«Άνθρωποι μονάχοι», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Θα μπορούσε να περιμένει ένα μήνα ακόμα. Θα μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα της και να το αναβάλλει για λίγο ακόμα. Δε χωρίζουν οι άνθρωποι παραμονές των γιορτών. Οι γιορτές είναι για να τις μοιράζεσαι με τους αγαπημένους σου. Οι γιορτές είναι να τις περνάς με τα παιδιά σου. Αυτός όμως δεν συγκαταλέγεται πια όπως φαίνεται στους αγαπημένους της, γι’ αυτό και του είπε ‘’φεύγουμε, πάμε στους γονείς μου’’ παραμονές των Χριστουγέννων κι όσο κι αν προσπάθησε ο Σπύρος να την καλμάρει και να διαπραγματευτούνε λίγο τον χρόνο του χωρισμού, αυτή ήταν ανένδοτη. Δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα. Σκληρή γυναίκα. Και ψυχρή. Ακλόνητη στη θέση της. Άκου φεύγουμε! Αυτός ο πληθυντικός τον μαχαίρωσε.

«Τι θα πει φεύγουμε;» τη ρώτησε αποσβολωμένος κοιτάζοντας σαν χαμένος τις δυο βαλίτσες που σκόνταψε πάνω τους στην είσοδο όταν γύρισε απ’ τη δουλειά. Απροετοίμαστος για μια τέτοια εκδοχή συνέχισε να παραμένει όρθιος μπροστά στις βαλίτσες και να την κοιτάει απορημένος γυρεύοντας μια απάντηση. Εκείνη δεν του έδωσε καμία σημασία. Μονάχα τα παιδιά έπεσαν πάνω του να τον καλωσορίσουν κι άρχισαν ενθουσιασμένα να του λένε το πρόγραμμά τους. Ο μικρός είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω απ’ τη μέση του πατέρα του κι ο μεγάλος ένα βήμα πιο πίσω άρχισε να του λέει πως ο παππούς θα έρθει να τους πάρει σε λίγη ώρα και πως τους υποσχέθηκε πως θα τους πάει στο χωριό του Αη Βασίλη και στα ξωτικά.

Ο Σπύρος ένιωσε το αίμα του να ανεβαίνει όλο στο κεφάλι. Ένα σφίξιμο στο στήθος πυροδότησε την ένταση που όρμησε και τον τύλιξε σαν μέγγενη μόλις αντίκρισε τις βαλίτσες. Δεν ήθελε όμως να τραβήξει το σκοινί μια τέτοια ώρα μπροστά στα παιδιά. Πήρε βαθιές ανάσες για να τα καταφέρει να ηρεμήσει. Δεν ήθελε να στήσει έναν ακόμα καβγά μαζί της. Αυτός άλλωστε σεβόταν πάντα την παρουσία των παιδιών, ενώ εκείνη δε λογάριαζε τίποτα όταν εκνευριζόταν. Λες κι είχε μονάχα αυτή το προνόμιο του θυμού και την ανάγκη να ξεσπάσει.  Παρασυρόταν απ’ το θυμό κι ούτε ήξερε τι έλεγε το στόμα της. Αυτή που κάποτε του έδινε συμβουλές για το πώς πρέπει να φέρονται στα παιδιά. Αυτή που τα πρώτα χρόνια διάβαζε με τις ώρες τα άρθρα των ψυχολόγων για τις σχέσεις και τον καθοδηγούσε πώς πρέπει να φέρεται και να μιλάει μπροστά στα παιδιά.

Πού πήγε άραγε αυτή η ευαίσθητη γυναίκα με τα πολλά χαρίσματα και την περίσσια ευγένεια που είχε ερωτευτεί κάποτε με τόσο πάθος; Πώς αλλάζουν οι άνθρωποι τόσο πολύ; Πώς τα καταφέρνουν και καταλήγουν να γίνονται δυο ξένοι μετά από τόσες όμορφες κοινές αναμνήσεις; Αυτά τα ερωτηματικά συνόδευαν τις σκέψεις του τον τελευταίο χρόνο που άρχισαν τα προβλήματα.

Αυτό το σενάριο πάντως δεν το περίμενε. Να σηκωθεί να φύγει και να πάρει και τα παιδιά μαζί της. Την τελευταία φορά που μίλησαν για τη σχέση τους, δεν του ανέφερε τίποτα γι’ αυτό το γεγονός, ούτε έθιξαν καθόλου το θέμα των γιορτών. Ο Σπύρος θεώρησε σαν δεδομένο πως αυτός θα έπρεπε μια μέρα να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να ψάξει για καμία γκαρσονιέρα να τακτοποιηθεί μόνος του, για να μην ξεβολέψει τα παιδιά φυσικά κι όχι για εκείνη. Άκου φεύγουμε!

‘’Και γιατί τότε στόλισες το σπίτι; Γιατί μ’ άφησες να ψωνίσω τόσα πράγματα για το γιορτινό τραπέζι; Γιατί δε με ρώτησες αν συμφωνώ; Και πώς αποφάσισες να κάνουν τα παιδιά γιορτές μακριά απ’ το σπίτι τους; Μακριά απ’ τον πατέρα τους;’’ Αυτές όλες τις ερωτήσεις ψέλλιζε από μέσα του,  μα δεν τις έκανε τελικά.

Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα σηκώνεται και φεύγει και δε δίνει δεκάρα τι θα κάνει αυτός πίσω μονάχος του. Δε τη νοιάζει καθόλου. Αν γνώριζε το σχέδιό της θα είχε σηκωθεί να είχε φύγει αυτός πρώτος. Προτιμούσε να είναι αυτός σε ένα άλλο σπίτι τέτοιες μέρες κι όχι τα παιδιά του. Και σίγουρα θα ένιωθε αλλιώς κι ο ίδιος σε κάποιον άλλον χώρο χωρίς τα παιδιά παρά στο ίδιο τους το σπίτι. Η μοναξιά στο ίδιο του το σπίτι θα είναι αφόρητη χωρίς την παρουσία των παιδιών. Χωρίς τη φασαρία και το γέλιο τους. Αυτός σίγουρα θα τρελαθεί εκεί μέσα μονάχος του, με το στολισμένο δέντρο να δεσπόζει στην άκρη του σαλονιού, χωρίς την παρουσία των παιδιών του.

Ο Παναγιώτης, ο μεγάλος ο γιος του, συνέχισε να του μιλάει μα εκείνος δεν άκουγε πια. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να συγκρατήσει τα νεύρα του και να συγκεντρωθεί. Ο μικρός είχε ήδη σκαρφαλώσει στην αγκαλιά του και τον ρωτούσε πότε θα πάει κι αυτός στο σπίτι του παππού για τις γιορτές. Κι η Ελένη συνέχισε να τριγυρίζει μες στο σπίτι αμίλητη και να ελέγχει αν ξέχασε κάτι.

Ο Σπύρος κατέβασε τον Πετράκη απ’ την αγκαλιά του και τον χάιδεψε στο κεφάλι τρυφερά.

‘’Θα τα πούμε σύντομα…’’ τους υποσχέθηκε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο που κατάφερε να σχίσει τα χείλη του κι αμέσως μετά άρπαξε τα κλειδιά του απ’ το πίσω μέρος της πόρτας κι έγινε άφαντος. Βγήκε στο δρόμο  και πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες. Ένιωσε αμέσως να συνέρχεται με το οξυγόνο που γέμισε τα πνευμόνια του. Ο κρύος αέρας τον συνέφερε αμέσως.  Έκανε να μπει στο αυτοκίνητο για να εξαφανιστεί μια ώρα αρχύτερα αλλά το μετάνιωσε. Άρχισε να περπατάει κόβοντας μέσα από στενά για να κατέβει στην πλατεία. Η Λάρισα  είχε φορέσει τα γιορτινά της εδώ και μέρες, όπως και όλες οι άλλες πόλεις για να προσθέσουν μια νότα χαράς στο χειμωνιάτικο τοπίο. Αν θυμάται καλά, απόψε έχουν μια Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση για τα παιδιά στην πλατεία. Είχε υποσχεθεί μάλιστα στον μικρό πως θα πάνε.

Κατηφόρισε και θέλησε να αποφύγει να περάσει από την πλατεία Αγίου Βησσαρίωνος να μην πέσει πάνω στην παρέα των φίλων του απ’ τη δουλειά, που κανόνιζαν να πιουν τα τσιπουράκια τους και να το ρίξουν για λίγο έξω, μέρες που έρχονταν. Του πρότειναν κι εκείνου να βγει μαζί τους, αλλά αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας πως είχε κανονίσει κάτι οικογενειακό για το βράδυ. Δεν ήθελε να τον δούνε τώρα μονάχο του να τριγυρίζει σαν χαμένος. Ήθελε να αποφύγει και τους άλλους γονείς που θα συνόδευαν τα παιδιά τους στη γιορτινή εκδήλωση της πλατείας.

Θυμήθηκε πως πέρυσι τέτοια μέρα είχε κατέβει κιι αυτός με τα παιδιά στην πλατεία κι ύστερα από καμιά ώρα ήρθε και τους βρήκε η Ελένη και συνέχισαν τη βραδιά τους σ’ ένα όμορφο μαγαζάκι. Τα παιδιά έπαιζαν ευχαριστημένα με τα άλλα πιτσιρίκια των φίλων τους στον πεζόδρομο κι αυτοί έπιναν τσίπουρα και  τρώγανε μεζεδάκια απολαμβάνοντας την ευχάριστη γιορτινή ατμόσφαιρα και την καλή παρέα. Αυτός ο ένας χρόνος που πέρασε από τότε, έφερε πολλά προβλήματα κι αναποδιές στη ζωή τους. Μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο έβγαλαν ο ένας στον άλλο  έναν καινούργιο εαυτό, που μέχρι τότε δεν είχαν αντιληφθεί καν πως υπάρχει. Όταν όμως έρχονται τα προβλήματα, κυρίως τα οικονομικά, και συσσωρεύονται μαζί με κάποια απωθημένα και κάποια ανέφικτα όνειρα, σκέφτηκε ο Σπύρος, δύσκολα κρατιούνται μετά οι ισορροπίες.

Ίσως να φταίει κι αυτός.  Ίσως να παραφέρθηκε κι αυτός απ’ τον εγωισμό του. Έτσι δε λένε οι ειδικοί; Αυτοί που μελετάνε τις ανθρώπινες σχέσεις και αντιδράσεις, ισχυρίζονται πως σε έναν χωρισμό έχουν κι οι δυο μερίδιο ευθύνης. Τα βιβλία ψυχολογίας που διάβαζε η Ελένη κι έδιναν συμβουλές και οδηγίες για έναν ευτυχισμένο γάμο δεν κατάφεραν τελικά να σώσουν τον δικό τους.

Συνέχισε να περπατάει φορτωμένος με τις μαύρες σκέψεις του, μέχρι να φτάσει στην πλατεία Λαού. Μια μπάντα ακούστηκε από ένα κτήριο που έκανε πρόβες σε Χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Μια ηλικιωμένη του ζήτησε βοήθεια στη στάση του λεωφορείου για να ανέβει στα σκαλιά. Ο Σπύρος της κράτησε με το ένα χέρι τις δυο τσάντες και με το άλλο τη βοήθησε ν’ ανέβει σιγά σιγά. Τον ευχαρίστησε ευγενικά και του έδωσε ευχές για καλές γιορτές.

Πέρασε απέναντι και κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρέθηκε μπροστά του. Ένιωσε κουρασμένος. Η στενοχώρια φαίνεται πως καταβάλλει εκτός απ’ την ψυχή και το σώμα μας, σκέφτηκε ξανά θέλοντας να δώσει μια εξήγηση στην κούραση που βάρυνε τα πόδια του και την καρδιά του. Άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να ξεδιπλώνει ξανά τις σκέψεις του. Ευχήθηκε από μέσα του να είχε έναν αδερφό. Ή μια αδερφή τέλος πάντων. Να σχηματίσει τον αριθμό του τηλεφώνου της και ν’ αρχίσει να της λέει τα παράπονά του. Ένιωθε την ανάγκη να τα βγάλει από μέσα του. Να της πει για την Ελένη και για τα παιδιά. Για την άλλη Ελένη με το πέτρινο πρόσωπο και τη σκληρή καρδιά που άρπαξε μέσα απ’ το σπίτι τους τα παιδιά και τον παράτησε Παραμονή των Χριστουγέννων.

Κάποιος τον πλησίασε με αργά συρτά βήματα. Ήταν ο άντρας που καθόταν κατάχαμα στη γωνία και τον προσπέρασε πριν ένα δεκάλεπτο. Το βλέμμα του, όπως γύρισε και τον κοίταξε,  του θύμισε τον πατέρα του. Δεν ήταν μεγάλος. Με το αμυδρό φως της κολόνας που φώτιζε λίγο το πρόσωπό του τον υπολόγισε γύρω στα σαράντα. Κοντά στην ηλικία του δηλαδή.

‘’Φιλαράκο υπάρχει ένα τσιγάρο και για μένα;’’ τον ρώτησε ευγενικά.

Ο Σπύρος έβγαλε το πακέτο απ’ τη τσέπη και του έδωσε αμίλητος. Ο άλλος κάθισε δίπλα του.

‘’Με λένε Κώστα, εσένα;’’ τον ρώτησε ξανά σε φιλικό τόνο ρουφώντας με λαχτάρα το τσιγάρο του.

‘’Σ’ αρέσει το μπουφανάκι μου; Καινούργιο είναι. Πριν μια βδομάδα το βρήκα κρεμασμένο σε ένα δέντρο εδώ πιο πέρα. Έχεις δει τα δέντρα πώς τα ντύνουνε; Κρεμάνε ρούχα στα κλαδιά τους για μας τους άπορους. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος που το άφησε. Ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου. Να ’ναι καλά κι αυτός που είχε την ιδέα. Τις προάλλες είχαν έρθει δημοσιογράφοι και πέρνανε συνεντεύξεις και βγάζανε φωτογραφίες τα δέντρα. Βγάλανε και την Έλλη δυο τρεις, μια ξεδοντιάρα γιαγιά που φοράει ένα παλτό κόκκινο. Σε δέντρο το βρήκε κι αυτή κρεμασμένο. Πλάκα είχε. Έπαιρνε και πόζες! Να θα τη δεις κι εσύ σε λίγο, εδώ γύρω τριγυρνάει με το  σκύλο της. Είναι φίλη μου η Έλλη, μ’ έχει στο νου της σαν παιδί της. Μέχρι και τράκα τσιγάρα κάνει για μένα και μου τα φέρνει…  ‘’

Ο Σπύρος τον άκουγε αμίλητος. Η ανάσα του έβγαινε βαριά απ’ το τσιγάρο κι απ’ το κρύο που δεν το άντεχε. Τα λόγια του Κώστα, του  λόγχισαν το στήθος, έτσι όπως του περιέγραφε τη ζωή τους στο δρόμο. Η σκέψη του ξεστράτιζε σιγά σιγά απ’ τα δικά του. Θυμήθηκε το άρθρο και το αφιέρωμα που κάνανε για τη Λάρισα,  με αφορμή τα ντυμένα δέντρα. Το διάβασε τις προάλλες στο ίντερνετ. Συγκινήθηκε κι αυτός όπως κι οι φίλοι του. Ο διευθυντής του σχολείου δεύτερης ευκαιρίας των φυλακών Λάρισας ήταν ο εμπνευστής αυτής της πρωτοβουλίας, αναφερόταν στο άρθρο που έπλεκε το εγκώμιο στην πόλη τους για την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά των κατοίκων της. Ο ίδιος ο Σπύρος δεν τα είχε δει αυτά τα ντυμένα δέντρα. Δεν είχε περπατήσει τελευταία σ’ αυτούς τους δρόμους.

‘’Τι έχεις ρε φιλαράκο κι είσαι τόσο βαρύς; Τα προβλήματα για τους ανθρώπους είναι. Δεν κάνει να τα κλείνουμε όλα μέσα μας. Θα σκάσουμε στο τέλος. Εμένα που με βλέπεις παραφυλάω εδώ στο παγκάκι κάθε μέρα κι όταν βρίσκω κάποιον πιάνω τη κουβέντα. Εσύ όμως είσαι πολύ συννεφιασμένος. Λοιπόν ένα να ξέρεις, αν έχεις ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου κι ένα πιάτο ζεστό φαϊ στο σοφρά σου, τίποτα άλλο δε θες. Να και η Έλλη που σου ’λεγα. Καλώς την… ’’

Η φιγούρα της γυναίκας με το κόκκινο παλτό σίμωσε κοντά τους. Δίπλα της περπατούσε ένας σκύλος μαλλιαρός που τον φώναζε Οδυσσέα, τον είχε βρει στο δρόμο πριν δυο χρόνια κι από τότε έγιναν αχώριστοι, του είπε λίγο αργότερα, αφού τους σύστησε ο Κώστας. Άρχισε κι αυτή να του λέει τα δικά της με τόση οικειότητα λες και γνωρίζονταν χρόνια. Είχε δυο γιους που την παράτησαν κι έφυγαν στα ξένα. Ούτε τηλέφωνο δεν της έκαναν πια. Δεν έχει βέβαια και τηλέφωνο, συμπλήρωσε γελώντας.  Έχει τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια να τους ανταμώσει. Η φωνή της ήταν βραχνή και τρυφερή. Κι ο Οδυσσέας είχε λουφάξει στην αγκαλιά της και της έγλειφε τα χέρια, όση ώρα μιλούσε εκείνη σαν να συμμεριζόταν τον πόνο της και να ήθελε να την παρηγορήσει.

Σε λίγο ξεκλειδώθηκε κι η γλώσσα του Σπύρου χωρίς να το καταλάβει. Άκουσε και τη δικιά του φωνή να τους μιλάει για τα παιδιά του, για τη γυναίκα του, για τον επικείμενο χωρισμό τους, για τα προβλήματά τους. Τον άκουγαν σιωπηλοί σαν αληθινοί φίλοι. Απέφυγαν τις πολλές ερωτήσεις. Μονάχα πόσο χρονών είναι τα παιδιά τον ρώτησε κάποια στιγμή η Έλλη κι ο Κώστας πόσα χρόνια έχουν παντρεμένοι.

Δυο νεαροί πέρασαν από μπροστά τους την ώρα που ο Σπύρος τέλειωσε τη δική του εξομολόγηση. Ο Κώστας τους κάλεσε στην παρέα τους. Ήταν δυο έφηβοι πρόσφυγες που κάνανε παρέα τελευταία και τους σύστησε τον Σπύρο. Δυο όμορφα και συνεσταλμένα παλικαράκια που κέρδισαν  αμέσως τη συμπάθειά του με το ζεστό τους χαμόγελο. Ο Φαρίντ και ο Ορχάν. Κάθισαν κι αυτοί κοντά τους κι ο Κώστας άρχισε να λέει και τη δική τους ιστορία σαν παραμύθι. Πώς ξεκίνησαν το ταξίδι τους απ’ τη μακρινή Συρία, πώς κατάφεραν κι έφτασαν μέχρι εδώ, πως είναι μακριά απ’ τους δικούς τους και πως σκοπεύουν μια μέρα να φύγουν για να ξανανταμώσουν με τις οικογένειές τους.

Περασμένα μεσάνυχτα ο Σπύρος έριξε μια ματιά στο ρολόι του και αποφάσισε πως έπρεπε να μαζευτεί στο σπίτι του.  Τους ευχαρίστησε για την παρέα τους και   τους είπε με ειλικρίνεια πως χάρηκε πολύ για τη γνωριμία τους. Άφησε και το πακέτο με τα υπόλοιπα τσιγάρα του στον Κώστα. Απομακρύνθηκε μες στο σκοτάδι. Καμιά εικοσαριά μέτρα πιο πέρα είδε σ’ ένα δέντρο κρεμασμένο ένα πουλόβερ πλεχτό κι ένα κασκόλ. Ένας κόμπος έσφιξε το στήθος του απ’ τη συγκίνηση. Σαν ανθρώπινη φιγούρα φάνταζε από μακριά το δέντρο με τα ντυμένα κλαδιά.  Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε κι αυτός το μπουφάν του και το άπλωσε πάνω στα κλαδιά του διπλανού δέντρου. Του το είχε χαρίσει η Ελένη πέρυσι στις γιορτές. Η σκέψη πως θα ζέσταινε κάποιον που το είχε ανάγκη  αλάφρωσε για λίγο την καρδιά του.

Πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του κι η πρώτη του κίνηση ήταν ν’ ανάψει την τηλεόραση για να σπάσει την αφόρητη σιωπή που τον υποδέχτηκε σαν οικοδέσποινα.

‘’Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, σαν το ξεχασμένο στάχυ, ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος…’’


Ακούστε το τραγούδι ‘Άνθρωποι μονάχοι’


Η φωνή της Μοσχολιού χάιδεψε τ’ αυτιά του. Κάθισε στον καναπέ του σαλονιού να χαζέψει στην οθόνη της τηλεόρασης, μια εκπομπή αφιερωμένη -λόγω των ημερών- σε μοναχικούς ανθρώπους, σαν αυτούς που συνάντησε κι εκείνος λίγο πριν στην πλατεία. Σαν κι εκείνους που άφησε πίσω του.

‘’Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, όπως του πελάγου οι βράχοι, ο κόσμος θάλασσα που απλώνει κι αυτοί βουβοί σκυφτοί και μόνοι, ανεμοδαρμένοι βράχοι, άνθρωποι μονάχοι…’’ συνέχισε η βαθιά βραχνή φωνή της τραγουδίστριας να τον τυλίγει με μια μελαγχολία και να τον ταξιδεύει στη μοναξιά εκείνων των ανθρώπων που περνούν αυτές τις άγιες μέρες στους δρόμους, δίχως τη ζεστασιά και τη θαλπωρή  ενός σπιτιού και των αγαπημένων προσώπων που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι δίπλα τους.

Σηκώθηκε κι έβγαλε το μπουκάλι με το ουίσκι. Ποτέ δεν ήταν πότης. Ακόμα κι όταν βγαίνανε για ποτό με την Ελένη και τους φίλους τους, ήταν πάντα μετρημένος. Πάνω από δυο ποτήρια κρασί δεν τα σήκωνε. Προτιμούσε ένα σινεμά ν’ απολαύσει μια καλή ταινία. Απόψε όμως το είχε ανάγκη ο οργανισμός του. Ήθελε να ζαλιστεί. Ήθελε να θολώσει τις σκέψεις του. Τις μορφές των παιδιών του που ξεπρόβαλλαν από κάθε γωνία του σπιτιού και τις μορφές των ανθρώπων που άφησε πίσω του στην πλατεία να ξεπαγιάζουν στο κρύο και να μοιράζονται τη μοναξιά τους.

Αποκοιμήθηκε τα ξημερώματα ζαλισμένος στον καναπέ. Κατά στις δέκα το πρωί τον ξύπνησε το κουδούνι. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας με βαρύ κεφάλι. Κάποια παιδιά της γειτονιάς του είπαν τα κάλαντα και του ευχήθηκαν καλές γιορτές. Τέτοια ώρα θα έχουν βγει σίγουρα και τα δικά του παιδιά για να τραγουδήσουν τα κάλαντα, σκέφτηκε ο Σπύρος και γλύκανε η ψυχή του.

Έφτιαξε καφέ και κάθισε στην κουζίνα. Όλο το χθεσινό βράδυ, πριν κλείσει τα μάτια του μια σκέψη τον βασάνιζε.Είχε μετανιώσει που παράτησε τους φίλους του και σηκώθηκε κι έφυγε από κοντά τους. Ένιωθε τύψεις που στάθηκε τόσο μικρόψυχος και μαζεύτηκε στο σπιτάκι του δίχως να σκεφτεί μια στάλα τους ανθρώπους που άφηνε πίσω. Σήμερα όμως θα διόρθωνε τα πράγματα. Είχε πάρει την απόφασή του. Ούτε στο σπίτι του πεθερού του θα πήγαινε ούτε μόνος του θα έμενε. Θα ετοίμαζε ένα δείπνο για τους καινούργιους φίλους του.

Άνοιξε το συρτάρι με τα φάρμακα, πήρε ένα ντεπόν, ήπιε λίγο νερό και κάθισε στο τραπέζι να σκεφτεί ποιο θα ήταν το γιορτινό μενού.

Κατά το μεσημεράκι ενώ ήδη είχε ετοιμάσει τα μισά, μίλησε στο τηλέφωνο με τα παιδιά του. Ο μικρός του έλεγε ενθουσιασμένος πόσα χρήματα μάζεψε στα κάλαντα κι ο μεγάλος επέμενε να τον ρωτάει  πότε σκοπεύει να πάει κι αυτός κοντά τους. Προφασίστηκε πως του έτυχε κάτι απρόοπτο με τη δουλειά του και πως δε θα τα καταφέρει τελικά να είναι κοντά τους. Δεν ένιωσε τύψεις για το ψέμα του. Τα παιδιά άλλωστε, ήταν σίγουρος πως θα περνούσαν καλά στο σπίτι του παππού τους, έστω και μακριά του.

Αργά το απόγευμα τα είχε όλα έτοιμα. Κλείδωσε την πόρτα, και κατέβηκε στην πλατεία. Δεν χρειάστηκε να ψάξει και πολύ. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στον παράλληλο της πλατείας κι περπάτησε καμιά πενηνταριά μέτρα.  Με το βλέμμα του αγκάλιασε τη μορφή του φίλου του στο παγκάκι. Λίγο πιο πέρα η Έλλη με το κόκκινο παλτό έκανε βόλτα τον σκύλο της.

Μόλις τον είδαν κι οι δυο από μακριά να τους πλησιάζει του χάρισαν ένα πλατύ χαμόγελο. Τα μάτια του Κώστα έλαμψαν από χαρά σαν τον αναγνώρισε.

‘’Δεν περίμενα να σε ξαναδώ τόσο νωρίς… ‘’ του είπε κι έκανε μια κίνηση με το χέρι του για να κάτσει στο παγκάκι δίπλα του.

Ο Σπύρος κάθισε κι έβγαλε τα τσιγάρα του. Με την πρώτη ρουφηξιά έφτασε κοντά τους και η Έλλη με τον μικρόσωμο Οδυσσέα που του έκανε κι αυτός χαρές μόλις τον ζύγωσε. Πήδησε στα πόδια του κι άρχισε να τον γλείφει. Η Έλλη τον ρώτησε αν είχε κανένα νέο απ’ τη γυναίκα του κι αυτός αρκέστηκε σε μια αρνητική κίνηση του κεφαλιού κι ένα χαμόγελο.

‘’Τι έγινε; Το αμίλητο νερό ήπιες πάλι;’’ τον πρόγκιξε ο Κώστας, μήπως και του πάρουν καμιά κουβέντα.

‘’Πού είναι τα άλλα παιδιά;’’ τους ρώτησε ο Σπύρος σβήνοντας το τσιγάρο του.

‘’Εδώ πιο κάτω είναι, τους είδα πρωτύτερα… είπε η Έλλη. Πού να πάνε κι αυτά τα κακόμοιρα;’’

‘’Λοιπόν φιλαράκια…’’ ακούστηκε η φωνή του Σπύρου βραχνή απ’ τη συγκίνηση, ‘’θέλω απόψε να μου κάνετε παρέα, το έχω ανάγκη. Δεν είμαι συνηθισμένος στη μοναξιά. Θα πάρουμε και τα  παιδιά και θα πάμε σπίτι μου. Να φάμε, να πιούμε και να γιορτάσουμε σαν άνθρωποι. Το γιορτινό τραπέζι μας περιμένει στολισμένο…’’ συμπλήρωσε μ’ ένα χαμόγελο.

Ο Κώστας και η Έλλη κοιτάχτηκαν απορημένοι. Τα μάτια τους γυάλιζαν απ’ τη χαρά κάτω απ’ το φως του φαναριού. Η Έλλη όρμησε κι αγκάλιασε τον Σπύρο και ψέλλιζε ευχαριστίες φορτισμένη απ’ τη συγκίνηση που της προκάλεσε η πρότασή του. Ο Κώστας σφύριξε δυνατά στον  Ορχάν και στον Φαρίντ  που στέκονταν πιο κάτω για να έρθουν κοντά τους και να τους πούνε τα ευχάριστα. Ο Ορχάν φορούσε το μπουφάν τού Σπύρου. Φαίνεται πως ήταν ο πρώτος που το είδε κρεμασμένο στο δέντρο.  Όταν τον είδε ξανά μπροστά του κοκκίνισε από ντροπή και χαμήλωσε τα μάτια. Φαίνεται πως δεν περίμενε να τον ξανασυναντήσει τόσο σύντομα. Ο Σπύρος ευχαριστήθηκε που το είδε πάνω του μα δεν έκανε καμία αναφορά σ’ αυτό. Ο Κώστας εξήγησε με νοήματα στα παιδιά μιας και δεν γνώριζαν καλά τη γλώσσα τους, πως απόψε είναι όλοι τους καλεσμένοι στο σπίτι του καινούργιου φίλους τους.

Μισή ώρα αργότερα βρίσκονταν όλοι γύρω από το γιορτινό τραπέζι που είχε ετοιμάσει ο Σπύρος.  Η Έλλη κρατούσε αγκαλιά και τον σκύλο της, που της ζήτησε ο Σπύρος να τον πάρει κι αυτόν μαζί τους.

‘’Θέλω να νιώθετε άνετα σαν το σπίτι σας, τους μάλωσε τρυφερά εκείνος δείχνοντας τις θέσεις τους…’’

Οι δυο νεαροί κοιτούσαν το τραπέζι και τα εδέσματα που είχε ετοιμάσει με αγάπη ο φίλος τους σαν μαγνητισμένοι. Η πείνα ζωγραφιζόταν στα μάτια τους. Ο Κώστας και η Έλλη γέμιζαν τα ποτήρια τους με κρασί για να ανταλλάξουν πρώτα τις ευχές. Την Έλλη την πήρε πάλι το παράπονο κι άρχισε πάλι να κλαίει αθόρυβα και σιγανά και να δικαιολογείται στο Σπύρο πως είναι δάκρυα χαράς γι’ αυτήν την απρόσμενη προσφορά αγάπης που έλαβαν από μέρους του. Παρέσυρε και τον Κώστα που με κόπο κατάφερνε να κρατήσει τα δικά του δάκρυα.

‘’Πώς θα στο ανταποδώσουμε αυτό ρε φιλαράκο; Πώς βρέθηκε στο δρόμο μας τέτοιο παλικάρι με τέτοια χρυσή καρδιά;’’ ψιθύρισε συγκινημένος και ρούφηξε όλο το κρασί του για να συνέρθει.

‘’Εμείς ρε Σπυράκο δεν είμαστε μαθημένοι σε τέτοιο φαγοπότι, θα μας πειράξει. Ούτε σε τόση αγάπη, θα μας λείψει μετά…’’ συμπλήρωσε κι η Έλλη σκουπίζοντας τα δάκρυα απ’ τα μάτια της.

Ο Σπύρος σήκωσε το ποτήρι του για πρόποση για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα από την τόση ένταση. Δυο δάκρυα ανάβλυσαν και στα δικά του μάτια μετά απ’ τα λόγια της Έλλης και τ’ άφησε ελεύθερα να κυλήσουν χωρίς να ντρέπεται.

‘’Εύχομαι από καρδιάς υγεία και αγάπη. Σας ευχαριστώ που είστε απόψε δίπλα μου. Είχα στα αλήθεια ανάγκη τη συντροφιά σας… ’’ψιθύρισε συγκινημένος.

Τσούγκρισαν όλοι τα ποτήρια τους  ανταλλάσοντας ευχές  για υγεία και αγάπη. Αμέσως μετά τα παιδιά όρμησαν με λαχτάρα στα φαγητά κι η Έλλη μπούκωνε τον σκύλο της με μεζεδάκια, ενώ αυτός γάβγιζε χαρούμενος κουνώντας την ουρά του.

Το βλέμμα του Κώστα έπεσε σε μια στιγμή πάνω στην κιθάρα που κρεμόταν δίπλα στο γραφείο.

‘’Ρε φιλαράκι έχεις και κιθάρα; Φέρτην να σας παίξω κάνα τραγουδάκι να ευθυμήσουμε… ‘’ του είπε μπουκωμένος ενώ συνέχισε να γεμίζει τα ποτήρια τους με κρασί.

Ο Σπύρος τους κοίταζε ευχαριστημένος και τους χάιδευε τρυφερά με το βλέμμα του. Δεν είχε αγγίξει ακόμα τίποτα απ’ τα φαγητά, μονάχα ρουφούσε το κρασί που του γέμιζε ο Κώστας κάθε τρεις και λίγο. Θυμήθηκε ξανά το τραγούδι της Μοσχολιού που άκουσε χθες βράδυ.

‘’Άνθρωποι μονάχοι σαν ξερόκλαδα σπασμένα, σαν ξωκλήσια ερημωμένα, ξεχασμένα. Άνθρωποι μονάχοι σαν ξερόκλαδα σπασμένα, σαν ξωκλήσια ερημωμένα, σαν κι εσένα σαν κι εμένα…’’

Σηκώθηκε να του κάνει το χατίρι και να του φέρει την κιθάρα του γιού του που τη ζήτησε. Ο Κώστας σκούπισε στα γρήγορα τα χέρια του κι έπιασε την κιθάρα ενθουσιασμένος.

‘’Λοιπόν, θα σας παίξω το πρώτο τραγούδι που μου έμαθε να παίζω ο πατέρας μου όταν ήμουν ακόμα πιτσιρικάκι. Ήταν τραγουδιστής ο μακαρίτης κι είχε μια φωνή σαν αηδόνι…’’ τους είπε με ένα χαμόγελο νοσταλγίας στη θύμησή του.

‘’Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει,  εμείς που ζήσαμε φτωχοί

του κόσμου η βροχή δε μας πειράζει,  εμείς που ζούμε μοναχοί

Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες

τα καλοκαίρια μας μικρά  κι ατέλειωτοι οι χειμώνες…’’

Η Έλλη άφησε τον Οδυσσέα στην καρέκλα της και σηκώθηκε να χορέψει παραπατώντας απ’ το κρασάκι που την είχε ήδη ζαλίσει. Ο σκύλος γάβγιζε που ξεβολεύτηκε απ’ την αγκαλιά της και τα δυο παιδιά δίπλα της άρχισαν τα παλαμάκια για να την ενθαρρύνουν.  Ο Σπύρος αφέθηκε στην ωραία φωνή του φίλου του που γραντζουνούσε την κιθάρα με μαεστρία και σκέφτηκε πως τελικά η Ελένη έχασε που έφυγε, ενώ αυτός μέσα σ’ ένα βράδυ γνώρισε ανθρώπους που ποτέ ίσως δε θα συναντούσε και ποτέ δε θα του δινόταν η ευκαιρία να νιώσει τόσο όμορφα ανάμεσά τους.

‘’Μην κλαις και μη φοβάσαι το σκοτάδι εμείς που ζήσαμε φτωχοί, του κόσμου η απονιά δε μας τρομάζει, θα έρθει και για μας μια Κυριακή’’, σιγοτραγούδησε κι αυτός σιγοντάροντας τον Κώστα που τα μάτια του συνέχισαν να γυαλίζουν και να λάμπουν από χαρά.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη