σκιά του μια μεγάλη γέρικη ελιά. Ένα πλακόστρωτο που ενωνόταν με εκείνο του δρόμου που κατηφόριζε προς την πλατεία και από κει έτρεχε να συναντήσει την παραλία για να αγναντέψει τη θάλασσα. Στο πίσω μέρος του σπιτιού η κληματαριά απλωνόταν ως τα μισά της αυλής. Εκεί, μετά τα μισά, είχαν τη θέση τους οι λεμονιές. Οι λεμονιές που της χάριζαν την αγαπημένη της λεμονάδα! Η θεία Μελπωμένη είχε πάντα ένα γυάλινο μπουκάλι σιρόπι από λεμόνια. Με λίγα παγάκια και νερό έφτιαχνε το νέκταρ του καλοκαιριού. Μάστορες στο σπίτι δεν φώναξε. Ήθελε να τα κάνει όλα μόνη της. Να γεμίσει τις μέρες και τα βράδια της με τη φροντίδα του. Από τα χαράματα σηκωνόταν να μαγειρέψει με τη δροσιά. Έπειτα στρωνόταν στη δουλειά. Το μεσημέρι, μετά το γεύμα, έφτιαχνε ένα ποτήρι καφέ και καθόταν στο τραπεζάκι στο πλακόστρωτο, να αδειάσει από την κούραση και τις σκέψεις.

Έτσι έκανε και  σήμερα. Τακτοποίησε τα πιάτα στην ξύλινη πιατοθήκη, έφτιαξε τον καφέ της και βγήκε. Το σπίτι ήταν σχεδόν έτοιμο. Μονάχα την αποθήκη δεν είχε τακτοποιήσει ακόμα, γι’ αυτό και οι πίνακες περίμεναν με ανυπομονησία σε μια νοικιασμένη αποθήκη στην Αθήνα. Σήμερα πήρε μαζί της, εκτός από τον καφέ, ένα μπλοκ με κενές σελίδες και  ένα μολύβι. Άπλωσε τα πόδια της στην καρέκλα που τράβηξε απέναντί της. Ήπιε λίγο από τον καφέ της και άφησε το βλέμμα της ελεύθερο να ρουφήξει λίγο από το τοπίο. Σχεδίασε το σοκάκι. Ένα σοκάκι με άσπρα φρεσκοβαμμένα λέπια που κατηφόριζε. Στην άκρη του σχημάτισε το σπίτι της γειτόνισσας με το πέτρινο πεζούλι στο κατώφλι της πόρτας. Πάνω στο πεζούλι καθόταν νωχελικά μια πορτοκαλί γάτα παραδομένη στη ζεστασιά του ήλιου. Την ζωγράφισε κι εκείνη. Από το βάθος του δρόμου φάνηκε κάποιος να έρχεται. Αποθανάτισε στο χαρτί τη σιλουέτα με το μολύβι προσθέτοντας τη σκιά του πάνω στο σοκάκι.

Σιγά σιγά η σιλουέτα πήρε τη μορφή του θεού Απόλλωνα… χωρίς να το καταλάβει και η ίδια. Απόλλωνας. Ένα ακόμη παιδί του άτακτου Δία. Ο ίδιος και η δίδυμη αδελφή του η Άρτεμις, γεννήθηκαν κάτω από τις απειλές της θεάς Ήρας που ποτέ δεν συγχώρεσε τη μητέρα τους, τη νύμφη Λητώ, την οποία και ανάγκασε σε εξορία. Έτσι ο Απόλλωνας δεν μεγάλωσε στον Όλυμπο, αλλά περιπλανιόταν. Ήταν πολύ καλός μουσικός και άριστος τοξότης, τόσο ήπιος αλλά και τόσο σκληρός. Ήταν πολύ όμορφος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να γνωρίσει την απογοήτευση στην αγάπη… Περιπλανώμενος της αγάπης. Ήπιος μα και σκληρός. Ο θεός του φωτός και… δημιουργός της σκιάς. Της δικιά της σκιάς πάνω στο χαρτί.

Είναι περίεργο πώς μια σκιά μπορεί να δώσει τέτοιο σκίρτημα στην ψυχή, κάτι που τόσο καιρό δεν έκανε το φως. Κι όμως! Μέσα από τη σκιά πετάχτηκε μια σπίθα καθώς τα βλέμματα συναντήθηκαν. Η σκιά χάθηκε και  άφησε τη σπίθα να ζεσταίνει και να φωτίζει πίσω της. Η σπίθα άλλαξε πεποιθήσεις, χάραξε νέα μονοπάτια στην ψυχή που ανασκίρτησε, έδωσε πνοή στην ελπίδα και τα όνειρα άλλαξαν μορφή. Έγιναν τολμηρά, βασανιστικά όμορφα που, αν και πονάνε, τα αποζητάς. Έγιναν εθιστικά…

Το μυαλό λες και υποτάχτηκε στη σπίθα και έμεινε να στέκει στο πλακόστρωτο, κάτω από την ελιά, αναζητώντας εξηγήσεις για αυτό που έγινε. Οι ώρες φαινόταν ατελείωτες. Ο Απόλλωνας για μέρες δεν έκανε την εμφάνισή του. Αποφάσισε να ασχοληθεί με την αποθήκη. Θα μπορούσε έτσι για λίγο να ξεχαστεί… Αφοσιώθηκε  στα πράγματα που την πλημμύριζαν. Μαζί την πλημμύριζαν και οι αναμνήσεις. Κάδρα! Κάδρα με  εικόνες αγαπημένων προσώπων που σου μιλούσαν, σου γελούσαν, σε νανούριζαν… Τώρα σιωπή. Σιωπή και σκόνη. Στο ξύλινο μπαούλο βρήκε τα παιχνίδια της. Πήρε στην αγκαλιά της την κούκλα της με το πλεγμένο φουστανάκι και το καπελάκι. Την έφερε στο μέρος της καρδιάς και έκλεισε τα μάτια για να φέρει ξανά κοντά της τις όμορφες στιγμές που πέρασε μαζί της. Εκεί ήταν και τα κουζινικά της, το σχοινάκι, η μπάλα…

Κομμάτια της ζωής σου δεν μπορείς να πετάξεις. Μένουν θαρρείς καρφωμένα παντού μέσα σου! Με αυτά έμαθες να ζεις. Αν τα βγάλεις, θα ανοίξουν οι πληγές και ίσως χαθείς στον πόνο τους. Τα κράτησε όλα από την αποθήκη. Σχεδόν όλα. Μόνο όσα είχαν χαλάσει από την υγρασία, τα έβαλε σε ένα μεγάλο υφασμάτινο τσουβάλι και με ένα τελετουργικό αποχωρισμού τα εναπόθεσε στον κάδο του κάτω μαχαλά, πριν αλλάξει γνώμη και τα κρατήσει…

Αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα προς τον κόσμο του νησιού που τόσο αγαπούσε. Πήγε στο σπίτι της φίλης της, που από μικρές μοιράζονταν τα πάντα. Η ώρα του χωρισμού πλήγωνε πάντα και τις δύο. Η απόσταση όμως δεν της χώρισε ποτέ. Χωρίς να ανταλλάζουν επιστολές, με το πρώτο βλέμμα λες και ήξερε η μία για την άλλη τα πάντα! Όταν χτύπησε την πόρτα και την αντίκρισε, οι κραυγές της ακούστηκαν σε όλη τη Χώρα. Κραυγές χαρμόσυνης καμπάνας, που δεν ανησυχούν στο άκουσμά τους αλλά μοιράζουν χαρά, προειδοποιώντας για κάποιο ευχάριστο γεγονός.

Η Άννα ήταν η κολλητή της. Ένα σεμνό, ήσυχο κορίτσι που μεταμορφωνόταν μόλις έμπαιναν στη θάλασσα. Γινόταν θεριό που σήκωνε κύματα και τα παιχνίδια μαζί της σε έκαναν να ξεφεύγεις. Να χάνεις το χρόνο και το χώρο. Απόλαυση. Καθόταν μαζί με τις ώρες το απόγευμα σε ένα αυτοσχέδιο πέτρινο σκαλοπάτι έχοντας για αργαλειό μια κεραμίδα. Έφτιαχναν χαλάκια για το κουκλόσπιτό τους, χαλάκια για τα γατάκια της γειτονιάς. Έτρεχαν στα σοκάκια μαζί με τα άλλα παιδιά και έπαιζαν μήλα στην πλατεία. Πόσα γέλια! Πόσες ανέμελες στιγμές. Μαζί στις πρώτες σκανδαλιές, μαζί στις πρώτες βόλτες στην πλατεία, μαζί στα πρώτα φλερτ των αγοριών… Και πάλι μαζί!  Πόσο τυχερή ένιωθε που τη βρήκε και πάλι. Δεν είχε νέα της και φοβόταν μήπως είχε επιλέξει να φύγει από το νησί. Μήπως έψαξε την τύχη της στην πρωτεύουσα.

Όλο το βράδυ έμειναν μαζί συζητώντας  όπως αυτές ήξεραν και τα έλεγαν, χρόνια τώρα. Η μητέρα της Άννας, με δάκρυα στα μάτια, τους ετοίμασε ένα σωρό καλούδια, που τα μετέφερε με ένα μεγάλο δίσκο, αφήνοντάς τον πάνω στο κομοδίνο και κλείνοντας πίσω απαλά την πόρτα, σκουπίζοντας το πρόσωπό της με την άκρη από την ποδιά της.  Έλεγαν κι έλεγαν… κάπου κάπου γελούσαν ή δάκρυζαν. Η κάθε μία είχε πάρει το δρόμο της. Η Άννα διάλεξε να μείνει στο νησί μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες να περάσει σε κάποια σχολή. Η αλήθεια ήταν πως ήθελε να φύγει μα δεν βρήκε το κουράγιο να το κάνει. Έμεινε και στη ζωή της εμφανίστηκε ο Γιάννης.

Ο Γιάννης ήταν ένας καλόκαρδος και ευγενικός νέος, που τη γνώρισε στο νησί ένα καλοκαίρι. Είχε έρθει για διακοπές με τους φίλους του. Ήρθε και κόλλησε. Κόλλησε για τα καλά όταν την πρωτοείδε να κατεβαίνει το σοκάκι, με το διάφανο παρεό και τη λουλουδάτη τσάντα της. Τα κάλλη της «ξεχείλιζαν», έλεγε ο ίδιος και την κοιτούσε με λατρεία. Ο αρραβώνας έγινε τα Χριστούγεννα. Οι γονείς του Γιάννη κατέβηκαν στο νησί και έμειναν σε ένα ξενοδοχείο, παρά της αντιρρήσεις των… συμπεθέρων. Ο αρραβώνας έγινε όπως έπρεπε. Ο πάτερ Ευγένιος ευλόγησε τις βέρες και οι συγγενείς κρέμασαν λίρες ή τους δώρισαν  κοσμήματα. Έγινε και γλέντι. Ένα παραδοσιακό νησιώτικο γλέντι, όπου ήταν καλεσμένος όλος ο πάνω μαχαλάς. Το ζευγάρι δε σταμάτησε να χορεύει. Να χορεύει, να αγκαλιάζεται, να ανταλλάσσει λόγια αγάπης… Η ατμόσφαιρα γέμισε από τον έρωτά τους και η όποια γκρίνια ή επιφύλαξη  υπήρχε για αυτό το ταίριασμα, έσβησε μονομιάς. Έφυγαν όλοι από το γλέντι με μια παράξενη ευθυμία, μία αισιοδοξία και μία απρόσμενη χαρά.

Ο γάμος τους θα γινόταν σύντομα. Ο Γιάννης είχε υποχρεώσεις στην Αθήνα αυτό τον καιρό και έτσι τα δύο κορίτσια είχαν χρόνο να βρίσκονται . Μαζί στο σπίτι και στις βόλτες μαζί και στη θάλασσα. Στην παραλία συναντούσαν και την υπόλοιπη παρέα και τότε η μέρα περνούσε ξένοιαστα και ευχάριστα.

Είχαν αποφασίσει να βγούνε το βράδυ όλες μαζί. Η Άννα πάνω στο κρεβάτι της είχε απλώσει ένα σωρό καλλυντικά: μάσκαρα, ρουζ σε πολλές αποχρώσεις, σκιές ματιών, μολύβια… και τι δεν άπλωσε.

-Τι τα θέλεις όλα αυτά βρε Άννα;

-Λοιπόν φιλενάδα σήμερα θα σε κάνω μία κούκλα! Όχι πως δεν είσαι… Γι’ αυτό θα συμπληρώσω… θα σε κάνω δύο κούκλες! Γέλασαν με την ψυχή τους.

Το αποτέλεσμα τη δικαίωσε. Εκείνο το βράδυ τράβηξαν πολλά αντρικά βλέμματα πάνω τους. Η Άννα φαινόταν να το διασκεδάζει. Η Μυρτώ αντίθετα ένιωσε πολλές φορές άβολα. Κούρνιασε στη θέση της στη γωνία του τραπεζιού, πήρε το ποτό στα χέρια της και λούφαξε. Σήκωσε την πλάτη της αργά το βράδυ, όταν η πλατεία άρχισε να αδειάζει. Βρήκε τότε και τη διάθεσή της. Άρχισε το πραγματικό γλέντι. Ανοίχτηκε, διασκέδασε, ξέσκασε!

 

[Η νουβέλα «Έχει χρώμα ο… έρωτας;» θα δημοσιευθεί σε οκτώ συνέχειες.

Το 3ο μέρος τη Δευτέρα 3 Αυγούστου, στις 9μ.μ..]

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Μαγδαληνή Μπακαλόπουλου
    28 Ιουλίου 2020 at 20:03

    Συνέχισε , περιμένουμε με ανυπομονησία!!!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη