“Υπομονή…”, γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

«Δε θέλω να με παρεξηγήσεις ρε Σταύρο. Εγώ ανέλαβα πρωτοβουλία και μίλησα στους συναδέλφους. Μια ζωή μοιραστήκαμε μαζί. Ο καθένας στη θέση μας το ίδιο θα ’κανε. Κι εσύ αυτό δε θα ’κανες για μας; Δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Βοηθάει το διπλανό του στα δύσκολα. Αν θέλει να λέγεται άνθρωπος. Το ίδιο δε θα ’κανες κι εσύ για μένα; Αυτό να σκέφτεσαι. Έλα, πάρτα να κάνεις τη δουλειά σου», του είπα κι ακούμπησα το μάτσο με τα δέκα χιλιάρικα πάνω στ’ άδειο τραπέζι.

Τριάντα χρόνια με το Σταύρο μαζί στη δουλειά. Μαζί στο λεωφορείο για το εργοστάσιο, μαζί στο διάλειμμα για το τσιγάρο, μαζί και στο σχόλασμα μέχρι το λεωφορείο. Τριάντα χρόνια δεν είναι λίγα για να τον κάνεις τον άλλον αδερφό. Να μοιράζεσαι μαζί του τα καλά και τα άσχημα. Να έχεις έναν άνθρωπο να σ’ ακούει.

Τριάντα χρόνια μετράμε οι περισσότεροι σ’ αυτή τη φάμπρικα. Και πριν ένα μήνα φωνάξανε τους μισούς και τους απέλυσαν. Στα καλά καθούμενα. Χωρίς καμιά προειδοποίηση. Καμιά διακοσαριά άτομα σύνολο, μέσα σ’ αυτούς κι ο Σταύρος. Φαρμακωμένοι όλοι τους γύρισαν στο λεωφορείο και δεν ξαναμπήκαν την επομένη. Φαρμακωμένοι κι εμείς, όσοι μείναμε. Και από φόβο μη μας συμβεί αύριο και μας το ίδιο κι από συμπόνια για το κακό που βρήκε τους συναδέλφους μας. Ο οδηγός τού λεωφορείου, σα να τον είχαν δασκαλέψει, άνοιξε το ραδιόφωνο κι η μουσική ξεχύθηκε να σκεπάσει τη βουβαμάρα που μας πλάκωσε όλους εκείνο το βράδυ.

‘’Γειτονιά ο δρόμος σου στενός, παγωνιά και γκρίζος ουρανός, μαύρη ζωή βράδυ-πρωί, για συντροφιά μια συννεφιά…’’

Ο μπροστινός μας στο κάθισμα άρχισε να σιγοσφυρίζει το σκοπό του κι εγώ βυθισμένος στις σκέψεις μου, αναρωτιόμουνα πώς τα κατάφερανε τελικά και μας γυρίσανε χρόνια πίσω. Πώς τα καταφέρανε και μας κάνανε τη ζωή μαύρη, βράδυ πρωί, όπως έλεγε κι ο στίχος του τραγουδιού. Ο Σταύρος δίπλα μου αναστέναζε βαριά και δεν έβγαλε κουβέντα σ’ όλη τη διαδρομή. Κι εγώ περέμενα σιωπηλός γιατί σκεφτόμουνα, πως αν ήμουνα στη θέση του, τίποτα δε θα ’θελα ν’ ακούσω μια τέτοια ώρα. Τίποτα δε θα με παρηγορούσε.

Τριάντα χρόνια μαζί με το Σταύρο στο λεωφορείο και τώρα κάθομαι μονάχος μου και τον σκέφτομαι.

Μια μέρα του Οκτώβρη, λίγο πριν τον απολύσουνε, μου ζήτησε τσιγάρο στο διάλειμμα. Μου είπε πως ξέχασε να πάρει τα δικά του. Φαινότανε συννεφιασμένος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το υποπτεύτηκα. Ο Σταύρος ήτανε πάντα μες στην καλή χαρά. Απ’ τους ανθρώπους που γελάνε και δίνουν κουράγιο στους άλλους. Μέχρι τον Οκτώβρη, που όλα άλλαξαν στη ζωή του. Στο λεωφορείο του γυρισμού, εκείνο το βράδυ, μου είπε για πρώτη φορά για τη γυναίκα του που αρρώστησε. Στα ξαφνικά. Είχε κάτι ζαλάδες, μια δυσφορία στο στομάχι και πήγανε στο γιατρό. Χειρουργείο, τους είπε. Όσο το δυνατόν πιο σύντομα και τους ζήτησε είκοσι χιλιάρικα. Μου τα ’λεγε ψιθυριστά μες στο σκοτάδι στο λεωφορείο. Φύσαγε και ξεφύσαγε πλανταγμένος.

Κι εγώ δεν ήξερα τι λόγια να βρω για να τον παρηγορήσω. Κι άκουγα τον εαυτό μου να του λέει τις συνηθισμένες παπαριές που λένε οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιπτώσεις. «Μη στενοχωριέσαι ρε φίλε, κάτι θα γίνει. Να σκέφτεσαι πως όλα θα πάνε καλά. Υπομονή θέλει και κουράγιο. Αν κάνετε το χειρουργείο μπορεί να το προλάβετε το κακό κι όλα να γίνουν όπως πριν. Έχει προχωρήσει η επιστήμη σήμερα, τόσοι γλιτώνουν απ’ το καρκίνο. Για να σας είπαν χειρουργείο, πάει να πει πως παίρνει θεραπεία. Να μη σκέφτεσαι το κακό. Να μη σε πάρει από κάτω. Υπομονή θέλει. Πρέπει να της δίνεις εσύ κουράγιο της γυναίκας. Υπομονή κι όλα θα φτιάξουν, θα δεις.». Παπαριές. Αυτές τις παπαριές του έλεγα, αλλά μετά σκέφτηκα πως, τελικά, ο άνθρωπος έρχονται στιγμές που έχει ανάγκη ν’ ακούσει οτιδήποτε για να αναθαρρήσει. Ακόμα και παπαριές από ένα φίλο.

Μετά από μια βδομάδα σχεδόν, τον διώξανε το Σταύρο και του δώσανε πέντε χιλιάρικα για αποζημίωση. Πέντε χιλιάρικα για τριάντα χρόνια δουλειάς στη φάμπρικα. Εξήντα χρονών άνθρωπο, στο πάρα πέντε της σύνταξης τον πετάξανε στο δρόμο. Πέντε χιλιάρικα κι αυτός χρειάζεται άλλα δέκα πέντε για το χειρουργείο.

Ένα βράδυ με περίμενε στη στάση του λεωφορείου. Έκανε παγωνιά. Νοέμβρης μήνας κι ο αέρας μάς ξύριζε το πρόσωπο σαν λεπίδα. Χάρηκα που τον είδα. «Πάμε», μου λέει, «για ένα τσίπουρο να ζεσταθούμε.»

Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον, να ξαλαφρώσει. Ήτανε αξύριστος, κουρασμένος και πλανταγμένος. Τα μάτια του είχαν βαθύνει απ’ τη στενοχώρια. Τα μάτια τού Σταύρου, που πάντα έλαμπαν από ένα χαμόγελο.

«Θα σκάσω ρε φίλε, μου ’ρχεται να σκάσω. Τι έκανα τόσα χρόνια; Να μη μπορώ να βοηθήσω τον άνθρωπό μου; Μου είπε, μόλις ρούφηξε την πρώτη του γουλιά. Αν δεν ήμουνα τόσο συνεπής και δεν είχα πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ και τις δόσεις του παιδιού για το δάνειο που είχαν μαζευτεί εφτά χιλιάρικα, θα ’χα τώρα δυο δραχμές ακόμα στη τσέπη. Τώρα πού να πάω; Κι αυτοί οι γιατροί ρε Κώστα, να μη σε νιώθουνε. Να μη σε συμπονάνε μια στάλα, έκανε φορτισμένος και άδειασε με τη δεύτερη γουλιά το ποτήρι του.»

Τον άκουγα σιωπηλός κι έψαχνα πάλι κάτι να του πω. Πάλευα να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να τον παρηγορήσω. Πώς να παρηγορήσεις όμως έναν άνθρωπο με λόγια όταν αυτός έχει άμεση ανάγκη από λεφτά; Όταν πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου; Σκεφτόμουνα και σώπαινα. Ο Σταύρος σήκωσε το χέρι του να παραγγείλει το δεύτερο τσίπουρο. Μετά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε λυπημένος. Η παραίτηση είχε βαρύνει τους ώμους του.

«Τι να πω… Τι να πω…», συμπλήρωσε κουνώντας το κεφάλι του και σώπασε απότομα. Χωρίσαμε αργά. Τα τσίπουρα έκαψαν τα σωθικά μας και μας ζέσταναν μες στη σιωπή μας.

Την άλλη μέρα έψαξα και βρήκα όλα τα τηλέφωνα των συναδέλφων. Τους μάζεψα λίγο πριν μπούμε στο εργοστάσιο για δουλειά και τους είπα την ιστορία τού Σταύρου. Όλοι με ακούγανε με προσοχή. Κανένας δε δυσφόρησε μ’ αυτά που τους ζήτησα. Μετά από δυο μέρες, ένας ένας ερχότανε και μου ’δινε όσα λεφτά μπόρεσε να μαζέψει για να βοηθήσουμε το φίλο μας. Άλλος πολλά, άλλος λίγα. Δέκα χιλιάρικα έφτασαν στα χέρια μου μέσα σε μια βδομάδα για το Σταύρο. Δέκα χιλιάρικα κι όταν τα μέτραγα στα δάχτυλα τα δάκρυά μου έτρεχαν από ανακούφιση και χαρά. Δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι του να του τα δώσω. «Πάρε ρε φίλε», να του πω, «να κάνεις τη δουλειά σου. Να δεις πως υπάρχουν άνθρωποι ακόμα. Κανένας δε χάνεται, να του πω, όταν έχει αληθινούς ανθρώπους γύρω του. Πάρε να σώσεις τον άνθρωπό σου και να μη σκέφτεσαι πως τα χρωστάς σε κανέναν μας. Κανένας δε τα θέλει πίσω. Κάνε τη δουλειά σου και να μη σκέφτεσαι το κακό.»

Ο Σταύρος με περίμενε στο κατώφλι. Η γυναίκα του είχε μπει στο νοσοκομείο τη προηγούμενη κι ήτανε μόνος στο σπίτι. Καθίσαμε κι οι δυο αμήχανοι μπροστά στο άδειο τραπέζι και κοιταζόμασταν για ώρα.  Η τηλεόραση έπαιζε ένα παλιό ελληνικό με την Αλίκη που χόρευε και τραγουδούσε ‘’Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός. Κάντε υπομονή μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά…’’. Ο νους μου γύρισε σ’ εκείνη τη μέρα που μου μίλησε ο Σταύρος για το πρόβλημά τους και προσπαθώντας να του δώσω κουράγιο τού έλεγα συνέχεια να κάνει υπομονή. Δεν έβρισκα άλλη λέξη να κουμπώνει καλύτερα σ’ αυτό το δράμα. Υπομονή κι όλα θα φτιάξουνε. Μια λέξη παρηγοριάς που όλοι πιστεύουμε πως απαλύνει το πόνο.

Ο Σταύρος συνέχισε να καπνίζει και να ξεφυσάει σκασμένος. Κι εγώ δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω. Τα είχα πει από μέσα μου τόσες φορές μέχρι να φτάσω σπίτι του, κι εκεί, με το λαβωμένο βλέμμα του να με κοιτάει χωρίς να μιλάει, δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω. Πώς να βάλω το χέρι στη τσέπη και να του δώσω τα λεφτά. Κάποια στιγμή η γλώσσα μου λύθηκε στη σκέψη της χαράς που θα του έδινα.

«Δε θέλω να με παρεξηγήσεις ρε Σταύρο. Εγώ ανέλαβα πρωτοβουλία και μίλησα στους συναδέλφους. Μια ζωή μοιραστήκαμε μαζί. Ο καθένας στη θέση μας το ίδιο θα ’κανε. Κι εσύ αυτό δε θα ’κανες για μας; Δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Βοηθάει το διπλανό του στα δύσκολα. Αν θέλει να λέγεται άνθρωπος. Το ίδιο δε θα ’κανες κι εσύ για μένα; Αυτό να σκέφτεσαι. Έλα, πάρτα να κάνεις τη δουλειά σου», του είπα κι ακούμπησα το μάτσο με τα δέκα χιλιάρικα πάνω στ’ άδειο τραπέζι.

Ο Σταύρος με κοίταζε με θολωμένα μάτια. Ακίνητος κι αμίλητος.

«Τι να πω… Τι να πω…» έκανε αμέσως μετά ο άνθρωπος συγκινημένος και αναλύθηκε σε λυγμούς. Η Αλίκη στη τηλεόραση συνέχιζε να ξεσηκώνει τη παρέα της τραγουδώντας, με σιγόντο τη φωνή του μεγάλου Μπιθικώτση. ‘’Κάντε υπομονή μια λεμονιά ανθίζει στη γειτονιά…’’

Τρεις μήνες αργότερα ο Σταύρος μού τηλεφώνησε να συναντηθούμε. Είχαμε βρεθεί ξανά, στην κηδεία της γυναίκας του, που τελικά δεν τα κατάφερε κι έφυγε δέκα μέρες μετά απ’ το χειρουργείο. Τότε όμως δε μπορέσαμε να πούμε και πολλά. Είχε τρεχάματα. Τον πήρα δυο τρεις φορές τηλέφωνο να δω πώς είναι, κι ευτυχώς, ήταν με τα παιδιά του. Αυτό με καθησύχασε κάπως. Τα παιδιά είναι  πάντα μια παρηγοριά για το γονιό. Χάρηκε που μ’ άκουσε και μου είπε πως θα με πάρει μια μέρα αυτός, να κανονίσουμε να βρεθούμε.

Τετάρτη βράδυ δώσαμε ραντεβού σ’ εκείνο το ταβερνάκι που συχνάζαμε παλιά για τσίπουρο. Ο Σταύρος είχε ανάγκη από παρέα κι από κουβέντα. Συνέχεια μιλούσε. Είχε πέσει σε παραλήρημα κι ένιωθε την ανάγκη να βγάλει από μέσα του όλα όσα τον βάραιναν τους τελευταίους μήνες.

«Να δουλεύεις μια ζωή και να καταλήγεις μια μέρα να σε πετάνε σαν τη τρίχα απ’ το ζυμάρι. Κατάλαβες φίλε μου; Να ’χεις το πόνο σου για τον άνθρωπό σου, να ’χεις και την ανασφάλεια να σε φοβερίζει μέρα νύχτα πως δε θα τα καταφέρεις. Ο χειρότερος φόβος για τον άνθρωπο, να το ξέρεις, είναι η αρρώστια. Κι ακόμα χειρότερος, ο εφιάλτης να μην μπορείς ν’ ανταπεξέλθεις στα έξοδα άμα σε βρει. Δε μπορείς να φανταστείς τι είδαν τα μάτια μου εκεί μέσα. Όπου φτωχός κι η μοίρα του που λένε. Εκεί να δεις βάσανα. Να περιμένουν οι καρκινοπαθείς στην ουρά για να βρούνε ένα δωμάτιο στο νοσοκομείο. Για να καταφέρουν να νοσηλευτούν και να κάνουν τη κατάλληλη θεραπεία χρειάζονται μέσον κι εκεί. Το διανοείσαι ρε Κώστα τι συμβαίνει; Αν δεν έχεις να λαδώσεις δε παίρνεις σειρά. Γιατί πόσοι είναι αυτοί που έχουν ακόμα ασφάλεια και μπορούν να εξυπηρετηθούν νομίζεις; Λίγοι, ελάχιστοι σε βεβαιώνω. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Ψέματα θα σου πω; Στην ίδια μοίρα είμαστε οι περισσότεροι. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι οι φτωχοί. Τουλάχιστον όμως, έκανα ό,τι μπορούσα. Με τη βοήθεια τη δικιά σας έκανα ό,τι μπορούσα. Είναι σπουδαίο ρε Κώστα να έχεις φίλους, να έχεις ανθρώπους γύρω σου που θα σε στηρίξουν σε μια δύσκολη στιγμή. Ο φίλος είναι το δεκανίκι μας. Στηρίζεσαι πάνω του και περπατάς. Έχεις έναν ώμο ν’ ακουμπήσεις τα βάσανα που σε βαραίνουν. Θέλω να ξέρεις πως αυτό που κάνατε για μένα είναι πολύ σπουδαίο. Θέλω να το πεις και σ’ όλα τα παιδιά αυτό, να τα ευχαριστήσεις από μέρους μου. Είμαι σίγουρος πως ο Θεός θα σας το ανταποδώσει. Με τη βοήθεια τη δικιά σας δεν παραιτήθηκα. Μπορέσαμε και κάναμε το χειρουργείο. Αλλιώς θα το είχα μεγάλο βάρος. Με καταλαβαίνεις ρε Κώστα; Το παλέψαμε όσο μπορέσαμε. Αλλά ο καρκίνος είναι θηρίο που ορμάει να σε ξεκάνει. Ποιος μπορεί να τα βάλει μ’ ένα θηρίο; Κανένας. Ούτε φτωχός ούτε πλούσιος. Δε χαμπαριάζει αυτός από χρήμα. Σ’ αυτά τα θέματα ο Θεός μονάχα αποφασίζει. Τουλάχιστον τα έκανα όλα όπως έπρεπε, όπως της άξιζαν. Με τη βοήθεια τη δικιά σας ρε Κώστα. Δεν έφυγε παραπονεμένη… Ξέρεις πόσο μ’ αλαφρώνει αυτό;» κατέληξε με μάτια βουρκωμένα.

Αυτά μου έλεγε εκείνο το βράδυ ο Σταύρος με τη θλίψη κρεμασμένη στο βλέμμα του. Κι όταν σώπασε, λογάριαζα να του χαϊδέψω τ’ αυτιά και την ψυχή με τα συνηθισμένα λόγια παρηγοριάς που χρησιμοποιούμε οι άνθρωποι όταν δε βρίσκουμε τι άλλο να πούμε. Λογάριαζα να του πω ξανά πως πρέπει τώρα  να κάνει υπομονή και κουράγιο, να σταθεί δυνατός για τα παιδιά του και πως ο χρόνος που είναι ο καλύτερος γιατρός, περνώντας, θα μαλακώσει και θα καταλαγιάσει τον πόνο του.

Ο ταβερνιάρης μ’ ένα νεύμα του Σταύρου μάς έφερε τα τέταρτα τσίπουρα στο τραπέζι και κάνα δυο μεζέδες. Μετά σαν γύρισε στο πάγκο του πήρε το κοντρόλ κι άλλαξε κανάλι στη τηλεόραση. Ο αγώνας που παρακολουθούσαν κάποιοι θαμώνες μόλις είχε τελειώσει. Ο Σταύρος σήκωσε το ποτήρι του να με χαιρετίσει. Η Αλίκη ξαναπρόβαλλε στην οθόνη λαμπερή κι άρχισε να τραγουδάει. ‘’Υπομονή, υπομονή… Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός…’’

«Δεν είναι δυνατόν», είπα μέσα μου. «Αυτό το τραγούδι λες και μας ακολουθεί  όταν ανταμώνουμε με το Σταύρο. Λες και το γράψανε γι’ αυτόν ένα πράμα.»

«Κλείσε ρε φίλε αυτόν τον διάολο που να πάρει…», του φώναξε φουρκισμένος απ’ την ένταση ο Σταύρος.

Ο άνθρωπος έσπευσε αμέσως να κάνει το θέλημά του. Πάτησε ξανά το κουμπί κι η οθόνη έσβησε.  Φαίνεται πως ο φίλος μου βαρέθηκε να ακούει άλλο αυτή τη λέξη, που λένε, πως μερώνει το πόνο. Κι εγώ που λογάριαζα να πέσω στη παγίδα και να αρχίσω να του λέω τις συνηθισμένες κοινοτοπίες, το μετάνιωσα και συνέχισα να πίνω το τσίπουρο σιωπηλός. Σκέφτηκα πως η σιωπή αρμόζει περισσότερο σε τέτοιες καταστάσεις και πως η υπομονή,  σίγουρα,  κάποτε σώνεται κι αυτή.


Ακούστε το τραγούδι ‘Υπομονή’

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη