«Βιοποικιλότητα». Ένας όρος που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως, από ειδικούς και μη, για να μιλήσει, να δικαιολογήσει και φορές να λύσει, ως πανάκεια, όλα τα οικολογικά προβλήματα. Ο όρος χρησιμοποιείται από τη βιολογία για να εκφράσει την ποικιλία των μορφών της ζωής σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Παρά τη σαφήνεια και την απλότητα του όρου όμως, κατέληξε να είναι μία από τις πιο ασαφείς και αφηρημένες έννοιες, καθώς δεν υπάρχει μία μόνο βιοποικιλότητα!
Όταν χρησιμοποιούταν για να δικαιολογήσει αδικαιολόγητες αντιδράσεις και να δώσει μια γρήγορη απάντηση, μονολεκτική και απόλυτη, και στην ψυχολογία, όλες οι επιστήμες κι οι επιστήμονες μαζί, σήκωναν τα χέρια ψηλά! Παραδίνονταν! Πόσο δε μάλλον οι απλοί άνθρωποι!
Η αλήθεια είναι πως όλοι μας στους καιρούς που ζούμε, κάνουμε μεγάλο κόπο να βρούμε μία δικαιολογία για την τρέλα που ξαφνικά βρεθήκαμε να βιώνουμε. Ξεφούσκωσε το συννεφάκι της ανάπτυξης, έσπασε το μπαλονάκι του καλοπερνάμε και προσγειωθήκαμε απότομα. Είχαμε, ευτυχώς, προλάβει να βάλουμε τις ταυτότητες στο τσεπάκι, να μην χρειάζεται να μας βρίσκουν απ’ τα σφραγίσματα! Να δικαιολογήσουμε και την κυοφορία!
Ο αγώνας για την αντιμετώπιση των ιμπεριαλιστικών κινήσεων των διαφόρων κυβερνήσεων έπρεπε πάση θυσία να συνεχιστεί! Όσο πιο πολλοί φαντασιόπληκτοι πτυχιούχοι καλοπερασάκηδες κακοπερνούσαν, τόσο πιο πολύ μίκραινε η ελπίδα η ζωή να βρει ξανά την αξία της.
Ξύλινες λέξεις, άκαμπτες κινήσεις, ψεύτες άνθρωποι έχουν κυκλώσει τη ζωή και την κρύβουν!
Οι Δευτέρες ήταν πάντα άβολες, οι Τρίτες το ίδιο, ίσως πιο λίγο, μετά οι Τετάρτες, «ήρθε ο Τέταρτος, πέρασε ο βδόμαδος» έλεγε ο παππούς, οι Πέμπτες, οι Παρασκευές μια μικρή ανάσα και τα Σαββατοκύριακα που περίμενες να γεμίσουν τα πνευμόνια οξυγόνο, από μια ενστικτώδη αίσθηση αυτοσυντήρησης, τα κοιτούσες από την άκρη του τοίχου, παίζοντας κρυφτό ένα πράγμα, περιμένοντας την κατραπακιά. Κι αν δεν ερχόταν Κυριακή βραδάκι, δεν ξεχνούσε ποτέ!
Έτσι κυλούσε ο χρόνος. Κι η Φρόσω τον ζούσε μετρώντας τα βήματα, πάνω, κάτω, ίδια. Αν γράφονταν στους δρόμους τα πατήματα, υπήρχε πιθανότητα να πατάει πάνω στα ίδια ακριβώς. «Βιοποικιλότητα!» Τα φτυσίματα κι οι κουτσουλιές άλλαζαν!
Κι όμως! Είχε δει τη γιαγιά της να ζει. Να απλώνει το λουλακιασμένο τραπεζομάντηλο τις Κυριακές στο τραπέζι, κι ας το λερώναμε σάλτσα από το «καθιερωμένο» βιδέλο, κι ας έπεφταν πάνω οι λαχταριστές καλό-τηγανισμένες σε γκάζι και σε κατσαρολάκι αλουμινένιο πατάτες, χοντρές- χοντρές, φτωχή η γιαγιά μα δεν τσιγκουνευόταν το λάδι, την είχε ζήσει να φτιάχνει ζυμαράκι ν’ ανοίξει για να φτιάξει τη σεφουκλωτή, και την είχε ακούσει να ξέρει να σωπαίνει και να προχωράει. Πώς ήξερε η γιαγιά να φτιάχνει τη ζωή ν’ αξίζει, να δίνει την αίσθηση πως όλα ήταν όπως έπρεπε, τα πιάτα, τα πιρούνια, τα πιατάκια του φρούτου ξεχωριστά για τον καθένα, χωρίς να συλλογίζεται την κούραση του πλυσίματος, κι ας ήταν μεγαλούτσικη, πώς ήξερε η γιαγιά να συνεχίζει σωπαίνοντας!
Είναι κάτι που μαθαίνεις να κάνεις καθώς προχωράει η ζωή, μαθαίνεις να σωπαίνεις, ή το ‘χεις μέσα σου από γεννησιμιού σου;
Στο ασπρισμένο καλντερίμι της αυλής της κοντά στο Πάσχα, στο «ντεκότο», κρόκο φρέσκου αυγού χτυπημένου με ζάχαρη που δεν έτρωγε ποτέ η Φρόσω, στο καφεδάκι ή το τσάι το απόγευμα, τις «μαργαρίτες» σοκολατάκια μέσα στη φοντανιέρα στο πρώτο ράφι στο σκρίνιο, στο κερί από τον Εσταυρωμένο που χρησιμοποιούσε στο ξεμάτιασμα, κι έλιωνε το κερί καθώς έλεγε την προσευχή κι «έφευγε» το μάτι, στον κομμάτι-κομμάτι από μάρμαρο φτιαγμένο και φαγωμένο από τα χρόνια νεροχύτη της, στο παλιό της ντουλάπι που από τ’ απανωτά βαψίματα δεν έκλεινε, δεν έχασκε όμως κιόλας, εκεί, σε όλα ετούτα έβρισκε η Φρόσω καταφύγιο! Κι οι λέξεις δεν έπαιρναν διαζύγιο από το νόημά τους!
Την Φρόσω δεν την είχαν ονομάσει το όνομα της γιαγιάς. Ήταν η κόρη του Ερέβους και της Νύκτας. Ας της έμοιαζε λιγάκι!
Η γιαγιά την είχε τιμήσει τη ζωή. Κι είχε κάνει το καθήκον της. Την είχε χαράξει ζωγραφίζοντάς την βαθιά μέσα στην ψυχή και στο μυαλό. Δεν ξέρω αν ετούτο ήταν πράξη συνειδητή. Αν είχε σκεφτεί ότι αυτό όφειλε να κάνει. Μπορεί και όχι. Μα τι σημασία έχει; Ίσα-ίσα! Αν προσπαθούσε και της έπεφταν όλα τούτα πολλά και δύσκολα, κανείς μας δεν έμαθε ποτέ! Τετραπλή αξία! «Βιοποικιλότητα!»
Αφήστε το σχόλιο σας