«Τσαρλς Μπουκόφσκι», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Τσάρλς Μπουκόφσκι/Μικρό βιογραφικό

Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1920 στο Άντερναχ της Γερμανίας. Σε ηλικία δύο ετών μετακομίζει με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, σκληρός και βάναυσος. Τον δέρνει, του μιλάει άσχημα και άλλες φορές μαζί με τη μητέρα του αδιαφορεί παντελώς για αυτόν.

Σπουδάζει δημοσιογραφία και λογοτεχνία αν και κρυφή του επιδίωξη είναι να γίνει συγγραφέας. Τα πρώτα του γραπτά τα βρίσκει η μητέρα του και τα καταστρέφει.
Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου  Παγκόσμιου Πόλεμου μπροστά στην πίεση του πατέρα του να καταταγεί στο στρατό εγκαταλείπει το σπίτι του. Ταξιδεύει συνέχεια. Σε ηλικία 24 ετών δημοσιεύει στη Νέα Υόρκη το πρώτο του διήγημα. Και ενώ βρίσκεται σε λογοτεχνικό οργασμό ξαφνικά σταματάει το γράψιμο και αρχίζει να περιφέρεται σε κακόφημα ξενοδοχεία, να πίνει και να κάνει δουλειές του ποδαριού.

Το 1964, γεννιέται η κόρη του Μαρίνα Λουίζ, καρπός της σχέσης του με τη θαυμάστριά του Φράνσις Σμιθ. Παρά το γεγονός ότι ο δεσμός με την μητέρα δεν διήρκεσε πολύ, ο Μπουκόφσκι διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με την κόρη του.

Παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα Μπάρμπαρα το 1967, αρχίζει πάλι τη συγγραφή και γίνεται παγκοσμίως γνωστός και επιτυχημένος πλην Αμερικής.  Παντρεύεται για δεύτερη φορά το 1985 τη Λίντα με την οποία γνωρίζεται από δεκαετίας.

Πεθαίνει από λευχαιμία στις 9 Μαρτίου 1994, στο San Pedro της Καλιφόρνια σε ηλικία 73 ετών, λίγο καιρό αφότου είχε τελειώσει το τελευταίο του βιβλίο “Αστυνομικό” (Pulp). Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένες οι λέξεις “Μην Προσπαθείς” (Don’t Try).

Αναλύοντας τον Μπουκόφσκι

Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τον  Μπουκόφσκι είτε στη γενιά του επαναστατικού μπήτ είτε σε αυτή του αμερικανικού λογοτεχνικού μινιμαλισμού. Σε μια εποχή που όλοι κυνηγούσαν το αμερικάνικο όνειρο και ο υλισμός και καταναλωτισμός ήταν σε έξαρση, ο τύπος ξεφεύγει και αρχίζει να επιτίθεται με ένταση και σκληρή γλώσσα στο κατεστημένο. Σαν να φτιάχνει μια σχολή μόνος του αυτή του ωμού ρεαλισμού. Τύπος περιθωριακός με δύσκολα παιδικά χρόνια, καταπιεσμένος και κακοποιημένος σωματικά και ψυχολογικά πλάθει ήρωες κατατρεγμένους, losers και απελπισμένους χωρίς να τους αφήνει ίχνος ελπίδας για να αναστρέψουν τη ζωή τους. Φτώχεια και των γονέων, αλκοολισμός στο φουλ και σεξουαλική διαστροφή είναι βασικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών του. Παρά τα κακά της μοίρας τους, ο Μπουκόφσκι δε γίνεται λυρικός ούτε φτιάχνει φιλολογικές περικοκλάδες για να προσδώσει μελόδραμα. Παραμένουν οι πρωταγωνιστές του εγκλωβισμένοι σε ένα τοπίο μελαγχολικό και στενάχωρο με ανοικτά τραύματα και άλυτα θέματα με μόνη διέξοδο το ποτό και τις καταχρήσεις.

Στις νουβέλες του επινοεί τον Χένρυ Τσινάσκι, ή αλλιώς Χανκ, ο οποίος είναι το alter ego του ίδιου αφού τρέφει και αυτός μίσος για τον πατέρα του, είναι μουντρούχος, αλκοολικός και σχεδόν αγοραφοβικός. Πληγωμένος και ψυχολογικά ασταθής εκτός από το οινόπνευμα καταφεύγει και σε εφήμερες σχέσεις με θαυμάστριες ή πόρνες. Η κοινωνία αλλά και οι γυναίκες σαν σύντροφο τον απορρίπτουν.

Ο Μπουκόφσκι υπερτερεί έναντι άλλων συγγραφέων του είδους(του βρώμικου ρεαλισμού) που είτε ενεργοποιούν τη φαντασία τους είτε συνθέτουν σκόρπιες και σπασμωδικές εικόνες της προβληματικής ζωής τους γιατί αυτός καταθέτει ατόφια την εμπειρία του, την ίδια του τη γαμωζωή. Είναι κυνικός, γράφει με ειρωνεία, γράφει για την απόγνωση. Οι πρωταγωνιστές του δεν κυνηγούν την ουσία της ζωής. Αντίθετα παίρνουν συνέχεια τζούρες από αλκοόλ, ναρκωτικά, τσιγάρα και υποτάσσονται στο γυναικείο αιδοίο, όχι στον έρωτα ή στη γυναίκα.

Πολλοί τον χαρακτηρίζουν συγγραφέα μισογύνη, πορνόγερο, ατομικιστή και γαμίκο με ένα κονιορτοποιημένο Εγώ που κάνει μπαμ από μακριά. Πρέπει να σκύψουν περισσότερο και πιο διεισδυτικά στο έργο του για να καταλάβουν (ειδικά από κάποια ποιήματά του) πως ο τύπος κρύβει κάτω από το χαλί των γραπτών του συναίσθημα, ευαισθησία ίσως και ρομαντισμό.

 Όπως εύστοχα παρατηρεί ο David Charlson, είναι εν μέρει Δον Ζουάν και εν μέρει Κτήνος (από την Πεντάμορφη και το Κτήνος), πάντοτε όμως είναι ένας μεγάλος ερωτικός.

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

Με μια φράση: « ΓΑΜΕΙ ΚΑΙ ΔΕΡΝΕΙ»

«ΓΥΝΑΙΚΕΣ»

Αποτελεί ίσως το πιο αυτοβιογραφικό του έργο. Ο Χένρυ Τσινάσκι, ένας φτωχός, αλκοολικός και άγνωστος συγγραφέας, γίνεται διάσημος μετά τα πενήντα του χρόνια ως ποιητής. Πηγαίνει κάθε μέρα σχεδόν με θαυμάστριες, νέες, μεγάλες, με καμπύλες ή μη, όμορφες και μη, έξυπνες και μη, πόρνες, ναρκομανείς, παντρεμένες ή ψυχοπαθείς. Τις αντιμετωπίζει μάλλον ως σώματα, που του προσφέρουν συντροφιά και ηδονή, δραπετεύοντας έτσι από την μοναξιά αλλά και από την ουσία, που τόσο πολύ φοβάται. Αν και έχει κατηγορηθεί ειδικά με αυτό το βιβλίο για μισογυνισμό ο Μπουκόφσκι, στις ερωτικές του περιπτύξεις ο ήρωάς του φαίνεται τρυφερός αφού πάντα αναζητεί το φλογερό και παθιάρικο φιλί με τις συντρόφους του.

«ΤΟΣΤ ΖΑΜΠΟΝ»

Σε αυτό το βιβλίο ο  συγγραφέας μιλάει για την παιδική και εφηβική του ηλικία. Κακοποίηση από τον πατέρα του, απουσία φίλων,  bullying από συμμαθητές για την καταγωγή και τα σπυράκια του. Επίσης για τα πρώτα φλερτ και τη μαγεία της σεξουαλικής συνεύρεσης στην τετάρτη τάξη.  Οι γονείς του αδιάφοροι και εαυτούληδες έψαχναν τρόπους για το εύκολο χρήμα. Όταν ο πατέρας συνήθιζε να τον κακοποιεί με το ζωνάρι του, η μητέρα του όχι μόνο δεν το απέτρεπε αντίθετα το επικροτούσε.

“Ήταν ένας ξένος ο πατέρας μου. Κι η μάνα μου μια ανύπαρκτη. Ήμουν καταραμένος. Όποτε κοίταζα τον πατέρα μου δεν έβλεπα παρά αναξιοπρεπή βαρεμάρα… Αιώνες ολόκληροι χωριάτικου αίματος και χωριάτικης νουθεσίας”, γράφει χαρακτηριστικά. Τα οικογενειακά τραπέζια μετατρέπονταν εύκολα σε εφιάλτη: «Έτρωγα λες κι έτρωγα τους γονείς μου, ναι αυτούς έτρωγα λες κι έτρωγα όσα πίστευαν, λες κι έτρωγα όσα ήταν. Δεν τους μασούσα απλώς τους κατάπινα αμάσητους για να τους ξεφορτωθώ».

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ»

Οι περιπέτειες του Χένρυ Τσινάσκι, του λογοτεχνικού alter ego του Τσαρλς Μπουκόφσκι, όταν πιάνει δουλειά στο ταχυδρομείο. Στην αρχή αναπληρωματικός μετά μόνιμος. Πλακώνεται με συναδέλφους και Διευθυντές, βαριέται που ζει εκεί μέσα όπως άλλωστε και όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτό τον οργανισμό και η μόνη διέξοδος που βρίσκει είναι στο τζόγο, το ποτό και στις γυναίκες.

 “Άκου, μωρό μου, συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνεις ότι αυτή η δουλειά με τρελαίνει; Άκου, καλύτερα να την παρατήσω. Καλύτερα να καθόμαστε μέσα να κάνουμε έρωτα, καλύτερα να πηγαίνουμε για βόλτες και να μιλάμε. Ας πάμε στον ζωολογικό κήπο. Πάμε να δούμε τα ζώα. Ας οδηγήσουμε προς τον ωκεανό. Είναι μονάχα σαράντα πέντε λεπτά απόσταση. Ας παίξουμε παιχνίδια στα λούνα παρκ. Πάμε ιππόδρομο, πάμε στο Μουσείο της Τέχνης, πάμε σε έναν αγώνα μποξ. Ας κάνουμε φίλους. Ας το ρίξουμε στο γέλιο. Αυτή η ζωή είναι σαν τη ζωή όλων των άλλων, και μας σκοτώνει”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Συγγραφικό ισοζύγιο

Ο Μπουκόφσκι δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για την αποδοχή του έργου του από τους κριτικούς λογοτεχνίας. Δεν έχει λάβει καλές κριτικές ειδικά στην Αμερική καθώς το εκεί κατεστημένο θεωρούσε πως πήγαινε κόντρα στη μεγάλη ιδέα του «Αμερικάνικου ονείρου». Μέσω των έργων του βάλλει κατά του καθωσπρεπισμού, του καταναλωτικού τρόπου ζωής με τη συσσώρευση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών, κατά της μισθωτής (και με άθλιες συνθήκες) εργασίας, της καπιταλιστικής κοινωνίας γενικότερα. Αντίθετα αποτελεί αγαπημένο δημιουργό εκατομμύρια αναγνωστών ανά τον κόσμο οι οποίοι είτε τους άγγιξαν οι ιστορίες και οι ήρωές του είτε οι ίδιοι βρήκαν κοινά σημεία με αυτούς.

Γράφει  σκληρά, με βωμολοχίες και τραχιά γλώσσα αλλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια και χωρίς φιλολογικούς καλλωπισμούς. Μπορεί να τον αγαπήσεις ή να τον μισήσεις, είναι όμως σίγουρο πως σε κανένα δεν περνάει απαρατήρητος. Ακολουθεί ακατάλληλο και αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από τις «Γυναίκες» προς επίρρωση των παραπάνω:

Φορούσε γαλάζια κυλότα. Της την έβγαλα
σήκωσε το φουστάνι της, και με την τηλεόραση
να τρεμοπαίζει την πήρα στα όρθια.
Καθώς παλεύαμε σ’ όλο το δωμάτιο
(γαμάω τάφο, σκέφτηκα, ανασταίνω
και νεκρούς. Υπέροχα,
Υπέροχα!
Σαν να τρως κρύες ελιές στις 3 μ.μ.
κι η πόλη να φλέγεται ολόκληρη)
έχυσα.

Ένας άνθρωπος με άστατη γραφή και άστατη ζωή που αντιπαθούσε το ανθρώπινο είδος (μου τη σπάνε τα κεφάλια και οι φάτσες όλων έλεγε) που έλεγε τα καλύτερα για το Σον Πεν και τον Bono των U2 αλλά επιτίθετο με μανία σε ένα καρτούν όπως ο Μίκυ Μάους μόνο αδιάφορος δεν μπορούσε να περάσει. Συνέχισε να προκαλεί με το χαρακτήρα του τις ακραίες απόψεις και τα έργα του γιατί για αυτό γεννήθηκε: Για την καταστροφή. Αλλά και τη συγγραφή. Η δεύτερη τον κέρδισε και τον ανέδειξε.

Ο Μπουκόφσκι μπούκωνε από περιφρόνηση για το Αμερικανικό όνειρο και την εξουσία από όπου και αν προερχόταν και ξεμπούκωνε γραπτά και ιδέες που ήταν τελικά βαθιά ανθρώπινες. Αγαπούσε ρε σεις τον άνθρωπο, άνδρα ή γυναίκα απλά τον πιο κατατρεγμένο. Συνέχεια ήθελε να είναι με γυναίκες, τις αγαπούσε σίγουρα απλά ο αφτιασίδωτος τρόπος γραψίματος τον εξέθετε γιατί ρε γαμώτο το αιδοίο δεν το έλεγε ούτε καν μουνί αλλά τρύπα.

Φλώροι και κατά περίσταση διανοούμενοι θα συνεχίζουν να τον λοιδορούν ως μεθύστακα, παρτάκια, μισογύνη και σεξιστή. Λογικό τέτοιοι τύποι ούτε στα όνειρά τους, ούτε για μια νύχτα δεν θα μπορούσαν να πέσουν στο επίπεδο του Τσινάσκι, να κατρακυλήσουν στη ζωή τους, να πιουν μέχρι σκασμού, να κάνουν μαλακιούλες, να βγουν από το κοινωνικά ορθό, να παρεκκλίνουν ρε παιδί μου στο ελάχιστο από τη συμβατική και «επιτυχημένη» ζωή τους.

Σκεφτείτε όμως πόσοι περισσότεροι άνθρωποι το βιώνουν καθημερινά στον κόσμο και έχουν τον Μπουκόφσκι ως κύριο εκφραστή τους.

Για το έργο του και μόνο, για το ότι υψηλή λογοτεχνία μπορεί να ανθίσει και χωρίς ηθικολογίες και ωραία σενάρια, για το μοναδικό  και χοντροκομμένο τρόπο γραψίματος, θετικό πρόσημο για ένα συγγραφέα που πάσχιζε όλα τα χρόνια για το αρνητικό πρόσημο.

Και για το τέλος:

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

«Οι συγγραφείς είναι απελπισμένοι άνθρωποι. Και όταν σταματήσουν να είναι απελπισμένοι παύουν να είναι και συγγραφείς»

«Η δυνατότητα  δεν μου λέει τίποτα. Πρέπει να το φέρεις σε πέρας. Σχεδόν κάθε μωρό στην κούνια έχει περισσότερες δυνατότητες από εμένα»

«Η ομορφιά δεν είναι τίποτα, δεν μένει. Δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι να είσαι άσχημος, γιατί αν αρέσεις στους ανθρώπους ξέρεις ότι είναι για κάτι άλλο»

«Το πρόβλημα είναι ότι οι έξυπνοι άνθρωποι είναι γεμάτοι αμφιβολίες, ενώ οι ηλίθιοι είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση»

«Η συμβουλή μου στους νέους γραφιάδες; Πιείτε, γαμήστε και καπνίστε όσα πιο πολλά τσιγάρα μπορείτε»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη