«Άρωμα Χριστουγέννων… τούτη την εποχή», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Είναι φειδωλός τούτες τις μέρες ο ήλιος. Το φως αχνό και σύντομο κουρνιάζει, ανάμεσα σε μολυβένια  σύννεφα. Πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες το βλέμμα μου συναντά κουρασμένες αχτίδες   με παιχνιδίσματα νωχελικά, να προσπαθούν να γλυκάνουν  το χειμωνιάτικο  τοπίο. Πείθω τον εαυτό μου ότι η άνοιξη αργεί πολύ και είναι ανώφελο  να την αναζητώ  ανάμεσα στα σύννεφα, στα γυμνά κλαδιά των δέντρων και στο γκρι ανήσυχο κυματισμό της θάλασσας.

Σκέπτομαι επιπλέον πως πρέπει να συμβιβαστώ με την τρέχουσα κατάσταση, να κάνω ένα πλάνο από όνειρα, σκέψεις και οράματα που ίσως  με βοηθήσουν να ανασυγκροτηθώ. Με εμποδίζει παρ’ όλα αυτά  στο σχεδιασμό διαφυγής από το αδιέξοδο, η ανασφάλεια  και η φάση κινδύνου, που  πλανάται παντού σε όλη την ανθρωπότητα. Απαιτείται αφύπνιση, αποστασιοποίηση από επικοινωνίες, που συμβάλουν  στη διασπορά κινδύνου. Έτσι μαθαίνουμε, αυτό πράττουμε.

Βιώνουμε περίεργη εποχή. Χειμώνας διαφορετικός, με χρώμα από υπομονή εξ αναγκασμού, συναισθήματα μελαγχολικής  νοσταλγίας αλλοτινών χρόνων, που είχαν άρωμα ελευθερίας, κίνησης, στοχασμού.

Αναιμικοί στολισμοί και ελάχιστα στοιχεία εποχικού εορτασμού προσπαθούν να «μιλήσουν» για τις γλυκύτερες ημέρες του χρόνου, που εκπέμπουν πάντα άρωμα ομορφιάς και λάμψης.

Αυτές τις μέρες  των Χριστουγέννων, που απαλύνουν με άρωμα ξεχωριστό την  ψυχή του ανθρώπου  όλο το χρόνο,  αναμένω  μαζί με άλλους ονειροπόλους, να δώσουνε το  έναυσμα αφετηρίας διαφυγής από την καθημερινότητα.

Κρυστάλλινες  εικόνες αναφοράς στο άρωμα αυτό  υπάρχουν τώρα μόνο στη μνήμη. Σε αυτό το αχανές, αλλά σίγουρο αρχείο καταγραφής αλλοτινών γεγονότων, ευχάριστων με βελουδένιο περιτύλιγμα μελαγχολικής νοσταλγίας σταματάει  σκόπιμα ο νους, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την τωρινή  μετριότητα, που καλείται να διαχειριστεί. Φοβούμαι πως θα λησμονήσουμε αλλοτινά απλά και επαναλαμβανόμενα, που περνούσαν απαρατήρητα την κάθε ημέρα και στοιβάζονταν στα ασήμαντα υποτίθεται του βίου μας. Έτσι νομίζαμε τότε.

Ξεφυλλίζω συχνά άλμπουμ με φωτογραφίες, που τρυφερά φυλάει ο νους. Γυρίζω μελαγχολικά τις σελίδες τους, κάνοντας συγκρίσεις αλλοτινών  ημερών με τις σημερινές, που αργά και μελαγχολικά κυλούν. Όσο και να αποφεύγω να το παραδεχτώ,  άνισες είναι  οι συγκρίσεις αυτές, και μόνο λύπη, ανάκατη με μελαγχολία προκαλούν.

Πεθύμησα, εξομολογούμαι στον εαυτό μου, να ακούσω μελωδίες από γιορτινές καμπάνες. Είναι καιρός που ο ήχος τους έχει  σιωπήσει.

Παραμερίζοντας τις κουρτίνες, ανοίγω το παράθυρο να έλθω πιο κοντά στο φως μήπως αυτό με βοηθήσει για  να απαλύνω  τη μελαγχολία των ημερών. Γκρίζο το φως σκίασε σαν ομίχλη τη διάθεσή  μου.

Κουράστηκα να κοιτώ τον κόσμο πίσω από τείχη υποτιθέμενης ασφάλειας. Μηχανικά εγκατέλειψα την απομόνωσή μου. Βγήκα έξω αναζητώντας μορφές, μήπως και  διακρίνω σε αυτές τη δική μου θολότητα. Ελάχιστες πέρασαν δίπλα μου και  αυτές  όμως δεν επέτρεψαν την ανάγνωσή τους γιατί ήταν καλυμμένες. Μάτια μόνο σκεπτικά είδα, γρήγορο και ταχύ βήμα για επιστροφή στην ασφάλεια, πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες σαν τις δικές μου.

Κουράστηκα  να ψάχνω τον ήλιο πίσω από  γκρίζα μελαγχολικά σύννεφα. Θέλησα να τον κοιτάξω, περπατώντας αργά, νωχελικά, δίπλα στη θάλασσα, που πάντα με ηρεμεί. Ελαφρές γκριζοπράσινες ρυτίδες κυματισμού ισορρόπησαν τέλεια με τους κυματισμούς της διάθεσης μου. Κάθισα πάνω σε ένα τεράστιο  βότσαλο, που χρησίμευε για ξαπόστεμα, δίπλα σε πλεούμενα βυθισμένα σε χειμερία νάρκη. Περίμεναν και αυτά μαζί με εμένα την Άνοιξη, για να σαλπάρουν στο πέλαγο με τους εαρινούς επισκέπτες.

«Αργεί ακόμη η Άνοιξη»…

«Το ξέρω, μα με λυπεί ετούτη η αναμονή» αντέταξα στην εσωτερική φωνή μου και ας μην είχα ακούσει ψίθυρο.

Είναι, που λαχτάρησα τα φτερουγίσματα των χελιδονιών και το άρωμα του γιασεμιού. Νωρίς που είναι ακόμη να στριφογυρίζουν  τούτες οι σκέψεις στο μυαλό μου και αυτός ο μελαγχολικός εγκλεισμός, που επιτρέπει μόνο με τον εαυτό μας να επικοινωνούμε  περισσότερο και λιγότερο με τους άλλους. Σκέπτομαι πως αρχίζουμε να λησμονούμε την πρότερη ζωή μας. Πώς μιλούσαμε, πώς χαιρετούσαμε, πώς ανταλλάσσαμε κουβέντες  χωρίς προσωπεία και αναγκαίες προφυλάξεις.

Αλλάζω ευτυχώς γρήγορα διάθεση. Μολονότι περπάτησα άσκοπα ώρα πολλή, δεν ήθελα να  επιστρέψω στην ασφάλειά μου.

Εκείνο το αλεξανδρινό λουλούδι στο ανθοπωλείο της γειτονιάς με επανάφερε στην τρέχουσα εορταστική  περίοδο. Αυτή η κόκκινη αισιόδοξη ομορφιά με κατέκλυσε με κύματα ψυχικής ανάκαμψης. Ποτέ δεν αμέλησα  να στολίζω μια γωνιά του χώρου μου με την αγαπημένο τούτο  άνθος, που σηματοδοτεί κάθε φορά την έλευση των Χριστουγέννων.

Χθες βράδυ κοίταζα με έκσταση  στους δρόμους της πόλης μου  τα πρώτα Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και ένοιωσα μια παράξενη συγκίνηση, ανάκατη με μελαγχολία.

Πίσω από κλειστές προθήκες, γιρλάντες και περίτεχνες αναπαραστάσεις του θείου θαύματος υπενθυμίζουν  το μέγα γεγονός,  που η σκιά του απλώνεται σαν μαγικές φτερούγες. Αγκαλιάζει την πλάση προστατευτικά και με γλυκύτητα  μεγάλη  ρίχνει  ασημόσκονη θαρρείς χαράς, σε όλη την ατμόσφαιρα. Γιορταστική την κάνει, σκεπάζοντας περίτεχνα  την φορτισμένη σκέψη μας, για τη ζωή μας, το σήμερα, το αύριο, το μέλλον μας. Έτσι μου φάνηκε και άλλαξε γρήγορα η διάθεση και γλύκανε ο νους.

Λησμόνησα τις προτροπές,  τους κινδύνους, την ανασφάλεια της εποχής, που δεν γνωρίζω, δεν γνωρίζουμε πότε θα ηχήσουν καμπάνες απελευθέρωσης από το φόβο, τη μοναξιά, τον αναγκαστικό εγκλεισμό και ύστερα   το βύθισμα στον εαυτό μας.

Περπάτησα άσκοπα μα όταν στάθηκα δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο της πλατείας και χάθηκε η ματιά και ο νους μου στα λαμπιόνια του,  σαν παιδί ονειρεύτηκα πως έλαμψε ο ουρανός και αστέρια κατέβηκαν στη γη με μαγικές φωνές αγγέλων να σκορπίσουνε αγάπη,  ευτυχία και οραματισμούς για νέες προσδοκίες.

Σαν κάτι να άλλαξε αίφνης εντός μου κι έκανα ευχή κρυφή, με πίστη και ελπίδα  να ακουσθεί από τους αγγέλους. Ευχή για να περάσουν γρήγορα τα γκρίζα σύννεφα, γαλάζιος ουρανός στο φόβο και στη σκοτεινιά να δώσει λάμψη. Κυρίως, όμως,  να φωτίσει τις σκέψεις μας.

Δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω την ανέλπιστη  ευφορία της ψυχής και την αλάφρωση τού νου. Ίσως και να οφειλόταν στη μαγεία των Χριστουγέννων.

Σαν από θαύμα, ένοιωσα  λύτρωση από  σκέψεις και επιστρέφοντας στην «ασφάλεια μου»,  πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες κοίταξα τώρα  με θάρρος  και αισιοδοξία τα μολυβένια σύννεφα και νόμιζα πως ήλιος χρυσαφένιος είχε τρυπώσει στην καρδιά μου.

Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει και η πλάση με ευγνωμοσύνη λησμονεί τους πόνους της και αρχίζει πάλι να ελπίζει…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη