«Φυλακισμένοι καμβάδες», ένα διήγημα του Γιώργου Μαριάτου

Το ατελιέ του ζωγράφου είναι στοιχειωμένο …

Κάθε βράδυ, όταν ο περισσότερος κόσμος κοιμάται και η μούσα του ξυπνά, οι σκιές πετιούνται απ΄ τους τοίχους και αποκτούνε βούληση και σάρκα. Κλέβουν λίγο χρόνο απ΄ τη ζωή του, αρπάζουν απ’ το στόμα του τις αναπνοές του και ζωντανεύουν.

Του επιτίθενται από όλες τις μεριές, τον γεμίζουν σημάδια και πληγές και τον ρίχνουν κάτω. Τον ακινητοποιούν, κι όσο αυτός ουρλιάζει και χτυπιέται, παλεύουν να ανοίξουνε μια τρύπα κάπου στο στήθος του, να βγάλουν τα πνευμόνια του και να τα μοιραστούν, για να μπορούνε να ανασαίνουνε για πάντα.

Κάνεις δεν ξέρει πως, αλλά βρίσκει τη δύναμη, και  κάνει το πινέλο του σπαθί, το μπήγει βαθιά στα χέρια των σκιών και ελευθερώνεται. Και πιάνει μία μία τις σκιές και τις βουτάει στις μπογιές της παλέτας του. Τις κρατάει μέσα και τις πνίγει.

Έπειτα τις ανακατεύει με τα χρώματα και αρχίζει να ζωγραφίζει. Φτιάχνει τους πιο φρικαλέους και όμορφους πίνακες με τις πιο εντυπωσιακές, βίαιες και σκοτεινές εικόνες.

Και έτσι οι σκιές καταλήγουν νεκρές, με τα πτώματά τους παγιδευμένα ανάμεσα στα νήματα που συνθέτουν τον καμβά.

Τα έργα αυτά είναι απ΄ τα καλύτερα του, όμως κανείς δεν μαθαίνει την ύπαρξή τους. Δεν τα εκθέτει σε γκαλερί, ούτε και τα πουλάει σε δημοπρασίες. Τα φοβάται…

Τρέμει ότι από στιγμή σε στιγμή, οι σκιές θα αναστηθούν και θα πεταχτούν από τους πίνακες, όπως πετάγονται απ’ τους τοίχους, για να του επιτεθούν ξανά. Κάνει λοιπόν ασπίδα τη παλέτα του, παίρνει τους καμβάδες και τους πετάει απ΄ το παράθυρο στην αυλή του. Βγαίνει κι αυτός έξω, τους φορτώνει στο σιδερένιο καρότσι και πηγαίνει προς το μικροσκοπικό σπιτάκι που έχει χτίσει στην άκρη του κήπου.

Το καλυβάκι αυτό δεν έχει παράθυρα, παρά μόνο μια μικρή -ακόμα και για τα δικά του δεδομένα- πορτούλα, την οποία κρατάει κλειστή μια σκουριασμένη μα σίγουρη κλειδαριά.

Με χεριά που τρέμουν, βγάζει βιαστικά απ΄ την τσέπη του το κλειδί και ξεκλειδώνει το λουκέτο. Η καρδιά του πάλλεται τόσο δυνατά που ο θώρακας του κοντεύει να σπάσει και το πρόσωπο του αρχίζει να ιδρώνει όσο ανοίγει την πόρτα. Μέσα σε δύο στιγμές, σηκώνει το καρότσι, αδειάζει στο σπιτάκι του πίνακες του και κλείνει απότομα την πόρτα. Ξανακλειδώνει και ακουμπάει πάνω της την πλάτη του, ξεφυσώντας και ασκώντας της δύναμη. Εκεί το τρέμουλο σταματάει και η λυσσασμένη του καρδιά ηρεμεί και επιστρέφει στο φυσιολογικό της.

Μονάχα μια φορά τόλμησε να μπει μέσα στο καλυβάκι, όταν έψαχνε έναν απ΄ τους πίνακες που είχε καταχωνιάσει εκεί. Και το μετάνιωσε…

Βγήκε έξω τρέχοντας και κουτσαίνοντας, γυμνός και πληγιασμένος, με το αίμα του να βάφει κόκκινο το πράσινο γρασίδι.

Δεν είπε και δε θα πει ποτέ του σε κανένα γι’ αυτό, γιατί ξέρει πως κανένας δεν θα καταλάβει.

Αυτή η μικρή πορτούλα είναι οι δικές του πύλες της κολάσεως, και το σπιτάκι, η προσωπική του τιμωρία…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη