«Άννα η Καπετάνισσα», ένα διήγημα του Ιωάννη Ζορμπαλά 

Μεσημέρι Παρασκευής. Στο ημερολόγιο του γραφείου μου, οι μέρες έχουν κολλήσει στο μήνα Νοέμβριο. Πάλι ξέχασα να το γυρίσω. Δεν το χρησιμοποιώ και πολύ, αφού αρκεί μια ματιά το πρωί  στο κινητό τηλέφωνο, σαν πρώτη πηγή ενημέρωσης.

14/12/2018. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Οι αιτήσεις και τα έγγραφα στοίβες, ορθώθηκαν σαν τοίχος μπροστά μου. Για να δω ποιος μπαίνει στο γραφείο πρέπει να ανασηκωθώ λίγο απ’ τη θέση μου. Πρωτόκολλο, καταχωρίσεις, διαβιβαστικά… τόσα χρόνια τα ίδια. Βαρέθηκα να κοπανάω σφραγίδες. Σήμερα είχαμε και αρκετό κόσμο. Τελικά, είναι ίδιον του Έλληνα, σε περιόδους εορτών και «στο παρά πέντε» της προθεσμίας, να προσέρχεται στις Υπηρεσίες για να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις του. Λες και δεν έχουν ούτε αρχή ούτε μέση οι τεθείσες προθεσμίες και έχουν μόνο… τέλος! Μια ώρα έμεινε μέχρι να σχολάσω. Καλά μου ’λεγε ο πατέρας, πως, αν διοριστώ στο Δημόσιο θα έχω εξασφαλίσει μεροκάματο, μα θα κοιτάω συνεχώς το ρολόι. Ευτυχώς που βρέθηκε κι αυτή η θέση, ευτυχώς… μια χαρά είμαι. Μπήκαν και τα χρήματα για το δεκαπενθήμερο!

Έξω, ο παράταιρος ανοιξιάτικος ήλιος ρίχνει τα χρυσαφένια βέλη του στον Εύριπο, που αυτή την ώρα έχει στάσιμα νερά κι οι βαρκάρηδες ετοιμάζουν… τα πουγκιά τους. Θα κάνω τη βόλτα μου στο «Κρηπίδωμα» πριν πάω σπίτι. Να γιατί ο Γιάννης Σκαρίμπας ερωτεύτηκε τη Χαλκίδα. Τα τρελά νερά!  Μια βόλτα στην παραλία και πλημμυρίζει η καρδιά σου ιώδιο. Νιώθεις στο λαιμό την αλμύρα και μπορείς να σκουπίσεις με το δάχτυλο το ξεραμένο αλάτι πάνω στα κάγκελα, βαδίζοντας στην παραλιακή. Αυτό το “κόλπο” το κάναμε από παιδιά και τώρα ακόμα μπαίνω στον πειρασμό πολλές φορές και το επαναλαμβάνω. Μισή ώρα περπάτημα δίπλα στη μαγνητική επίδραση των νερών με παλίρροια ή μη αρκεί, για να επαναφορτίσεις τις αρετές σου, που άδειασες στον ποταμό της άχαρης και γραφειοκρατικής καθημερινότητας. Αυτή την εποχή το χάδι του ήλιου απορροφά απ’ το σώμα σου την υγρασία και αισθάνεσαι πως ισιώνουν τα κόκαλά σου!

Σα να ’σαι  πιο ανάλαφρος μετά λες και με μια δρασκελιά θα διαβείς την παλιά γέφυρα, μ’ άλλη μια θ’ ανέβεις το λόφο Κανήθου και θα βρεθείς… πάνω στο Κάστρο του «Καράμπαμπα». Εκεί, απέναντι από το Φρούριο είναι το “ησυχαστήριο” του Μπάρμπα-Γιάννη (Σκαρίμπα) και θα πιάσεις μαζί του κουβέντα. “Ησυχαστήριο”; Μάλλον “παρατηρητήριο” το έχει. Σίγουρα κάτι θα ’χει γράψει για την πόλη που αλλάζει…

Πριν περάσεις όμως τη συρταρωτή γέφυρα του πορθμού του Ευρίπου, το μάτι σου πέφτει πάνω στην ηλεκτρονική ταμπέλα: «Αναμενόμενη ώρα ανοίγματος γέφυρας… Ρεύματα ακατάστατα».

Κάτι τέτοια απογεύματα, θα σηκώσεις το βλέμμα στον ουρανό και θα πεις, πως, ο Πλάστης έδωσε εντολή στη σελήνη να ρυθμίσει την κατεύθυνση των νερών! Τώρα, εάν το «φαινόμενο» βρίσκει ερμηνεία στην έλξη και τις συζυγίες των πλανητών, με τα οποία ασχολείται η Αστρονομία, λίγο σε ενδιαφέρει. Αναγκαστικά θα σκεφτείς την δική σου κατεύθυνση στη ζωή. Πού πηγαίνεις, τι κάνεις, τι πρέπει να κάνεις… Έτσι δεν πας κι εσύ;

Πότε πάνω πότε κάτω. Σαν τα ρεύματα. Και την δική σου πορεία, ποιός την επηρεάζει; και τελικά αποφασίζεις μόνο εσύ για την πορεία που θα ακολουθήσεις ή αυτό πιστεύεις όσο ακόμα έχει “μπουνάτσα” κι όταν αλλάξουν τα πράγματα και σε παρασύρει η πλημμυρίδα της ζωής, τότε αλλάζεις κι εσύ άποψη; Τότε συμπεραίνεις πως κάποια άλλη Δύναμη πλανάται γύρω σου, που εκπορεύεται απ’ τον Θεό, τη φύση ή μέσω αυτών περνάει στον διπλανό σου, τον συνάνθρωπο, που, σαν εντολοδόχος σε κατευθύνει. Ίσως γι’ αυτό λένε, πως, υπάρχουν Άγγελοι και στη ζωή αυτή, αρκεί… να τους συναντήσεις. Κι αν τους συναντήσεις, αφού θα έχουν την ανθρώπινη μορφή, πως θα τους αναγνωρίσεις; ή θα σε βρουν αυτοί; Τέλος πάντων, βόλτα λέγεται αυτή ή πνευματική αναζήτηση; Μάλλον είναι «ευλογία» και είμαι τυχερός που αυτό τον καθαγιασμό της ψυχής αισθάνομαι μια φορά την εβδομάδα, που κάνω τον περίπατό μου.

Φτάνοντας στο «Κρηπίδωμα» σταμάτησα στο περίπτερο για να πάρω τσιγάρα. Δεν καπνίζω συστηματικά, μόνο σε κάτι τέτοιες στιγμές ψυχικής… ανάτασης. «Σήμερα θα κάψω ένα… θανατερό!».

Παίρνοντας τα ρέστα, μου έπεσαν δυο κέρματα στο πεζοδρόμιο και έσκυψα να τα πάρω. Αισθάνθηκα έτσι ανεξήγητα πως κάποιος με παρακολουθεί! Σήκωσα το κεφάλι και είδα απέναντί μου μια μαυροφορεμένη γριούλα να με κοιτά. Σα να χαμογελούσε… Όχι… Μάλλον είχε ένα πικρό χαμόγελο, μα με κοιτούσε ίσια στα μάτια. Πίσω της ήταν δυο ανοιχτοί κάδοι απορριμμάτων και στήριζε πάνω τους το κορμάκι της, με τους αγκώνες.

«Έχεις παιδάκι μου πενήντα λεπτά;». Μου είπε με σιγανή φωνή. Δεν απάντησα, κούμπωσα το μπουφάν μου, έβαλα τα χέρια στις τσέπες και κάπως αμήχανος την ξανακοίταξα, προτού συνεχίσω το δρόμο μου. Το βλέμμα της όμως με καθήλωσε. Ντράπηκα γιατί την κοιτούσα αμίλητος. Είχε μια γλυκιά φυσιογνωμία, αριστοκρατική και τα μαλλάκια της πιασμένα κότσο. Η καταπόνησή της ήταν εμφανής κι ο χρόνος είχε αφήσει τα ίχνη του κυλώντας σε στενά ρυάκια, κάτω απ’ τα μάτια της. Φορούσε μια πλεκτή ζακέτα που ήταν τρυπημένη και ένα παλιό ξεφτισμένο φόρεμα.

«Δεν είμαι ζητιάνα παιδάκι μου, εάν σου περισσεύουν…».

«Ναι γιαγιά, πάρε».

«Δύο ευρώ; Όχι, όχι παιδάκι μου, τόσα πολλά; Πενήντα λεπτά θέλω να συμπληρώσω…»

 Η αμηχανία μου μεγάλωνε. Κάτι έπρεπε να πω.

«Γιαγιά να σου πάρω κάτι να φας;».

«Όχι, όχι παιδάκι μου ευχαριστώ. Πενήντα λεπτά είναι αρκετά, έχω άλλα τόσα θα πάρω ένα καρβελάκι ψωμί για το Σαββατοκύριακο, γιατί το Σαββατοκύριακο, βλέπεις, δεν υπάρχουν πολλοί εθελοντές στα συσσίτια…»

«Δεν υπάρχουν εθελοντές;»

«Ναι, έχει κι ο κόσμος τις δουλειές του. Με μας τους κακότυχους θ’ ασχολείται; Και δεν είμαστε και λίγοι! Πιστεύω πως σύντομα ο Θεός θα με πάρει μαζί του. Εκεί θα βρω τον άνθρωπό μου. Τον καπετάνιο μου. Δεν έβλαψα κανέναν παιδί μου, μη με βλέπεις βρώμικη… Η ψυχή μου είναι καθαρή, μόνο που είναι… ραγισμένη. Το σπλάχνο μου, τον Παναγιώτη μου, αυτόν θέλω να δω γερό και δυνατό κι ας πεθάνω!»

Έριξα τα μάτια μου κάτω. Πόσα μπορεί να κρύβει αυτή η ραγισμένη  ψυχούλα;

«Φαίνεσαι καλός άνθρωπος, το βλέπω στα μάτια σου παιδάκι μου. Θα είσαι από καλή οικογένεια. Ο Θεός να σε βλέπει».

Δεν μπορούσα πλέον να αντισταθώ στο διάλογο που ζητούσε το διαπεραστικό της βλέμμα. Είχε σταυρώσει τα χέρια της μπροστά στο στήθος και τα χείλη της τρεμόπαιζαν, σα να ξεχείλιζε ο πόνος απ’ τα σπλάχνα της κι αυτή τον ελευθέρωνε σιγά-σιγά. Ήθελε να μου πει πολλά… αλλά γιατί σε ’μένα;

«Πώς τα βγάζεις πέρα γιαγιά;».

«Μαζεύω μπουκάλια παιδάκι μου. Μη με βλέπεις στα σκουπίδια δεν τρώω απ’ τα σκουπίδια. Σκουπίδι μ’ έκανε η μοίρα. Βρίσκω απ’ τους κάδους τα μπουκάλια που δεν είναι σπασμένα, τα πλένω και τα πουλώ σε κάποιον που τα δίνει σε μια εταιρεία εμφιάλωσης κρασιών. Ευτυχώς εξασφαλίζω το ψωμάκι μου. Εάν δεν βρω κάτι, τότε πηγαίνω στα συσσίτια της εκκλησίας. Υπάρχουν κι άλλοι σε χειρότερη μοίρα απ’ την δική μου! Μόνο που το Σαββατοκύριακο, δεν υπάρχουν πολλοί εθελοντές και δεν είναι σίγουρο το φαγητό. Ο παπα-Γιώργης, καλή του ώρα, με γνωρίζει από παλιά και πολλές φορές μου φέρνει ο ίδιος φαγητό! Δεν είμαι παιδάκι μου ζητιάνα, εγώ είμαι η Άννα η Καπετάνισσα».

«Πού μένεις κυρία Άννα;».

«Σ’ ένα χαμόσπιτο εγκαταλελειμμένο, στην Αγία Παρασκευή. Ο παπα-Γιώργης, έπεισε τον Δεσπότη και έκαναν επισκευές γιατί αυτό ανήκει, είπαν, στην εκκλησία – έφτιαξαν την πόρτα και έβαψαν τους τοίχους γιατί είχε πολύ υγρασία. Μια κάμαρα είναι με τα χρειαζούμενα… το κρεβατάκι μου, ένα τραπεζάκι κι ένα κομοδίνο. Εκεί έχω κρατημένες τις οικογενειακές στιγμές, τις αναμνήσεις μου… σε καδράκια. Μου κάνουν παρεούλα – μια χαρά είμαι. Είναι κοντά μου κι η Αγιά Παρασκευούλα και μιλάμε μαζί. Αυτή θα μεσολαβήσει -να δεις- για να συναντήσω, όταν πρέπει, τον Ύψιστο! Φαντάσου πως, όταν έπιανε στεριά ο καπετάνιος μου, άνοιγα το σαλόνι του δευτέρου ορόφου του σπιτιού μας και καλούσα στο τραπέζι όλη την γειτονιά. Εγώ, η Άννα η Καπετάνισσα! Όμως οι χαρές  πετάξανε… αλλού ο καπετάνιος, αλλού ο Παναγιώτης μου…»

«Κι ο Παναγιώτης; Το σπίτι σου;»

«Ο Παναγιώτης μου, το μονάκριβό μου! Καλοσυνάτο παιδί, ευαίσθητο… και καλό μαστοράκι. Έπιαναν τα χέρια του. Ο καπετάνιος τον αγαπούσε πολύ κι ήθελε να τον πάρει μαζί του στο καράβι για μηχανικό. Είχε βγάλει και τη Σχολή ήταν άριστος. Όμως μέχρι να βρεθεί θέση, δούλευε στα μαγαζιά, ξέρεις, εδώ κι εκεί ήταν φιλότιμος, δεν έμενε χωρίς μεροκάματο. Ώσπου πήγε στην Καλαμάτα να δουλέψει με τον ανιψιό μου. Εκεί μένει η αδερφή μου η Χρυσάνθη. Η άλλη, η Ροδούλα, μένει στην Κόρινθο.

Όμως οι φίλοι, ήταν φίδια. Άνθρωποι αδίστακτοι. Τον κατηγόρησαν ότι χρωστούσε πολλά χρήματα σε εμπόρους δήθεν και στην Εφορία, σαν εκπρόσωπος, είπαν, της επιχείρησης και παρουσίασαν πλαστά χαρτιά οι αθεόφοβοι! Ο λεβέντης μου, βέβαια, πήγαινε για το μεροκάματο, δεν ήταν επιχειρηματίας και το ήξεραν όλοι, όμως στη δίκη κανείς δεν είπε την αλήθεια κι έτσι δικάστηκε. Οι ιδιοκτήτες έφυγαν στο εξωτερικό. Μπήκε φυλακή ο Παναγιώτης μου και έκαναν κατάσχεση στον πρώτο όροφο, γιατί ο καπετάνιος το ’χε γράψει σ’ αυτόν. Μετά λύγισε το παλικάρι μου. Δεν άντεξε το άδικο! Ήρθε σε απόγνωση, σε κατάθλιψη, κι έπεσε στα χάπια και τις ουσίες… Τι να ’κανα; Τον τσάκισε τον λεβέντη μου η εξάρτηση. Στη φυλακή ήταν στο Νοσοκομείο.

Δεν μπορούσα να το κρύψω απ’ τον καπετάνιο. Ήρθε και όταν τον είδε στο επισκεπτήριο, κατέρρευσε. Η καρδιά του, είπαν οι γιατροί. Έμεινε τρία χρόνια εδώ και τον παρακολουθούσε γιατρός. Βλέπαμε και τον Παναγιώτη μας στη φυλακή για να νιώθουμε σαν οικογένεια… καταλαβαίνεις! Μετά μπαρκάρισε πάλι με σκοπό σε δυο χρόνια να επιστρέψει γιατί ο Παναγιώτης μας, είπαν, θα έβγαινε με αναστολή. Όμως δεν πρόλαβε να τον ξαναδεί! Άφησε την πνοή του στα πέλαγα. Έτσι πήγε απ’ το μαράζι του, μα έτσι ήθελε και να πεθάνει. Δεν μπορούσε να βλέπει την δοκιμασία αυτή του γιού του. Ήταν περήφανος… Μας άφησε λογαριασμό στην τράπεζα και είχε προνοήσει ακόμα να εξουσιοδοτήσει έναν συνάδελφό του για την μεταφορά της σωρού του μέχρι εδώ, για την κηδεία. Όλα πληρωμένα. Ο καπετάνιος δεν έκανε λειψές δουλειές!

Όταν βγήκε ο Παναγιώτης μου απ’ τη φυλακή, ήταν μισός άνθρωπος! Πάλευε μόνος, δεν υπήρχαν θέσεις στην απεξάρτηση κι εγώ ανήμπορη, τον έβλεπα να πονάει, να πονάει… Πάνω στην τυραννία της αρρώστιας σπαρταρούσε σαν ψαράκι και κρατούσε σφιχτά την φωτογραφία του πατέρα του. Έτσι έπαιρνε δύναμη, κι έκλαιγε… έκλαιγε που δεν πρόλαβε να μπαρκάρει. Ώσπου η υγεία του κλονίστηκε για τα καλά και αποφασίσαμε να μπει σε ένα Κέντρο στην Ολλανδία με ειδικούς γιατρούς που, όπως λένε, είναι το καλύτερο στην Ευρώπη. Τον συνόδεψε ο ανιψιός μου. Τότε πούλησα το ισόγειο του σπιτιού, γιατί τα έξοδα ήταν πάρα πολλά. Ευτυχώς τώρα είναι καθαρός ο λεβέντης μου. Εκεί μέσα εργάζεται κιόλας, τους φτιάχνει τα ηλεκτρικά, τα υδραυλικά… τέτοια. Σε λίγο θα είναι ελεύθερος! Το σπλάχνο μου, τον Παναγιώτη μου, αυτόν θέλω να δω γερό και δυνατό κι ας πεθάνω! Το λογαριασμό του καπετάνιου, τον κρατάω γι’ αυτόν. Είναι αρκετά λεφτά για να ξαναχτίσει ο Παναγιώτης μου τη ζωή του».

«Κυρία Άννα, είσαι άξια μητέρα και σπάνιος άνθρωπος. Μην ανησυχείς, θα ’ρθουν και τα ευχάριστα. Όμως πλησιάζουν Χριστούγεννα, εάν χρειάζεσαι κάτι πες μου…».

«Την ευχή μου να έχεις παιδάκι μου. Τις γιορτές με παίρνουν κοντά τους οι αδερφές μου. Χριστούγεννα στην Καλαμάτα και το Πάσχα στην Κόρινθο. Δεν θέλω να τους επιβαρύνω πιο πολύ, γιατί έχουν κι αυτές  οικογένεια. Εξάλλου εδώ, πάω και στο μνήμα και λέω και δυο κουβέντες με τον άνδρα μου… Παρακάλεσα τον παπά, σε λίγο καιρό που θα φύγω για “το μεγάλο ταξίδι”, να με βάλει στη «συνοικία» του καπετάνιου να ’μαι κοντά του. Είπε ότι θα το κανονίσει. Καμιά φορά περνάω απ’ το παλιό σπίτι κι αν έχουν τα φώτα αναμμένα στο σαλόνι, τότε θυμάμαι… τα θυμάμαι όλα. Μπορεί να κάθομαι έτσι παράμερα να το βλέπω και μία ή δύο ώρες. Τα βράδια έρχονται στ’ όνειρό μου όλα αυτά. Συγγνώμη παιδάκι μου… σε ζάλισα τόση ώρα η χαζή».

« Όχι, σ’ ευχαριστώ κυρία Άννα,  μου άρεσε η κουβέντα μας. Ήταν σα να μου έκανες ένα δώρο… Πάντως μετά τις γιορτές να ξαναβρεθούμε εδώ, να πούμε τα νέα μας, έτσι;».

«Το “μετά” το ξέρει μόνο Ένας! Την ευχή μου παιδάκι μου. Ο Θεός να σε βλέπει και μην ξεχνάς, πως, όλα τα ζυγίζει το βλέμμα Εκείνου. Κάποτε θα δώσει στον καθένα το μερτικό του» είπε εκείνη και χαμογέλασε…

Περπατούσα πολλή ώρα βυθισμένος στις σκέψεις μου. Τα βήματά μου, βαριά, έσερναν τη θλίψη μου απ’ αυτή την απροσδόκητη συνάντηση και οι ενοχές με τραβούσαν απ’ το μανίκι. Τι κάνει το Κράτος για τους αναξιοπαθούντες;  Εγώ τι κάνω; Δεν μπορώ να κάνω κάτι;

Στ’ αυτιά μου ηχούσαν τα λόγια της. «Δεν είμαι παιδάκι μου ζητιάνα, εγώ είμαι η Άννα η Καπετάνισσα».

Πηγαίνοντας προς το σπίτι κι έχοντας σύμμαχο τον χρόνο, ξέφυγα απ’ την συνηθισμένη διαδρομή μου και μπήκα σ’ ένα στενό δρομάκι, που, αν και έμοιαζε αδιέξοδο, έβγαζε στη γειτονιά μου. Έξω από μια παλιά μονοκατοικία είχε μαζευτεί κόσμος και πλησίασα να δω. Ηλικιωμένοι και γυναίκες με παιδάκια κάθονταν στα σκαλιά. Μια πρόχειρη πινακίδα γραμμένη με μαρκαδόρο ήταν κολλημένη στο τζάμι.

“ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ – ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ”

Δεν πίστευα στα μάτια μου. Η ταμπέλα αυτή ήταν το επιμύθιο της όλης συζήτησης που είχα κάνει με την γιαγιά «…το Σαββατοκύριακο, βλέπεις, δεν υπάρχουν πολλοί εθελοντές και δεν είναι σίγουρο το φαγητό…» Τι σύμπτωση ήταν αυτή; Η τυχαία συνάντηση με την γιαγιά που μου εκμυστηρεύτηκε τη ζωής της γιατί άραγε σ’ εμένα; Η τυχαία επιλογή μου να περάσω μέσα από το στενάκι -αφού πάντα ακολουθώ άλλο δρόμο- και να βρω αυτό το Γραφείο Αλληλεγγύης. Όχι… σα να συνδέονται τα γεγονότα, το ένα με το άλλο! Λες και κάποια Δύναμη κατευθύνει τη ζωή…  τα ρεύματα… και τους ανθρώπους εκεί που πρέπει! Δεν μπορεί να είναι τυχαίο.  Αλήθεια γιατί μίλησε σ’ εμένα; Η «Άννα η Καπετάνισσα» -πονεμένη και αξιοπρεπής- δεν έδινε την εντύπωση πως θα μιλούσε στον καθένα για τα προβλήματά της. Φαινόμουν, λέει, καλός άνθρωπος. Βέβαια δεν αδίκησα κανέναν, μα αρκεί αυτό; Μάλλον όχι. Δεν  γίνεται να είσαι καλός δια παραλείψεως. Ο καλός είναι στην πράξη. Πράξεις λοιπόν θετικές προς τον συνάνθρωπο… Ίσως γι’ αυτό μου εμπιστεύτηκε τη ζωή της, για να γίνω πραγματικά καλός. Αυτό είναι το πήρα το μήνυμα γιαγιά, σ’ ευχαριστώ!

Με είχε πλέον κυριεύσει ψυχική αγαλλίαση. Δεν είχα ξανανιώσει τέτοιο συναίσθημα. Ήθελα να γυρίσω πίσω, να την ευχαριστήσω και να της φιλήσω το χέρι. Σκέφτηκα όμως κάτι καλύτερο. Στην αποθήκη του σπιτιού είχα μαζέψει πολλά άδεια μπουκάλια. Τα κρατούσα για τον φίλο μου που έφτιαχνε δικό του κρασί. Τα τελευταία χρόνια όμως, δεν ασχολείται μ’ αυτά κι έτσι… μου είναι άχρηστα. Θα τα πετούσα. Χαρά που θα κάνει η γιαγιά! Να ξεκουραστούν λίγο τα πόδια της. Να πάψει έστω για λίγο, να σκαλίζει τους κάδους…

Σκεπτόμενος όλα αυτά σχεδόν μονολογούσα και κοιτούσα σαν   αποσβολωμένος την επιγραφή στο τζάμι. Την διάβασα ξανά και ξανά… “…ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ.  Πληροφορίες: … Τηλέφωνο: …”

Όταν ξεκόλλησα τα μάτια μου απ’ το χαρτί, γύρισα ενστικτωδώς το κεφάλι προς τους συγκεντρωμένους όλοι με κοιτούσαν κάπως περίεργα. Δεν είχαν κι άδικο! Ντράπηκα λίγο… χαμογέλασα μάλλον έκανα μια αστεία γκριμάτσα και προσπαθώντας να παραστήσω τον άνετο έψαχνα τις τσέπες μου. Βρήκα όμως κάτι πολύτιμο την απόφαση! Ναι, πήρα την απόφασή μου. Έβγαλα το κινητό μου και αποθήκευσα το όνομα του υπεύθυνου και τον αριθμό τηλεφώνου του Γραφείου. Ήξερα πλέον τι έπρεπε να κάνω.

Να βγω απ’ τη βολή μου. Να κλειδώσω τη νωθρότητα στα σκουριασμένα συρτάρια της Υπηρεσίας. Να δω κατάματα την κοινωνία και να πω πως έκανα κι εγώ κάτι για την «Άννα την Καπετάνισσα» τον Άγγελό μου!


Το διήγημα «Άννα η Καπετάνισσα” απέσπασε πρόσφατα το Α΄ Βραβείο στην κατηγορία του από τον Ε.Π.Ο.Κ.. Παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Κώστας Σώκος
    5 Δεκεμβρίου 2021 at 08:54

    Εκπληκτικό Διήγημα. Πολύ συγκινήθηκα, συνταξιούχος καπετάνιος όντας. Η καπετάνισσα γυναίκα μου δάκρυσε. Ενα διήγημα που δίνει νόημα στο διάβα της ζωής.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη