«Έχει χρώμα ο…  έρωτας;», μία νουβέλα της Γεωργίας Κοκκινάκη

Μέρος 3ο

 

Το ποτό έκανε το κεφάλι της βαρύ. Έφτιαξε τον καφέ της και βγήκε στο πλακόστρωτο. Είχε πάρει κιόλας ένα παυσίπονο και τα μάτια της μετά βίας μπορούσε να τα κρατά ανοιχτά. Συνήλθε και ένιωσε ανακούφιση. Ξαφνικά η πείνα έκανε αισθητή την εμφάνιση της με ένα δυνατό γουργούρισμα στην κοιλιά. Μπήκε στο σπίτι, χτένισε τα μαλλιά της και φόρεσε τα σανδάλια της. Πήρε το σακίδιό της και κατηφόρισε προς το φούρνο στην παραλία. Ήταν μια ακόμη υπέροχη μέρα στο νησί. Μια ξέγνοιαστη και υπέροχη μέρα. Έφερε στο μυαλό της καθώς κατηφόριζε τα αγαπημένα της πρόσωπα. Μια γλυκιά νοσταλγία την κατέκλυσε. Πήρε κι έδωσε πολύ αγάπη. Ήξερε πως μοιράσθηκε έντονα συναισθήματα με τους ανθρώπους που αγάπησε και την αγάπησαν, την ανάθρεψαν…  Τους είχε πάντα μαζί της, στην καρδιά και στο μυαλό της. Ήταν η αφετηρία της, τα πρώτα της βήματα και η ώθησή της για τα επόμενα.

Οι σκέψεις σε ταξιδεύουν στο πριν, στο μέλλον. Σε κάνουν να χάνεις το χρόνο, την πραγματικότητα, το τώρα. Αξίζει τον κόπο…  Αξίζει; Είχε προσπεράσει το φούρνο και είχε μόλις φτάσει στην παραλία όταν το συνειδητοποίησε. Γέλασε με αυτό που έγινε. Κοντοστάθηκε λίγο και έκανε στροφή προς τα πίσω. Δεν κατάλαβε πώς έπεσε πάνω του. Δεν τον είχε δει καν. Θα πρέπει να στεκόταν πίσω της όσο εκείνη κοιτούσε τη θάλασσα. Τα πόδια της έτρεμαν και η ανάσα της κόπηκε. Κράτησε το βλέμμα της λίγο κάτω από το στόμα του. «Ο Απόλλωνας» σκέφτηκε.

Εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση, ούτε προς τα δεξιά, ούτε προς τα αριστερά. Έμεινε ασάλευτος στη θέση του να την κοιτάζει.

-Καλημέρα!

Τα ‘χασε! Εκείνος την καλημέρισε και εκείνη έμεινε βουβή, βουβή να τον κοιτάζει στο στόμα. Βρήκε την δύναμη και σήκωσε το βλέμμα της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Τα μάτια του Απόλλωνα. Δύο μπλε θάλασσες, που θα έδινε τα πάντα να χαθεί μέσα τους. Κάτι της θύμισαν. Συγκρατήθηκε…

-Καλημέρα! Γνωριζόμαστε; Τον ρώτησε κάπως απότομα…

Έφερε το χέρι του στα πυκνά του μαλλιά και τα έστρωσε πίσω. Το πρόσωπό του φωτίστηκε τη στιγμή που διαγράφτηκε ένα μεγάλο χαμόγελο.

-Πολύ καλά θα έλεγα. Από την καλή… και από την ανάποδη. Το τελευταίο το τόνισε λιγάκι παραπάνω και έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της.

Συγκρατήθηκε ήδη μία φορά. Κατάφερε να σταθεί στα πόδια της. Τώρα; Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Ήθελε να φύγει από τη θέση της, να πετάξει μαζί με τους γλάρους, να γευτεί την αλμύρα της θάλασσας και να μυρίσει το άρωμά της… Η μυρωδιά! Πόσο έντονο συναίσθημα. Θυμάσαι ανθρώπους από τη μυρωδιά τους. Μένει ανεξίτηλη στη μνήμη. Η δική του μυρωδιά την μέθυσε.

-Δεν μπορώ να θυμηθώ. Λυπάμαι… Χαμήλωσε και πάλι το βλέμμα της.

Είναι απίστευτο το πώς η παρουσία του την έκανε να χάνει τα λόγια της. Την αποσυντόνιζε η παρουσία του, η μυρωδιά του… Πρώτη φορά ένιωθε έτσι. Αυτό την τρέλανε! Την τρέλανε γλυκά και τη βασάνισε υπέροχα! Αποζητούσε την τρέλα και της άρεσε ο βασανισμός… «Τι στο καλό έχω πάθει;» σκέφτηκε.

-Προτείνω λοιπόν, αν έχεις χρόνο φυσικά, να πάμε για έναν καφέ και κει θα σου λύσω κάθε απορία σου.

Της το ζήτησε με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο, τόσο ευγενικά που δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Του έγνεψε με το κεφάλι και εκείνος πρότεινε το χέρι του δίνοντάς της  χώρο να περάσει προς τα μπρος. Την οδήγησε σε ένα γωνιακό καφενεδάκι στην άκρη της παραλίας, κάτω από έναν πλάτανο. Της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει και εκείνη υπάκουα το έκανε. Σε λίγο δύο ποτήρια φραπέ και δύο μπουκαλάκια νερό έφτασαν και ο καφετζής τα τοποθέτησε στο τραπέζι.

-Στην υγειά σας! Είπε απευθυνόμενος και στους δύο και έφυγε γρήγορα προς τα μέσα.

Εκείνος πήρε πρώτος το ποτήρι του φραπέ στα χέρια του και ρούφηξε μια αρκετά μεγάλη ποσότητα. Το άφησε ξανά στο τραπεζάκι και την κοίταξε στα μάτια.

-Χάρηκα όταν άκουσα πως ήρθες πίσω στο νησί. Καταλαβαίνω πως πέρασες δύσκολα μετά το χαμό των δικών σου! Στενοχωρήθηκα πολύ. Δεν αξίζει σε κανέναν ένας τέτοιος πόνος.

Την είδε να παίρνει το βλέμμα της από πάνω του και να κοιτά ψηλά στον ουρανό. Τα μάτια της θαρρείς και ήταν υγρά. Σφίχτηκε. Δεν ήθελε να την βλέπει έτσι…

-Συγνώμη αν σου θύμισα δύσκολες στιγμές. Άθελά μου έγινε. Πίστεψέ με, την ικέτεψε.

-Δεν πειράζει, αποκρίθηκε εκείνη και του χαμογέλασε.

-Και τώρα ας παρουσιαστώ. Είμαι ο Νίκος. Ο Νίκος, ο γιος του Μανώλη του ψαρά. Χαμογέλασε θριαμβευτικά σχεδόν.

Ο γιος του Μανώλη του ψαρά. Τον θυμόταν το Νίκο των παιδικών της χρόνων. Ένα λιανό ψηλό παιδί. Ήταν ένα παιδί μεγαλύτερο από εκείνη. Τον έβλεπε να βοηθά τον πατέρα του τις ώρες που εκείνη πλατσούριζε αμέριμνα με τις φίλες της στην παραλία. Θυμόταν τα παιχνίδια με τα άλλα παιδιά στην πλατεία του χωριού και στην αυλή της εκκλησιάς, στο ύψωμα. Τον θυμόταν να κάθεται στη βάρκα του πατέρα του και να ράβει με τις ώρες τα δίχτυα. Τον κοίταζε να κουβαλά με τα λεπτά του χέρια κουβάδες νερό από τη θάλασσα για να την ξεπλύνει. Ήταν σα να άκουγε τα παιδιά να τον φωνάζουν… ψαροκασέλα. Τα παιδιά γίνονται πολύ σκληρά καμιά φορά χωρίς να το καταλαβαίνουν. Όχι! Ο Νίκος δεν μύριζε ψαρίλα! Μοσχοσάπουνο μύριζε και τα ρούχα του ήταν πάντα καθαρά. Εκείνα όμως επέμεναν να τον φωνάζουν ψαροκασέλα και πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί του. Δεν ξεχνούσε το θυμωμένο του ύφος, παρ’ όλες τις νίκες του, σε κάθε φιλονικία. Έσιαζε τα ρούχα του, έστρωνε τα μαλλιά του και έφευγε πάντα έχοντας σφιγμένα τα χέρια του σε γροθιές. Αυτός ήταν ο Νίκος. Ένα πληγωμένο παιδί,  που δεν έχανε ποτέ το κέφι του για παιχνίδι και για να το προλάβει σηκωνόταν από τα χαράματα για να βοηθήσει τον πατέρα του. Ο Νίκος ήταν ένας μαχητής για εκείνη.

Δεν θα ξεχνούσε ποτέ το βλέμμα της όταν τον πλησίασε μετά από έναν καβγά με τα παιδιά του νησιού. Στο μπράτσο του είχε μία βαθιά γρατσουνιά που έτρεχε αίμα. Κατσούφιασε όταν την είδε να απομακρύνεται τρέχοντας. Το θέαμα φυσικά δεν ήταν το καλύτερο. Αίμα πάνω στο δέρμα, στα ρούχα. Αίμα μπλεγμένο με χώμα και γρασίδι. Πώς να αντέξει το θέαμα ένα ντελικάτο κορίτσι; Γούρλωσε τα μάτια όταν την είδε να τρέχει προς το μέρος του, όπως τρέχοντας είχε φύγει νωρίτερα. Κρατούσε στα χέρια μία σακουλίτσα με την επωνυμία του φαρμακείου της παραλίας. Έβγαλε με προσοχή τα υλικά και τα άπλωσε στο πεζούλι και του έκανε νεύμα να πάει κοντά της. Ένιωθε τόσο μοναδικός. Κανένας πόνος, κανένα τσούξιμο δεν θα τον έκανε να προσγειωθεί από κει που βρισκόταν! Η πριγκίπισσά του! Αυτή ήταν! Έτσι την έλεγε από μέσα του κάθε φορά που την έβλεπε. Η πριγκίπισσά του τού καθάρισε την πληγή και του χαμογέλασε. Η υπόλοιπη παρέα τους κοιτούσε αποσβολωμένη και σαν να ζήλεψαν λιγάκι για όλη αυτή την περιποίηση.

-Καταλαβαίνω την έκπληξή σου, της είπε διακόπτοντας τις σκέψεις της. Θα περίμενες να με δεις πάνω σε ένα καΐκι να ψαρεύω ίσως… γέλασε.

-Ίσα, ίσα! Ήταν το μόνο που δε θα περίμενα μετά από όσα πέρασες από τα παιδιά της γειτονιάς. Έκανε μια παύση, τον κοίταξε και συνέχισε. Συγνώμη αν έγινα σκληρή αλλά δεν τράβηξες και λίγα…

-Οι αντιδράσεις τους και η λέξη ψαροκασέλα δεν έφυγαν από το μυαλό μου. Με πείσμωσαν είναι η αλήθεια. Αυτά όμως με βοήθησαν να κάνω ένα βήμα παραπάνω από αυτό που φαινόταν να μου επιφυλάσσει η μοίρα μου στο νησί.

Μίλησαν για ώρες. Ξέχασε την πείνα της. Χόρτασε με όσα της περιέγραφε. Της είπε για τις επιδόσεις του στο σχολείο, τις σπουδές του στην Αθήνα, το μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και την επιστροφή του στο νησί για να προσφέρει στους κατοίκους, που τόσο αγαπούσε, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Πάλεψε. Πάλεψε για να σπουδάσει. Τα έβγαλε πέρα δουλεύοντας σκληρά στην Αθήνα και ποτέ δεν σταμάτησε να βοηθά τον πατέρα του όταν κατέβαινε στο νησί. Η υποτροφία στις σπουδές του ήταν μεγάλη ανάσα και για εκείνον και για την οικογένειά του. Ύστερα ήρθε το μεταπτυχιακό του. Το ήθελε όσο τίποτε άλλο, μα τα οικονομικά του δεν του το επέτρεπαν. Αν θέλεις κάτι πολύ είναι σαν να συνωμοτεί το σύμπαν για να το πραγματοποιήσεις, έτσι δε λένε; Ο νονός και η νονά του ανέλαβαν όλα τα έξοδα. Χρόνια στην Αμερική είχαν την οικονομική ευκολία να του δωρίσουν όλα τα χρήματα για ένα καλό μεταπτυχιακό, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όποια χώρα του εξωτερικού θα επέλεγε ο ίδιος. Αυτό και έκανε. Διάλεξε… το Λονδίνο.

-Μη με κοιτάς έτσι. Ναι! Στο Λονδίνο ήμουν. Ήξερα που μένατε, ήμουν εκεί όταν έχασες τους δικούς σου. Ήρθα… στην κηδεία. Δεν βρήκα το κουράγιο να σου μιλήσω…

Η βροχή είχε ενωθεί με τα δάκρυα εκείνη τη μέρα. Ο πόνος ήταν αβάστακτος και ο θρήνος της του σπάραξαν την καρδιά. Δεν ήθελε να βλέπει έτσι την πριγκίπισσά του. Εκείνη που συμπονούσε τους πάντες…. Εκείνη είχε φερθεί τόσο τρυφερά και τόσο αποφασιστικά στην επούλωση της πληγής του… Δεν είχε καταφέρει να της πει πως είχε επουλώσει και το τραύμα της ψυχής του εκείνη τη στιγμή…  Ήθελε να πάει κοντά της και να την αγκαλιάσει. Ήθελε να της υποσχεθεί πώς θα ήθελε να της διώξει κάθε πόνο, μα ήξερε πως αυτό θα ήταν ψέμα. Μετά τη θλίψη και τον πόνο θα ερχόταν ο θυμός. Ένας θυμός γιατρικό, που σε πεισμώνει και σε κάνε δυνατό. Ευχόταν η πριγκίπισσά του να βρει αυτή τη δύναμη σύντομα και να σταθεί έτσι όπως της αξίζει. Και τα κατάφερε! Μάθαινε για κάθε της προσπάθεια και όταν αυτή στεφόταν με επιτυχία, καμάρωνε. Χαιρόταν και καμάρωνε.

 

[Η νουβέλα «Έχει χρώμα ο… έρωτας;» δημοσιεύεται σε οκτώ συνέχειες.

Το 4ο μέρος τη Δευτέρα 10 Αυγούστου, στις 9μ.μ..]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη