Φέτος περισσότερο από ποτέ νοστάλγησε πολύ την άνοιξη. Ατέλειωτες οι παγερές εκπλήξεις του φετινού χειμώνα κι αυτός ο ήλιος, να μη λέει να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους. Κακόκεφος, αχνός, με λιγοστές ακτίνες, σαν να το σκέπτεται πολύ να τις στρέψει στους παγωμένους ένοικους της γης. Εκείνη, τις περιμένει κάθε πρωί με περίσσια ανησυχία, γιατί και η δική της παγωνιά δεν λέει να καταλαγιάσει.
Βγαίνει συνέχεια στην αυλή του σπιτιού και από συνήθεια κοιτάζει ψηλά σε μια γωνιά απόμερη μήπως κι έχουν φανεί τα χελιδονάκια της άνοιξης, που κάθε χρόνο έρχονται να της θυμίσουν το πέρασμα των εποχών, το κύλισμα του χρόνου. Η φωλιά, που έφτιαξαν πριν χρόνια είναι άδεια. Ακόμη και αυτά αργούνε φέτος να έλθουν.
Αφηρημένα κοιτάζει σήμερα τον ουρανό. Μια υποψία από γαλάζιο και λίγα τουλουπένια συννεφάκια σταματούν για λίγο κι ύστερα συνεχίζουν γοργά τους σχηματισμούς τους. Ότι μπορείς να φανταστείς βάζει ο νους, βλέποντας τα βαθιά παιχνιδιάρικα σχέδια τους. Κάποτε, αλλά ακόμη και τώρα πιο αχνά ίσως, αλλά σταθερά μολονότι δεν είναι προληπτική, θεωρεί ως οιωνό το γρήγορο πέρασμα τους. Όταν τρέχουν τα σύννεφα, νοιώθει πάντα την ίδια αναστάτωση αναμονής κάποιου συμβάντος. Δεν μπορεί να το ερμηνεύσει, μα όταν τα βλέπει να τρέχουν, ένα αδιευκρίνιστο συναίσθημα να τυλίγει την ψυχή της.
Σήμερα, επιπλέον, είχε ένα παράξενο προαίσθημα που απασχολούσε τη σκέψη της. Μη έχοντας ένα συγκεκριμένο πλάνο, ώστε να μπορέσει να διοχετεύσει την ενέργεια που συσσωρευόταν σιγά σιγά εντός της, νόμισε πως θα συμβεί κάποια εσωτερική έκρηξη. Η απασχόληση με τους φρεσκοφυτεμένους βολβούς στον κήπο ευτυχώς τη συνεπήρε κάπως και έτσι καθυστέρησε λίγο να ανταποκριθεί στο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Διαισθανόταν πως κάποιος προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Πριν μπει στο σπίτι αφηρημένα κοίταξε τον ουρανό. Είδε δυο μικρά ακτινωτά σύννεφα να τρέχουν. Χαμογέλασε αχνά. Τα σχέδια τους ήταν της απόλυτης αρεσκείας της! Σχημάτιζαν, λες, φτερά δύο μικρών αγγέλων. Έτσι της φάνηκε, ίσως όμως και να οφειλόταν στο μεγάλο θαυμασμό που έτρεφε πάντα σε αυτές τις υπέρτατες έννοιες.
Σήκωσε το ακουστικό. Ήταν εκείνος, ο Νταβίντ.
«Λυπάμαι!» άκουσε να της λέει.
Αυτή τη λέξη ξεχώρισε από όλες. Αυτή η λέξη αποθηκεύτηκε μελαγχολικά στο μυαλό της. Ήταν η ηχηρότερη της τηλεφωνικής επικοινωνίας, που δοκίμαζε αιχμηρά την ηρεμία της ψυχής, του μυαλού, της ζωής της.
«Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι, δεν θα μπορέσω να έλθω» της είπε. «Το ξέρω, στο είχα υποσχεθεί και για άλλη μία φορά αθετώ υποσχέσεις. Θέλω να καταλάβεις την πίεση που έχω να τελειώσω τη διατριβή. Ξέρεις και από δική σου εμπειρία πόση υπομονή απαιτεί αυτή η εργασία. Μην ξεχνάς, εσύ ήσουν πάντα περισσότερο εργατική από εμένα και με τους σωστούς προγραμματισμούς σου τελείωνες έγκαιρα τις υποχρεώσεις σου. Ενώ εγώ, έλα, ξέρεις πολύ καλά, η νωχέλεια είναι το χαρακτηριστικό μου. Αλλά θα τα καταφέρω όμως, στο υπόσχομαι και γρήγορα, μόλις κάπως αναπνεύσω από την πίεση αυτή, θα έλθω να αναπληρώσω το διάστημα της απουσίας μου. Ναι, το καταλαβαίνω είμαι ασυνεπής. Όμως και την τελευταία φορά που μιλήσαμε, σου το είχα πει. Πνίγομαι, κυριολεκτικά πνίγομαι. Mε πιστεύεις, έτσι δεν είναι; Θέλω να το πιστέψεις, θα βρω χρόνο και να το ξέρεις, σε διαβεβαιώνω δεν υπάρχει άλλος λόγος…» κ.λπ., κ.λπ….
Δεν ήθελε να ακούσει άλλο για τα λοιπά, γιατί ξαφνικά διαισθάνθηκε πως κάθε νέα φορά θα άκουγε μια παρόμοια δικαιολογία. Αυτή η φορά όμως πίστεψε πως ήταν ουσιαστική. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να ακούσει κάτι άλλο. Κατέβασε απαλά το ακουστικό του τηλεφώνου χωρίς να απαντήσει στη συνέχεια των αιτιολογιών.
Βούλιαξε στην αγαπημένη πολυθρόνα να ξαποστάσει, νομίζοντας ότι ζούσε ένα απίστευτο παραλογισμό, ανίκανη παντελώς να τον διαχειρισθεί. Σηκώθηκε ξαφνικά από την τελμάτωση των συλλογισμών. Βγήκε στην αυλή να αναπνεύσει. Την ανακούφισαν τα ψαλιδίσματα κουρασμένων χελιδονιών πάνω από το κεφάλι της. Ασυναίσθητα χαμογέλασε. «Ήλθατε λοιπόν» ψιθύρισε. Ήταν όμορφη και γαλανή η ημέρα. Κοίταξε πάλι ψηλά τον ουρανό. Δύο μικρά ζωηρά συννεφάκια έτρεχαν βιαστικά, σαν να κυνηγούσε το ένα το άλλο.
Μπήκε μέσα στο σπίτι. Το τηλέφωνο ξανακτύπησε, ήταν ο ίδιος πάλι αλλά δεν το σήκωσε. Δεν θέλησε να μιλήσει περισσότερο μαζί του. Αποφάσισε να βγει έξω. Θα πήγαινε στο κοντινό πάρκο, εκείνο με τις μικρές λιμνούλες, τα παρτέρια και τις ανθισμένες τριανταφυλλιές. Πώς μοσχομύριζαν τα τριαντάφυλλα αυτή την εποχή! Όταν ήθελε να ξεκουραστεί, εκεί πήγαινε να χαλαρώσει, να σκεφθεί ή να πάρει κάποιες αποφάσεις.
Ο δροσερός ανοιξιάτικος αέρας την ωφέλησε προσωρινά. Γύρισε όμως κακόκεφη στο σπίτι. Το βράδυ κοιμήθηκε αργά, είχε δύσκολο ύπνο και είδε αλλόκοτα όνειρα. Το πρωί σηκώθηκε, πήρε λιτό πρωινό και κατέβασε από το πατάρι τη γκρενά βαλίτσα. Έριξε μέσα λιγοστά πράγματα, έκανε στη συνέχεια μερικά τηλέφωνα που θεώρησε απαραίτητα και τηλεφώνησε για ταξί.
Το μυαλό της μηχανικά ακολουθούσε το σώμα της. Φεύγοντας είδε πάλι χελιδόνια να πετούν βιαστικά στη φωλιά της αυλής. Χάρηκε που τα είδε. Τα εξέλαβε σαν μήνυμα και, σταματώντας στην έξοδο, έστρεψε ψηλά το κεφάλι και τα χαιρέτησε σιωπηλά. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πότε θα τα ξανάβλεπε.
Στο τρένο που επέλεγε, όπως πάντα, να ταξιδεύει, αφέθηκε στο βαθύ κάθισμα κοιτώντας αφηρημένα τις διαδρομές. Κάποια στιγμή νόμισε πως αποκοιμήθηκε. Άνοιξε τα μάτια της. Δεν ήξερε και η ίδια πόσο διάστημα ταξίδευε. Αυτό που ήξερε ήταν πως βιαζόταν να σκεφθεί, βιαζόταν να προφθάσει. Τι ακριβώς, δεν ήξερε. Το τρένο έτρεχε μαζί με τις σκέψεις της και τα σχέδια της, που τώρα της φάνταζαν αχνά και ιδιαίτερα μελαγχολικά.
Στη συνέχεια της φάνηκε πως αυτή η διαδρομή αργούσε να τερματίσει. Ίσως επειδή η ίδια βιαζόταν να φθάσει στον προορισμό της. Άνοιξε το αγαπημένο της περιοδικό, που πρόλαβε και αγόρασε από το σταθμό, μήπως διαβάσει κάτι για να αποσπάσει το μυαλό της από τις ίδιες και ίδιες σκέψεις που κάλυψαν ξαφνικά το νου. Δεν τα κατάφερε και αφού το έκλεισε, έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Βουλιαγμένη κυριολεκτικά στην βαθιά πολυθρόνα της κουκέτας κοίταξε τελείως αφηρημένα από το παράθυρο. Ένα άλλο τρένο έτρεχε γρήγορα, έτσι της φάνηκε, σε αντίθετη κατεύθυνση. «Κάποιοι επιστρέφουν» σκέφτηκε. Άραγε σε πόσες ημέρες θα έπαιρνε και εκείνη το τρένο της επιστροφής, δεν ήξερε. Διέκρινε αμυδρά άγνωστες φιγούρες στα παράθυρα του τρένου της αντίθετης τροχιάς. Ξανάκλεισε τα μάτια της μήπως και κατάφερνε να κοιμηθεί ξανά.
Ο άνδρας της κουκέτας στο διπλανό τρένο της επιστροφής, που ακολουθούσε αντίθετη τροχιά από το δικό της τρένο, με αφημένη την εφημερίδα στα γόνατά του είχε κλείσει τα μάτια και βυθισμένος στη σιωπή προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Κρατούσε σφικτά στα χέρια του ένα κλειδί με μπρελόκ ασημένιο με χαραγμένο κάποιο αρχικό. Το κρατούσε στην κλεισμένη παλάμη του σφικτά, ύστερα άνοιγε την παλάμη το κοίταζε σκεφτικός και αφηνόταν στη συνέχεια στις σκέψεις του. Καθισμένη απέναντι του η χαριτωμένη κυρία με το μικρό κορίτσι, προσπάθησε τόσο η ίδια όσο και η μικρή, με παιδιάστικες ερωτήσεις, να αρχίσουν μαζί του συζήτηση. Παραιτήθηκαν γρήγορα, γιατί ο ίδιος έδειξε με ευγένεια ότι δεν είχε καμία διάθεση για συνομιλίες. Έκλεισε γρήγορα τα μάτια του δείχνοντας κοιμισμένος κι αυτό αποθάρρυνε τις συνεπιβάτιδες για οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια προσέγγισής του.
Όταν το τρένο σταμάτησε εκείνη άρχισε να νοιώθει μια παράξενη ταραχή. Ήξερε πώς θα έπρεπε να χειρισθεί τη συνάντηση, που είχε επιχειρήσει να τολμήσει με πολύ προσοχή και ψυχραιμία. Η διαδρομή έτσι κι αλλιώς, μολονότι είχε περάσει μεγάλο διάστημα από την τελευταία φορά της, ήταν ιδιαίτερα γνωστή κι έτσι έδωσε σαφείς οδηγίες στο ταξί που θα την οδηγούσε στο σπίτι της οδού Tattegrain.
Κοίταζε με συγκίνηση και μεγάλη προσοχή τα κτίρια της λεωφόρου, που διάσχιζε το όχημα, τους φοίνικες κατά μήκος του δρόμου, τις νέες κατασκευές. Είχε περάσει τόσο μεγάλο διάστημα από την τελευταία φορά, που είχε έλθει. Δεν ήταν δική της η επιλογή αυτή. Εκείνος με ασαφείς αιτιολογίες της έλεγε πάντα πως προτιμούσε να την επισκέπτεται ο ίδιος. Μολονότι δεν καταλάβαινε αυτή την απόφασή του, δεν έφερε αντίρρηση να συναντιούνται στο δικό της χώρο, όταν ίδιος είχε χρόνο και το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις του.
Όσο πλησίαζε το ταξί να φθάσει στον συγκεκριμένο προορισμό, ή ίδια ένοιωθε ένα βαθύ σκίρτημα και μια αδιόρατη υγρασία στα μάτια. Έλεγε από μέσα της συνεχώς όσα είχε σχεδιάσει να πει. Όταν έφθασε, ένοιωσε μεγάλη συγκίνηση και τα πόδια της ασταθή. Άτολμο και διστακτικό το χέρι της χτύπησε το κουδούνι αρκετές φορές και μη παίρνοντας απάντηση, αποφάσισε να ανοίξει η ίδια. To κλειδί σε ασημένιο μπρελόκ με χαραγμένο πάνω αρχικό ονόματος ήταν καλά φυλαγμένο εδώ και χρόνια περισσότερο στην καρδιά της παρά στην κλειδοθήκη του σπιτιού της.
Μπήκε μέσα στο σπίτι, το βρήκε άδειο. Γύρισε αργά αργά όλα τα δωμάτια. Της φάνηκε σαν να υπήρχε πρόσφατη παρουσία. Νόμισε επιπλέον ότι η ατμόσφαιρα ήταν ελαφρά αρωματισμένη από απαλό γυναικείο άρωμα. Ίσως και αν ήταν ιδέα της. Γνώριμοι οι χώροι του σπιτιού της δημιούργησαν μια ελαφριά ζαλάδα και συγκίνηση, που προσπάθησε να ελέγξει για να μπορέσει να σκεφθεί τις επόμενες κινήσεις της.
Περιπλανήθηκε σε όλους τους χώρους. Τίποτε δεν είχε αλλάξει από την τελευταία φορά, που είχε αφήσει το πέρασμα της. Διάστημα μεγάλο χρονικά και τεράστιο επίσης στην ψυχή της. Ένοιωσε ξαφνικά μια ανυπόφορη κούραση να της μουδιάζει τα μέλη. Σκέφθηκε να του τηλεφωνήσει. Αδυναμία επικοινωνίας με την άλλη γραμμή. Η παγερή μαγνητοφωνημένη φωνή την ενημέρωνε πως αν ήθελε, μπορούσε να αφήσει μήνυμα στο συνδρομητή. Όχι δεν ήθελε να αφήσει κανένα μήνυμα. Η έκπληξη, που αιφνίδια είχε προετοιμάσει κατέρρεε στο άδειο αυτό σπίτι. Κάθισε στην πολυθρόνα του, που πάντα με περίσσια τρυφερότητα της την παραχωρούσε εκείνος και βούλιαξε στα μαλακά μαξιλάρια της. Ένοιωσε την ανάγκη να αποκοιμηθεί μη έχοντας αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. Κάτι σαν νάρκη άρχισε να κατακλύζει το σώμα της.
Την ξύπνησε γύρισμα κλειδιού στην πόρτα, σηκώθηκε αναστατωμένη, είχε ήδη νυχτώσει. Το φως, που άναψε ξαφνικά τρόμαξε ιδιαίτερα τόσο την ίδια όσο και τη νεαρή γυναίκα αντίστοιχα, που στεκόταν έντρομη απέναντι της, κρατώντας από το χέρι ένα πολύ μικρό κορίτσι που κι εκείνο με τη σειρά του την κοίταζε με απεριόριστη απορία.
Την εντυπωσίασε περισσότερο το παιδί, περισσότερο ίσως και από τη νεαρή γυναίκα, σχεδόν την τρόμαξε. Ήταν ολόιδια ο Νταβίντ. Δεν ήξερε τι να πει, ένοιωσε να στεγνώνει το στόμα της και να νοιώθει αδύναμη να αρθρώσει έστω και μία λέξη. Κάποια στιγμή ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της, σηκώθηκε ίσιωσε το μαλλιά και το φόρεμα της και κατάφερε να πει με τρεμουλιαστή φωνή το όνομά της και ότι περίμενε τον Νταβίντ. Η νεαρή γυναίκα την κοιτούσε επίμονα, μη μπορώντας και η ίδια με τη σειρά της να αρθρώσει λέξη. Όρθιες και αντιμέτωπες οι δύο γυναίκες κοιτούσαν η μία την άλλη με την ίδια απορία. Κάποια στιγμή ξεπερνώντας την τεράστια έκπληξη, αποφάσισαν να μιλήσουν.
Εν τω μεταξύ το τρένο όταν έφθασε στον τερματικό σταθμό ο κομψός κύριος αποχαιρετώντας ευγενικά τη νεαρή συνεπιβάτιδα και το μικρό κορίτσι κατέβηκε βιαστικά. Κρατούσε μόνο μια μικρή βαλίτσα. Μη ξέροντας γιατί γύρισε και κοίταξε το τρένο που άδειαζε από βιαστικούς επιβάτες. Σκέφθηκε πως του άρεσαν πολύ τα τρένα για τα ταξίδια του. Εκείνη του είχε μεταδώσει την προτίμηση αυτού του τρόπου ταξιδιού σαν πλέον σίγουρου και απολαυστικού. Είχαν κάνει πολλά ταξίδια μαζί, απολαμβάνοντάς τα κάθε φορά με σταθερό αλλά και διαφορετικό τρόπο παράλληλα.
Το ταξί τον έφερε σχετικά γρήγορα στη νεοκλασική κατοικία της οδού Χρυσανθέμων. Κρατούσε συνέχεια σταθερά το ασημένιο μπρελόκ με το χαραγμένο αρχικό γράμμα. Χτύπησε το κουδούνι, ακουμπώντας τη μικρή βαλίτσα στα πόδια του. Η πόρτα δεν άνοιξε. Αποφάσισε να της τηλεφωνήσει.
Εκείνη μιλούσε με τη νεαρή γυναίκα στο σπίτι της οδού Tattegrain όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν εκείνος. Κοίταξε λίγα δευτερόλεπτα το όνομά του στην οθόνη και το έκλεισε, συνεχίζοντας τη σιγανή συζήτησή της με τη νεαρή γυναίκα. Μιλούσαν περισσότερο από δύο ώρες προσπαθώντας να βάλουν σε μια τάξη τα γεγονότα που και τα κομμάτια της παράλληλης ζωής τους. Η αρχική τους έκπληξη και αμηχανία είχε δώσει τη σειρά της σε μια μελαγχολική κατήφεια και στη συνέχεια σε περισσότερο ήρεμη κατάσταση. Άκουγε προσεκτικά η μία την άλλη, χωρίς να διακόπτεται ο μονόλογός τους.
Το μικρό κορίτσι είχε ήδη αποκοιμηθεί στο διπλανό δωμάτιο. Οι ίδιες μιλούσαν σιγανά. Ανησυχούσαν μη φθάσουν οι ψίθυροι τους μέχρι σε αυτό. Κάποια στιγμή σηκώθηκαν και οι δύο να δουν αν πράγματι κοιμάται και αν είναι καλά σκεπασμένο. Τέσσερα χέρια απλώσανε τη μικρή κουβέρτα πάνω του και τα ίδια χέρια το χάιδεψαν τρυφερά στο μέτωπο. Ήταν το παιδί του συζύγου της νεαρής γυναίκας, ήταν το παιδί του Νταβίντ .
Διπλές ζωές, διπλά αισθήματα, παράλληλοι βίοι. Το αποτέλεσμα; Ένα τεράστιο κενό, πλαισιωμένο με θλίψη, απορία και στεγνά, άδεια συναισθήματα, για τα οποία και οι δύο πλέον δεν ήθελαν εξηγήσεις, δεν ήθελαν απαντήσεις. Στη συνέχεια ένοιωσαν ξαφνικά απίστευτα ίδιες και άλλο τόσο ενωμένες. Το ξημέρωμα τις βρήκε να μιλούν. Το παιδί κοιμόταν ακόμη βαθιά. Ετοιμάσανε μαζί πρωινό. Πήγανε αργότερα μαζί τη μικρούλα στο σχολείο, η οποία εξακολουθούσε να κοιτάζει και τις δύο απορημένη. Αργότερα η μητέρα θα της εξηγούσε, της το υποσχέθηκε και εκείνη υπάκουσε. Οι δυο τους στη συνέχεια, αφού αποχαιρέτησαν το παιδί, περιπλανήθηκαν στην πόλη να τις χτυπήσει ο καθαρός αέρας, να σκεφθούν μαζί για τις αποφάσεις τους, τις οποίες μάλλον γνώριζαν η κάθε μία ξεχωριστά για τον εαυτό της, με κοινό όμως σημείο αναφοράς το Νταβίντ.
Το βράδυ κοιμήθηκε αποκαμωμένη στον καναπέ με την πράσινη στόφα και τα μικρά μεταξωτά μαξιλαράκια. Είχαν αναπαυθεί με τον Νταβίντ σε αυτόν πλάι πλάι πόσες, αμέτρητες φορές. Η νεαρή γυναίκα δεν την άφηνε να φύγει επ’ ουδενί να πάει σε ξενοδοχείο. Την επομένη ημέρα πήραν πάλι μαζί και οι τρεις πρωινό. Πήγαν τη μικρή στο σχολείο και ύστερα αφού περιπλανήθηκαν σιωπηλές, τη συνόδευσε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό. Πριν αποχαιρετισθούν τη ρώτησε αν ήταν σκόπιμο, αν το σκεπτόταν δηλαδή, να περιμένει το Νταβίντ. Θα επέστρεφε σε δύο, το αργότερο τρεις ημέρες. Τόσο θα κρατούσε το συνέδριο στη διπλανή πόλη, έτσι τουλάχιστον της είχε πει. Η ίδια αρνήθηκε ευγενικά και μη θέλοντας να δώσει συνέχεια στο θέμα, χαιρέτησε σχεδόν τρυφερά τη νεαρή γυναίκα, μπήκε στο βαγόνι και βούλιαξε στην πολυθρόνα του κουπέ.
Όταν ξεκίνησε το τρένο αφέθηκε να κοιτάει αφηρημένα το τοπίο με στεγνά μάτια. Άνοιξε μηχανικά την τσάντα της να βρει τα γυαλιά της αναζητώντας παράλληλα το ασημένιο μπρελόκ με το χαραγμένο αρχικό «D», που ποτέ δεν αποχωριζόταν. Δεν το βρήκε. Ξαφνιάστηκε, θα το ξέχασε ίσως στο σπίτι του Νταβίντ. Χαμογέλασε μελαγχολικά.
Τα δύο μπρελόκ τα είχε αγοράσει η ίδια σε εκείνο το ταξίδι τους στο Ελσίνκι. Είχε ζητήσει από το συμπαθητικό υπάλληλο του καταστήματος να χαράξει τα αρχικά του ονόματός τους και είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο ότι αυτά τα μπρελόκ με τα κλειδιά αντίστοιχα των σπιτιών τους, είχαν διπλή σημασία γι’ αυτούς. Ήταν σαν δακτυλίδια αγάπης και θα έπρεπε να τα κρατούν πάντα μαζί τους, σαν να τα φορούσαν. Πρώτη φορά μετά από χρόνια αυτό το συμβολικό μπρελόκ δεν υπήρχε στα πράγματά της. Έκλεισε τα μάτια της, ήθελε πολύ να κοιμηθεί αλλά μάλλον δεν θα τα κατάφερνε. Έφερε στο νου της την εικόνα του μικρού κοριτσιού. Πόσο πολύ έμοιαζε του Νταβίντ. Ήταν μια μικρή γλυκιά μικρογραφία του. Μελαγχόλησε ξανά στη σκέψη αυτή. Περισσότερο τη μελαγχόλησε η εικόνα της νεαρής γυναίκας, τα έκπληκτα μάτια της όταν την άκουγε να της μιλά για τις προοπτικές, όπως τις είχε χαράξει στο νου της, για τη ζωή της με το Νταβίντ, όπως και ο ίδιος εξάλλου τις είχε σχεδιάσει και για τους δυο τους. Η νεαρή γυναίκα αρκετά συλλογισμένη της είπε ότι στο διάστημα αυτών των δύο ημερών σκέφθηκε πολλά και για τη δική της ζωή και γρήγορα θα έπαιρνε τις δικές της αποφάσεις.
Άνοιξε κάποια στιγμή τα μάτια της από τη νάρκη της θλίψης, που είχε υποβάλλει τον εαυτό της και κοίταξε αφηρημένα ένα τρένο να πηγαίνει σε αντίθετη κατεύθυνση από το δικό της. Κάποιοι επιστρέφουν σκέφθηκε και έπεσε το βλέμμα της στο ακριβώς απέναντι βαγόνι από το δικό της. Διέκρινε μια σκυφτή ανδρική φιγούρα, ένα κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του άνδρα, λίγα μέτρα μακρύτερα της. Κοίταξε καλύτερα, της θύμισε τον Νταβίντ. «Καμώματα του νου και παραισθήσεις» σκέφθηκε και έκλεισε πάλι τα μάτια της, την ώρα όμως που ο συγκεκριμένος άνδρας σήκωνε το κεφάλι του και έκπληκτος έριχνε το βλέμμα του προς αυτήν. Το δικό της τρένο είχε ήδη απομακρυνθεί.
Όταν το τρένο έφθασε στον προορισμό του, με τη μικρή γκρενά βαλίτσα της βγήκε στην αποβάθρα, νοιώθοντας το σώμα της μολυβένιο, το κεφάλι της σκοτεινό και βαρύ. Στο ταξί, που την πήγε στο σπίτι δεν κατάλαβε καν τις ερωτήσεις του οδηγού, αλλά της έκανε εντύπωση που την κοίταζε περίεργα από τον καθρέπτη, ρωτώντας την κάποια στιγμή αν είναι καλά.
Έφθασε στο σπίτι και αφηρημένα κοίταξε τη φωλιά των χελιδονιών. Τα αγαπημένα της είχαν πολλαπλασιασθεί. Αυτό την έκανε να χαμογελάσει. Στη συνέχεια, όπως της άρεσε πάντα, κοίταξε τον ουρανό. Είδε δυο μικρά τουλουπένια συννεφάκια να τρέχουν. Στάθηκε λίγο στο θέαμα αυτό, που πάντα της άρεσε αλλά και που το εκλάμβανε σαν μήνυμα. Ένοιωθε ήδη πολύ κουρασμένη και δεν έδωσε συνέχεια στη σκέψη της.
Άνοιξε την πόρτα μπήκε, μέσα στο σπίτι. Αφήνοντας τη βαλίτσα στο χολ, το βλέμμα της έμεινε μετέωρο στο τραπεζάκι με το μικρό κρυστάλλινο μπολ, που άφηνε τα κλειδιά. Βρήκε μέσα το ασημένιο μπρελόκ με το αρχικό της γράμμα.
Εκείνο το μπρελόκ που χρόνια πριν είχε χαρίσει στον Νταβίντ, όχι σαν δώρο, αλλά σαν υπόσχεση για το παρόν και για το μέλλον…
Αφήστε το σχόλιο σας