“Χάιδω και Σωτηράκης – Το γράμμα της Χάιδως στον Σωτηράκη”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Ακούστηκε η αυλόπορτα να τρίζει. Κάποιος είχε έρθει. Ο Γκέκας, το κοκονάκι που είχανε, φύλακας σωστός, κίνησε να  γαυγίζει ώσπου είδε ότι ήτανε ο κυρ-Μπάμπης ο ταχυδρόμος και λούφαξε πάλι πίσω στη γωνιά του.

-Καλημέρα Ματούλα, αυτού ίσι; Αυτού παν ίσι λιέου;, φώναξε φτάνοντας στη ρίζα απ’ σκάλα, μπα και γλίτωνε τ’ ανέβασμα.

Ο κυρ-Μπάμπης κι η κυρά-Ματούλα, συμμαθητές απ’ το Δημοτικό, χρόνια γνωρίζονταν. Τα παιδιά τους συμμαθητές κι αυτά. Η μοναχοκόρη του κυρ-Μπάμπη, η Αγορίτσα κι ο Σωτηράκης της κυρα-Ματούλας, φίλοι καρδιακοί ως τα τώρα. Κρυφή ελπίδα του πατέρα της να την παντρέψει με το καλύτερο παλληκάρι του χωριού.

-Αααχ… κρυφαναστέναξε ο κυρ-Μπάμπης κοιτώντας τον φάκελο που κράταγε στα χέρια του.

-Μωρή Ματούλα, έβγα όξω σι λέου, ιέχ’τε γράμμα!

Το κεφάλι της κυρά-Ματούλας φάνηκε στο παράθυρο. Έπειτα, την είδε που βγήκε με φούρια στο κεφαλάρι της πόρτας.

-Κι απές πους έχουμ’ γράμμα ωρέ βλογημένε, θα του βγάλουμ’ τελάλιη; τάχαμου τον μάλωσε καθώς σκούπιζε τα χέρια της στη ποδιά της και κίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά σβαρνώντας τις παντούφλες της.

-Θα ‘ρθεις να σι φιλέψου κάνα μιζέ; Τηγανίζου κιφτέδις!

-Αμ του κατάλαβα, μοσχουβόλισ’ ους ιδώ! Άϊ, τι μι κάν’ς ίετσ’! Διν μπουρώ, ιέχου να παραδώσου ως κάτ’ στου Μύλου του Διαμάντ’, διν προφταίνου.

-Άϊ καλά, άλλ’ φουρά άμα ματάρθ’ς. Τι γράμμα έχουμ’;

-Για τουν κανακάρη σ’ ίνι, απού κάποια Κοτιά. Χάιδου Κοτιά λιέει ιδώ.

-Αϊ γιέμ! Αυτ’νή την ίν’ η νύφη μ’! Να ‘νι για καλό Παναϊα μ’!

-Ιέλα, πάψι, αμέσους στου κακό ου νους σ’!

-Φέρτου ιδώ, θα του το δώκω ιγώ σαν γυρίσ’ απ’ όξου.

-Εμ, το θ’κό μ’ του κουρίτσ’ διν σ’ έκανι, άει να συνενογιέστι τώρα μι τα γράμματα.

-Τι μολογάς αυτού μωρέ! Ιγώ την διάλιξα λες; Μόνος τ’ την βρήκι, μόνος τ’ τ’ απουφάσισι! Άϊ πάψι κι η Αγουρίτσα σ’ θα ‘χ’ τύχη χρυσή, να μ’ του θυμηθείς!

«Άααχ» ξανά-αναστέναξε ο κυρ-Μπάμπης και κουνώντας το κεφάλι του σε χαιρετισμό κίνησε να φύγει.

Η κυρά-Ματούλα, απ’ την άλλη, τράβηξε προς τα πάνω στη σκάλα. Με το αριστερό της χέρι βάσταγε τα φουστάνια της να μην περδικλωθεί και με το δεξί της χέρι κρατούσε το φάκελο ψηλά, μπας και στο κρύο φως του Δεκέμβρη ξέκλεβε κάνα φωνήεν από το πολύτιμο περιεχόμενο του φακέλου.

Μέχρι να έρθει η ώρα μία το μεσημέρι, που μαζεύονταν όλοι στο σπίτι για το μεσημεριανό, δεν την χωρούσε ο τόπος! Έφτιαξε τους κεφτέδες. Έβρασε και ρυζάκι σπυρωτό. Μαγείρεψε και μια σάλτσα κόκκινη με φρέσκια ντοματούλα. Έστρωσε τραπέζι. Έκανε… Έκανε… Έκανε… Και ανάμεσα σε κάθε δουλειά, πήγαινε δυο και τρεις φορές στη σάλα κι έπαιρνε στα χέρια της τον φάκελο από το συρτάρι της σερβάντας. Τον κοίταγε από δω, τον κοίταγε από κει, τον ξανάβαζε μέσα. Ξεφύσαγε και πήγαινε πάλι πίσω στις δουλειές της.

Κάποια στιγμή, γύρισε ο άντρας της μαζί κι ο γιός της. Μπήκανε από την πίσω πόρτα, αυτή που έβγαζε στην πρόχειρη τραπεζαρία δίπλα στην κουζίνα.

-Α, θ’μ’θήκατι που είν’ το σπίτ’; τους πήρε απ’ τα μούτρα η κυρά-Ματούλα.

Κόκαλο μείνανε κι οι δυο τους και την κοιτάζανε.

-Μπα! Τι έπαθις ισύ κι σκούζ’ς έτσι α΄; τη ρώτησε ο κυρ-Γιώργος.

-Τίπ’τις διν ίπαθα! Είν’ η ώρα να φάμι κι ιγού σας καρτιράου!

-Από πότε μας καρτιράς απ’ τ’ς δωδικάμισ’ να ιρθούμι για φαϊ μάνα; τη ρώτησε κι ο Σωτήρης απορημένος.

-Α πάψι ισύ, απ’ θα βγάλις κι γλώσσα στη μάνα σ’ κι τράβα αυτού μέσα στη σάλα απ’ ίφιρι ιένα γράμμα για τ’ λόγου σ’ ου κυρ-Μπάμπης πουρνό-πουρνό σήμερις!

-Γράμμα; Τι γράμμα; Για μένα; Απού ποιόν;

-Ούτι κι ξέρου, δεν του κοίταξα κιόλας! Είχα κι δ’λειές!

-Καλά, καλά ντε! Τι κάν’ς ιέτσ’;

Πήγε ο Σωτηράκης στη σάλα, κοιτάει ένα γύρω στο δωμάτιο στα έπιπλα και δεν είδε τίποτα.

-Που το ‘βαλις μάνα; φωνάζει να τον ακούσει η μάνα του που ήταν στην κουζίνα και σερβίριζε. Καμία απόκριση.

-Μάνα!

-Ναι; Τι φουνάζ’ς ιέτσι; Αυτήν την ανατρουφή σ’ ‘δωκα ιγώ; Τι θες;

-Βρε μανούλα μ’, βρε κοκόνα μ’, του γράμμα λέου, που το ‘χ’ς;

-Του γράμμα;… Του γράμμα;… έκανε η κυρά-Ματούλα πως δεν καταλάβαινε. Κι έπειτα, σαν να της ήρθε η θεία επιφοίτηση, τινάχτηκε.

-Α, του γράμμα λιες! Ναι, παιδί μ’, κάπου αυτού μέσα θα τ’ απόθισα, πάνω στη φούρια μ’ με τ’ς δ’λειές μ’ που να θυμάμι! Εεε… Για τήρα αυτού μέσα στου συρτάρ’ απ’ την σιρβάντα!

Α, όλα κι όλα. Έτσι ήταν η κυρά-Ματούλα. Μπορεί να καίγονταν απ’ την περιέργεια και να πέθαινε να μάθει τι στην ευχή έλεγε επιτέλους αυτό το γράμμα, αλλά ποτέ δεν θα το έδειχνε σε κανέναν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε, ότι δεν το έδειχνε!

-Άιντε, ιλάτι να φάμι κι θα πιάσ’ απόγιμα!

Ο Σωτήρης, συνοφρυωμένος, στεκότανε ακριβώς κάτω απ’ το κάσωμα της πόρτας που οδηγούσε από την σάλα στην τραπεζαρία. Είχε ανοίξει τον φάκελο και διάβαζε το γράμμα. Κοκκίνησε. Πρασίνισε. Ξανά-κοκκίνησε. Ξεφύσηξε με νεύρο, δίπλωσε μ’ απότομες κινήσεις φάκελο και γράμμα μαζί τσάτρα-πάτρα και το ‘χωσε στη μέσα τσέπη απ’ το σακάκι του.

Καθίσανε να φάνε. Ο πατέρας του, αχάλαγος, σημασία δεν έδωσε στο συμβάν. Τη μάνα του, όμως, αν την έπιανες από την μύτη θα έσκαγε!

-Καλά βρε Γιώργου, ντιπ αναίσθητους ίσι πια; Διν του γλιέπ’ς του πιδί που το ‘νι να σκάσ’; Πες κάτ’!

Ο κυρ-Γιώργος άφησε το πηρούνι με την μπουκιά κάτω, κοιτάζει μία τη γυναίκα του μπουκωμένος και έπειτα κοιτάζει και τον γιό του. Ξεροκαταπίνει ο δόλιος και ρωτάει:

-Τι είνι πιδί μ’; Έγινι κάτ’;

-Ούοχι μωρ’ πατέρα, α, η νυφαδιά σ’ κάνει τσαλίμια, αυτό. Φάε, δεν έχου τίπουτις.

-Α, καλά τότες, απάντησε ο κυρ-Γιώργος και χαμογελώντας στον γιό του με νόημα του ‘κλεισε το μάτι και μπουκώθηκε μια γερή πηρουνιά φαϊ.

Η κυρά-Ματούλα να πέσει να πεθάνει! Του ρίχνει μια κλωτσιά κάτω απ’ το τραπέζι και τον πετυχαίνει στο κότσι. Κόντεψε να πνιγεί ο άνθρωπος! Γυρνάει την κοιτάει μ’ απορία, σηκώνοντας ανέμελα τους ώμους εννοώντας πως όλα είναι καλά.

Κλείνει τα μάτια η κυρά-Ματούλα, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

-Τι λέει πιδί μ’ του κουρίτσι; Γίν’κι τίπουτις;

-Σαν τι να γίν’κι μωρ μάνα, άσι να φάμι του φαϊ μας, τουν έπνιξ’ς τουν δόλιου τουν πατέρα!

-Ε πώς, πώς! Διν σι ξέρου ιγώ απ’ ίσι να σκάασ’ς; Αφού πιδί μ’ ίσι, ιγώ σι γέννητσα!

– Α, μωρ’ μάνα, ιγώ θα σκάσου για σμάδ’ γιατί θα μι σκάσ’ς ισύ!

-Ιγώ; Ιγώ είπις; Αντροπή σ’! Έτσι να περιφρουνάς την μάνα σ’ κι να τ΄ς λιες κι κουβέντις απού πάνου! Μπράβο σ’! Σι φχαριστώ πιδί μ’!

-Ε, δεν θα μας αφήκ’ς να φάμι σήμερις! Ορίστι! Πάρτου, διάβαστου μοναχή σ’ κι άφ’κε με να φάου επιτέλους!

Τάδε έφη Σωτηράκης κι έκανε το λάθος να δώσει το γράμμα της Χάιδως στην μάνα του. Πέταξε πέρα τα πηρούνια και τις μπουκωσές η κυρά-Ματούλα και βούτηξε το γράμμα με λαχτάρα πριν προλάβει καλά-καλά να της το δώσει ο Σωτηράκης. Πήρε τα ματογυάλια που φόραγε ο άντρας της κι άρχισε να διαβάζει αργά και συλλαβιστά, καθότι η δόλια μέχρι την Τρίτη τάξη του Δημοτικού είχε βγάλει:

“Αγαπημένε μο Σωτηράκη,

(γκουχ… γκουχ..)

Σι γράφω απόψε αυτό το γράμμα

κι ύστερα ας κλάψεις μι μαύρου κλάμα…

(γκουχ… γκουχ…)

Να μι συγχωρνάς για τουν βήχα, ένικα η βροχίτις, μι το ‘πε ο γιατρός απ’ μ’ έστειλε η μάνα  γιατί τα στήλωσε και δεν κατεβάζει γάλα. Όχι η μάνα, η Μαριγούλα, εκείνη η πρατίνα η κακορίζ’κη, απ’ πήραμε απ’ του πανηγύρ τ’ Αη- Γιώργη, αν θυμάσι. Έχει, λέει, στρουμπάρα. Την βγάνει δεν την βγάνει για καμιά δικαριά μέρες. Καλά να πάθουμ’, μαθές τη γνώμη μο, γιατί δεν την μπολιάσαμε όνταν έπριπι. Κι τώρα κουντεύω να βγάνω τα σωθ’κα μ’ απ’ τουν βήχα, γιατί την πάενα πέρα – δώθι στου γιατρού μι τα ποδάρια, μες τη βρουχή Δικέμβρη μήνα, που τον είναι κι αυτός σάψαλου, μην τα τινάξ’ τα πέταλα κι το ΄χου κι βάρους.

Ήθιλα να σι πω πως μιτά τα κακά τα μαντάτα έπισι να πεθάν’. Η μάνα, όχι η Μαριγούλα. Της κόστιστσε πουλύ γλιέπς για του ζωντανό, είνι η αγαπημένη τ΄ς, η πλιό γαλαχτερή. Είπα να σε μηνύσου μπα κι ‘ρθεις κι πάρει λίγου χαρά. Αν είναι, να προκάν’ς για του μεγάλου πανηγύρ’, να πάμι κι στα κλαρίνα, γιατί πουλύ μελούρα κι μαυρίλα αγαπημένε μο Σωτηράκη, να πούμι κι καμιά κουβέντα να γελάσομε, πόσο ν’ αντέξω κι ιγώ η έρμ’ με τη μάνα και τα πράματα όλ’ την ώρα;

Ιπίσης, μιας κι σι βρήκα ήθελα να σε αρωτήξου… μ’ αγαπάς κανά τρίμμα ή σι καρτεράου τσάμπα; Γιατί να ξέρ’ς, μι ζήτηξε κι ου γιός του κυρ-Αποστόλη, του μπακάλ΄, ου Φωτ’ς, που ‘νι κι ομορφόπιδου κι τον λιμπίζουμι, αλλά ας όψιτι που ισένα αγαπάου. Άμα διν ‘ρθεις τα Φώτα όμους, να ξέρ’ς θα δουθώ στουν Φώτ’, κι ιδώ πάει του κλάμα απ’ σι ‘πα πλιο πάν’.

Μιτά τιμής κι δόξης, (απ’ λέει κι ου παπα-Θόδουρους)

Σι φιλώ κι σι ασπάζουμι,

Η Χάιδου σ’ “

Τι ήτανε να το διαβάσει αυτό η κυρά-Ματούλα; Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ηφαίστιο έγινε! Κοκκίνησε σαν της πιπεριάς της Φλώρινας το κέρατο! Κι έπειτα, έκανε ένα μακρόσυρτο «όι», έβαλε το χέρι της επάνω στην καρδιά της, έγειρε στο πλάι και… λιποθύμησε!

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

 

Ίσως σας αρέσει και

8 Σχόλια

  • Έλενα Σαλιγκάρα
    18 Μαρτίου 2016 at 21:52

    Χαχαχα! (αναμένουμε λοιπόν τη συνέχεια)

    Καλό βράδυ

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      19 Μαρτίου 2016 at 07:01

      Την Τρίτη με το καλό Έλενα. Καλημέρα!

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    18 Μαρτίου 2016 at 21:53

    “Άμα διν ‘ρθεις τα Φώτα όμους, να ξέρ’ς θα δουθώ στουν Φώτ’, κι ιδώ πάει του κλάμα απ’ σι ‘πα πλιο πάν’”
    Μα τώρα – είναι κουβέντες αυτές, Χάιδω μ’;;;; Εγκεφαλικό όλη η οικογένεια!!!
    Περιμένουμε εναγωνίως τη συνέχεια, Κατερίνα μ’!!!!

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      19 Μαρτίου 2016 at 07:03

      Είδις ανατρουπές του ζεύγους Βασούλα μ’; Άει να δουμ’ τι θα γέν’! 🙂

  • Σοφία Ντούπη
    19 Μαρτίου 2016 at 21:24

    Κα Κατερίνα καλησπέρα σας. Πάνε μέρες τώρα που αναρωτιόμουν (αναρωτιόμασταν όλη η οικογένεια και τα εγγονάκια!!!) για το που είστε!…Αν είστε καλά…και γιατί δεν συνεχίζουν να μας κρατούν συντροφιά ο Σωτηράκης και η Χαιδούλα;
    Μέχρι που σήμερα αποφάσισα να σας ψάξω στο Facebook… και είδα ότι τα κείμενα σας αλλά και το απολαυστικότατο ζεύγος, φιλοξενούνται σε καινούριο λογοτεχνικό σπίτι!
    Εύχομαι να είστε γερή! Καλή επιτυχία στην καινούργια σας σελίδα με καλοτάξιδες και δημιουργικές γραφές!!!
    Σοφία Ντούπη

  • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
    20 Μαρτίου 2016 at 00:28

    Αγαπημένη μου κυρία Ντούπη και οικογένεια! Χαίρομαι τόσο πολύ που με βρήκατε. Ευχαριστώ θερμά για τις ευχές! Σας παρακαλώ να με αποκαλείτε μόνο με το βαπτιστικό μου, Κατερίνα, στον ενικό. Σας φιλώ, καλό βράδυ, εις το “επανιδείν”! 🙂

  • drmakspy
    21 Μαρτίου 2016 at 13:52

    Ώ ρε γλέντιαααα….. Απ’ την πρατίνα αρχίν’σι κι στου Φώτ’ τουν Φώτουν έφτακι!!!! Ε όχι να μας τ’ν εφάει ου Φώτ’ς που ‘νι κι ομορφόπιδου….! Γιατί ου Σωτηράκ’ς μας δεν ίντους κι αφτούνους μουρφόπιδο;;; Λε λε ντάντω! Αμάν Παναΐα μ’…

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη