«Ένας μικρός Μεσσίας», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Τα πρώτα Χριστουγεννιάτικα στολίδια είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους σε κεντρικά σημεία της μικρής πόλης. Από μικρό παιδί  άρεσαν στην Ελένη τα Χριστούγεννα, αλλά και τη μελαγχολούσαν παράλληλα. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά το διάστημα της αναμονής των χριστουγεννιάτικων εορτών, ένοιωθε μια παράξενη χαρά ανάμεικτη με μελαγχολία να γυροφέρνει στο νου και την ψυχή της. Οι ανάλογες προετοιμασίες ήταν η χαρά  της προσμονής της Θείας γέννησης  και  βέβαια όχι της τελευταίας στιγμής.

Καιρό πριν σκεπτόταν του σπιτιού το στόλισμα, τα γλυκά -που ήταν πάντα επιτυχημένα-  και  στη συνέχεια τα δώρα. Μικρά δωράκια δηλαδή, όχι και τίποτε σπουδαίο, όσα επέτρεπε  ο ταπεινός προϋπολογισμός της σύνταξής της, για τα παιδιά της, τη Μαρθούλα και τον Πάνο της και την εγγονή της, τη Ελενίτσα, που είχε και το όνομά της.

Α! Είχε καλά παιδιά. Παινευόταν γι’ αυτό. Ο  άνδρας της,  ο Στέφανος, που  τον έχασε εδώ και πολλά χρόνια, της το λέγε: «Eλένη μου είμαστε τυχεροί που κάναμε καλά και προκομμένα παιδιά. Συντρόφεψη θα τα ‘χουμε στα γεράματά μας. Ο Θεός να μας τα έχει καλά και εμάς μαζί, για να τα καμαρώνουμε». Χαιρόταν να τον ακούει να μιλάει γι’ αυτά και ευχόταν και προσευχόταν για την πρόοδό τους.

Και τα παιδιά μεγάλωσαν και σαν πουλάκια ανοίξανε φτερά και πέταξαν και στήσανε τα σπιτικά τους και το δικό της σίγησε από τις φωνές και τα γέλια τους  και άδειασε από τη θωριά τους. Πολύ της κακοφάνηκε όταν της φύγανε και ας καμάρωνε που βρήκανε καλούς συντρόφους και ανοίξανε και αυτά καλά και γερά σπιτικά σαν το δικό της.

Έτσι είναι ο κύκλος της ζωής, την παρηγορούσε ο άνδρας της. «Κι εμείς αφήσαμε τα σπίτια των γονιών μας και ανοίξαμε δικά μας». Είχε δίκιο, αλλά η ίδια πολύ στενοχωριόταν που δεν τα είχε κοντά της. Της λείπανε… κι εκείνου του λείπανε, το ένοιωθε η Ελένη, αλλά δεν μίλαγε, γιατί ήξερε πόση αδυναμία τούς είχε και πόσο τα λαχταρούσε. Το σπίτι τής φαινόταν άδειο χωρίς την παρουσία τους.

Η αλήθεια είναι ότι για το σπίτι τους  ένοιωθε πάντα περηφάνια. Ευλογία Θεού, δώρο ξεχωριστό  θεωρούσε, που η μοίρα την επέλεξε να της το  χαρίσει. Αλλά και αυτή, όμως, καλά το διαχειρίστηκε και έκανε μια όμορφη και αξιοσέβαστη οικογένεια.

Το νοικοκυριό της ήταν από τα καλύτερα της γειτονιάς. Μέτρια ήταν  τα οικονομικά τους, αλλά μεγάλη η αγάπη και το δέσιμο της οικογένειάς της. Και τι δεν έκανε όμως η ίδια γι’ αυτό το σπιτικό τους. Φρόντιζε για όλους και για όλα. Όμως και τα παιδιά της, της το αναγνώριζαν. Την καλή κουβέντα την είχαν  πάντα για τη μάνα τους.

Το μεράκι της  και η αγάπη της η μεγάλη για την  προετοιμασία των εορτών των Χριστουγέννων δεν μειώθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Τη γοήτευε και τη συνέπαιρνε  η  γέννηση του Χριστού. Πίστευε ότι κάθε Χριστούγεννα μια νέα αναγέννηση φώτιζε το σπιτικό της. Όλο το βάρος το έδινε στον εορτασμό των ημερών αυτών.

Αγόραζε και ετοίμαζε καιρό πριν δώρα για τους δικούς της ανθρώπους, κυρίως για τα παιδιά της και ας μην τα έβλεπε συχνά. Εκείνα τη μάλωναν. Της λέγανε να μη τους  νοιάζεται τόσο πολύ, να φροντίζει τον εαυτό της.

Η ίδια  όμως πάντα μικρά παιδιά τα είχε στο νου της  και ένοιωθε ότι  χρειάζονται διαρκώς  την προστασία της. «Έτσι είμαστε εμείς οι  μάνες, ποτέ δεν ησυχάζουμε» της έλεγε η γειτόνισσά της  η Κλειώ, που είχε κι αυτή μια κόρη, που τη νοιαζόταν, με χίλια μύρια προβλήματα και με μικρά παιδιά.

Παραμονές των Χριστουγέννων ήταν, ποτέ δεν το ξεχνάει, όταν απέκτησε το πρώτο της το εγγόνι, που πήρε και το δικό της όνομα. Ελενίτσα την είπανε και ας μη νοιαζότανε η ίδια γι’ αυτές τις λεπτομέρειες. Περισσότερο απ΄ όλα πίστευε στην υγεία, στην ανθρωπιά και στην εντιμότητα και όχι στα ονόματα. Για άλλη μια φορά όμως  πίστεψε πως  τα Χριστούγεννα σήμαιναν γέννηση νέας ζωής. Ο γιος της είχε επιμείνει για το όνομα. Το κορίτσι θα έπαιρνε το όνομά της. Δεν έφερε αντίρρηση σε αυτή του την επιθυμία, ευχαρίστησε το παιδί της, αλλά δεν ευχαριστήθηκε, όταν της είπε  ότι λόγω της εργασίας του  θα έπρεπε να εγκατασταθεί πολύ μακριά της. Δεν παραπονέθηκε, δεν  είχε το δικαίωμα  εξάλλου, καταλάβαινε ότι ανάγκη ήταν αυτή που το παιδί της επέλεξε αυτή την οδό βιοπορισμού. Τον ακολούθησε στη συνέχεια και η κόρη της με τη δική της οικογένεια.

Θυμόταν, που της έλεγε ο άνδρας της πως θα είχαν τα παιδιά τους συντροφιά  στα γεράματά τους. Πώς πικραινόταν… Παρέα, από τότε που εκείνος πέθανε, ήταν ένας γάτος, που της εμπιστεύτηκε η εγγονή της να  προσέχει.

«Θα γυρίσουμε γρήγορα γιαγιά» της είχε πει αποχαιρετώντας την «μη στενοχωριέσαι, να μου τον προσέχεις». Και της τον πρόσεχε και  έγινε τελικά αυτός ο γάτος η συντροφιά της. Αυτός και η γειτόνισσα, η Κλειώ, μόνη κι αυτή,  λέγανε τα παράπονά τους και ενώνανε τις μοναξιές τους.

Όταν δεν έρχονταν τα παιδιά να την επισκεφθούν τα Χριστούγεννα, που ήταν για την ίδια η πιο σπουδαία γιορτή -και ήταν πολλές αυτές οι φορές- γιόρταζε μόνη. Την Κλειώ την καλούσε η κόρη της να γιορτάσει μαζί της τις Άγιες ημέρες και αυτή έμενε  μόνη, παρέα με το γάτο. «Αχ! Στέφανε…»  μονολογούσε τότε «εσύ αλλιώς μου τα ‘λεγες. Να είσαι τουλάχιστον καλά εσύ εκεί, που βρίσκεσαι και εγώ μη νοιάζεσαι, θα πορευτώ εδώ, όπως μπορώ». Της άρεσε να συνομιλεί νοερά με τον άνδρα της, πίστευε ότι την άκουγε και με τον δικό του τρόπο, όπως εκείνος ήξερε, νόμιζε ότι την παρηγορούσε.

Μοναξιά μπορεί να είχε σ΄ αυτές τις μοναχικές γιορτές, αλλά ποτέ δεν παρέλειπε  τα στολίδια του σπιτιού και τις προετοιμασίες, όσο απογοητευμένη και αν ήταν, όπως και τα γλυκά, που με τόσο μεράκι πάντα έφτιαχνε, έχοντας πάντα την ελπίδα, μήπως και  κατάφερναν και έρχονταν τα παιδιά της. Και τα παιδιά δεν έρχονταν και εκείνη υπομονετικά, περίμενε τα επόμενα Χριστούγεννα.

Για τα φετινά πάλι σίγουρη δεν ήταν, δεν παρέλειψε όμως, όπως κάθε χρόνο, τις καθιερωμένες προετοιμασίες. Πίστευε ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει αυτή η ταπεινή, για να καλωσορίσει το μικρό Χριστό και τούτη τη φορά.

Παραμονή των Χριστουγέννων λίγο την έπιασε το παράπονο, που θα υποδεχόταν  τη γέννηση του Χριστού μόνη της. Άκουσε τα  κάλαντα των παιδιών της γειτονιάς, τα φίλεψε, θυμήθηκε τα δικά της παιδιά, το εγγόνι της, κάποια στιγμή σαν να την πήρε το παράπονο, δεν το ‘δειξε όμως ούτε στον ίδιο τον εαυτό της, γιατί το είχε υποσχεθεί στα παιδιά της να μη στενοχωρείται.

Α! Όλα κι όλα! Τα παιδιά της  την νοιάζονταν κι ας ήταν μακριά της. Την  είχαν χιλιοπαρακαλέσει  να φροντίζει τον εαυτό της και εκείνη τους το είχε υποσχεθεί. Άρχισε να ψέλνει. Της άρεσαν τις ημέρες αυτές οι χριστουγεννιάτικοι ψαλμοί, νόμιζε ότι ημέρευε η ψυχή της, μαλάκωνε η μοναξιά της.

Βράδυ της  παραμονής των Χριστουγέννων, είχε περάσει λίγο η ώρα, όταν της χτύπησε την πόρτα η γειτόνισσα, η Κλειώ. Ξαφνιάστηκε, που την είδε να κρατά στην αγκαλιά της ένα τόσο δα μικρό ανθρωπάκι. «Της κόρης μου είναι» της είπε. «Λίγες είναι οι μέρες, που γεννήθηκε, αλλά η μάνα του καλά δεν είναι και πρέπει να την συντρέξω». Έπειτα τη ρώτησε, παρακαλώντας την συνάμα, αν θα μπορούσε να το φροντίσει, για να τρέξει η ίδια στη θυγατέρα της.

Μα βέβαια  και μπορούσε να το κρατήσει και καμία έννοια να μην είχε, τη διαβεβαίωνε, ξεπροβοδίζοντάς την. Ήξερε αυτή από παιδιά, δυο είχε μεγαλώσει, τίποτα δεν είχε ξεχασμένο από ντάντεμα. Πήρε το μικρούλι αγκαλιά το κοίταζε, το κοίταζε! Την έπιασε μια συγκίνηση, θυμήθηκε τα δικά της τα παιδιά, το εγγόνι της.

Το έβαλε να αναπαυθεί. «Κρίμα που είσαι τόσο μικρό…» ψιθύριζε «και δεν μπορείς να δοκιμάσεις τις λιχουδιές, που ετοίμασα. Δεν πειράζει όμως, κοιμήσου μικρό μου» του είπε   γλυκά-γλυκά κοντά στο προσωπάκι του, νανουρίζοντάς το. Γαληνεμένο το παιδί από την αγκαλιά και το νανούρισμά της, αναπαυόταν ήδη στις αγκάλες του Μορφέα. Σαν να ένοιωθε  πως ήταν σε καλά χέρια. Πού να ήταν από μια μεριά τα δικά της τα παιδιά να την έβλεπαν!

Α! Του χρόνου θα έρχονταν σίγουρα, τη διαβεβαίωσαν όταν της τηλεφώνησαν για να της ευχηθούν. Η κόρη της ιδίως σχεδόν της το ορκίσθηκε. Και όχι μόνο αυτό. Άκουγαν καλά τα αυτιά της; Της είπε πως την επόμενη χρονιά  δεν θα ερχόταν μόνο με τον άνδρα της, θα  έφερναν μαζί και το εγγόνι της. Νόμιζε πως θα λιποθυμούσε. Και άλλη μια ψυχούλα θα γεννιόταν! Χριστέ  μου, αυτή και αν ήταν χαρά. Της ερχόταν να τραγουδήσει εκείνο το τραγούδι, που της έλεγε ο άνδρας της στα νιάτα τους. «Ακούς Στέφανε  μου;» φώναξε  κοιτώντας ψηλά «κι άλλο εγγόνι! Μη νοιάζεσαι, θα το αγαπάω εγώ διπλά και για εσένα!»

Αγκαλιάζοντας το ξένο βρέφος, νόμιζε πως έσφιγγε στην αγκαλιά δικό της. Φαντάσου! Παραμονή  των Χριστουγέννων και αυτή παρέα με ένα νεογέννητο. Ε! Λοιπόν είχε δίκιο αυτή, που πάντα  πίστευε ότι τα Χριστούγεννα φέρνουν τη γέννηση και την αγάπη. Είχε μια χαρά! Θα  φρόντιζε αυτό το μικρό ανθρωπάκι, όσο καλύτερα μπορούσε. Θεόσταλτο δώρο της φάνηκε! Θα έκαναν μαζί Χριστούγεννα. Αυτή και ο μικρούλης επισκέπτης. Μια απέραντη ευδαιμονία και γαλήνη την απαλοσκέπασε. Νόμιζε πως ακούγονταν  στο σπιτικό της ουράνιες μελωδίες.  Άναψε όλα τα φώτα του σπιτιού σιγομουρμουρίζοντας τον αγαπημένο της ύμνο «…η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει…»

Ένα μικρός Μεσσίας τελικά είχε τρυπώσει στο σπιτικό της. Ένας μικρός άγγελος είχε γλυκάνει και τόσο πολύ ζεστάνει την καρδιά της. Αυτός ο μικρός επισκέπτης, σαν  Μεσσίας  ήλθε να της θυμίσει πόσο σπουδαίο είναι να ζεις, να αγαπάς, να νοιάζεσαι. Γιατί τελικά αυτή  είναι η αξία και το ουσιώδες μήνυμα της ζωής. Αγάπη και ανθρωπιά, συμπόνια για το διπλανό μας.

Και τότε εκείνος, ο αληθινός Μεσσίας, που κάθε χρόνο μας υπενθυμίζει τα σπουδαία αυτά μηνύματα, σίγουρα θα χαμογελά από τη φάτνη του και σίγουρα  αυτές οι πράξεις μας θα ευλογούνται…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη