«Το τρένο προς τα καλαμαράκια και οι συμπτώσεις φλέβες», ένα διήγημα του Χρήστου Νιάρου

Πολλοί πήδηξαν από το καράβι τότε, όταν ήταν στα ανοιχτά του ωκεανού. Και  με τα χρόνια, πολλοί λιγότεροι από τα τρένα. Αυτό σου έρχεται αυτή τη στιγμή την απογευματινή, σε αυτό το βαγόνι, σε αυτό το κάθισμα.  Φευγαλέες σκέψεις, του τότε Φλεβάρη, φυγαδεύονται από το πουθενά, στο σήμερα το στιγμιαίο.  Και οι σελίδες ξυπνάνε στη δεύτερη τους ευκαιρία,  όταν τις ξαναταξιδεύεις. Αρχίζουμε από το τέλος ή από την αρχή; Κάπου πηγαίναμε.  Κάπου όλοι πηγαίνουμε. Και οι υπομονές τους και το πότε φτάνουμε με τις ερωτήσεις του, πλησιάζει  και έρχεται πιο κοντά.  Οι αποστάσεις έχουν  μια σχετικότητα και τα μέτρα δεν είναι μόνο χιλιομετρικά. Καθησυχαστικά το λέει και η φωνή του οδηγού, από τα μεγάφωνα. Στον επόμενο σταθμό κάτι θυμάσαι αλλά πού να το πεις…  Δεν υπάρχει θάλασσα να σε περιμένει;  Ούτε και τα παράθυρα  εδώ, στα τρένα, ανοίγουν. Μόνο οι πόρτες αυτόματες ξέρουν το δρόμο της εκδρομής και της συνήθειας καλά, όταν είναι η ώρα τους.

«Πολλοί πήδηξαν από το καράβι», μονολογείς. Και θυμάσαι πώς ήσουν  τότε τα χρόνια εκείνα. Δεν θέλανε την επιστροφή.  Γι’ αυτό ήρθανε,  να δοκιμάσουν το άγνωστο, να το ανακαλύψουν στη στεριά που βρεθήκανε σαν ευκαιρία και ανάγκη.  Αυτό θέλανε οι φλέβες της νιότης. Γιατί όχι; Τι θα βλέπανε αν θα γυρνούσανε πίσω;  Το τι θα κάνανε;  Δεν ξέρανε τον τόπο τον καινούργιο ούτε και τους ανθρώπους, για να μείνουν τα βράδια τα πρώτα. Κάποιοι γνωστοί και μακρινοί συγγενείς τους φιλοξένησαν. Για δυο τρία βράδια θα μείνετε, τους είπανε. Αν θέλετε μοιραζόμαστε και το ενοίκιο, αν βρούμε μεγάλο σπίτι, ο καθένας ένα δωμάτιο. Μείνανε όμως για περισσότερα.  Και με τον καιρό τα δωμάτια μεγαλώνανε.  Μεγαλώσαμε όλοι. Ήρθαν για δυο, τρία, πέντε χρόνια και γίνανε πολύ περισσότερα.  Αλλά η μνήμη  πάντοτε περίμενε στη δικιά της γωνία. Ήταν άλλη η στεριά της. Έτσι και η μνήμη σου δεν έριξε άγκυρα, δεν γύρισε πορεία το καράβι. Δεν ξέχασε. Δεν  έφυγε από τον τόπο της αλλά ούτε και από εκείνα τα πρώτα βράδια. Τότε που άρχισε να μαθαίνει τις πρώτες λέξεις στον καινούργιο τόπο και που τώρα, μέσα σε αυτή τη διαδρομή του τρένου, κοιτάει από το παράθυρο το τι έγινε, το τι πέρασε.

Σπίτια μεγάλα ανοίγονται μπροστά σου, στα δεξιά και αριστερά των ματιών σου. Πω πω οικόπεδα! Πώς θα πάρουνε τα νέα παιδιά ένα κεραμίδι τη σήμερον ημέρα;  Δύσκολα τα χρόνια για όλους. Όλα αλλάξανε. Τώρα το κεραμίδι και το τότε κεραμίδι  έχει διαφορά και στα υλικά και στην περιοχή και στην τιμή.  Μια ζωή για ένα κεραμίδι και μια καλή ζωή ήτανε και είναι σύνθημα που ζητάει πάντα το αυτονόητο. Από όνειρο να γίνει δεδομένο, αληθινό, χειροπιαστό. Μπαινοβγαίνεις στο πώς ήταν το τότε, τα πράγματα και οι αυλές. Πόρτες ανοίγουν, γλέντια, στιγμές, εκδρομές, δυσκολίες, όλα στον χάρτη του μυαλού. Στην άλλη βαλίτσα ,που κλειδώνει ξεκλειδώνει και χωρίς κωδικούς την κουβαλάς.  Μπορεί και να την φορτώνεσαι και όλα να ‘ναι συμπτώσεις. Άλλα τα χρόνια  τότε, συλλογιέσαι. Φύγανε με τα χρόνια και χωρίς σταθμούς  θα φύγουμε και μεις στο τέλος τέλος. Κατευθείαν και αργά, τα δρομολόγια έχουν φύγει.  Χωρίς δεύτερη κουβέντα  οι σκέψεις αυτές.  Αλλά και η καθεμία ένα εισιτήριο καθημερινότητας, που συμπωματικά ίσως να παίρνει άλλο νόημα στο τώρα που το εξαργυρώνεις.

Ωραία τα  καινούργια σύγχρονα τρένα, λέει η ματιά σου γύρω γύρω, περνώντας τους σταθμούς  έναν έναν.  Δεν είναι όμως ούτε οι σταθμοί του Μονάχου, ούτε τα τρένα της μεγάλης φυγής, ούτε το Orient Express  αυτά που σε φιλοξενούν, σε μεταφέρουν αλλά και κατοικούν  μαζί σου.  Ούτε υπάρχουν μαντίλια και τσεμπέρια να σε αποχαιρετούν και να σε υποδέχονται στην αφετηρία ή στο τέλος που γίνεται αρχή.  Μπαινοβγαίνουν οι άγνωστοι. Βιαστικοί και όρθιοι και καθήμενοι παρατηρητές του χρόνου.  Και καθένας μια ιστορία  έχει να πει αλλά και να μην πει. Λίγα και τα λόγια τους. Πρoς τα εκεί που βλέπεις είναι το λιμάνι, του port Melbourne οι πρώτες καραβιές αράζαν τότε.  Και δείχνεις και φτιάχνεις την εικόνα. Τώρα έχει και καράβι τακτικά, που πάει στην Τασμάνια.  Κάποιοι γνωστοί είναι εκεί κάτω, σε αυτό το νησί.  Όπως και το νησάκι της Παμβώτιδας, της λίμνης, σου έρχεται αυτή τη στιγμή στο μυαλό, με την κυρά Φροσύνη και τους στενούς μαχαλάδες  να μακραίνουν αλλά και να συγκρίνουν τόπο με τόπο και το καθετί στην ιδιαιτερότητα και την ιστορία του. Και όταν είσαι εκεί, βλέπεις τα Γιάννενα και την άλλη πλευρά της  λίμνης και το καραβάκι και το κάστρο. Δεν δείχνεις κάτι με τα χέρια αυτή την στιγμή. Τα μάτια σου φτιάχνουν δρόμους. Εδώ είναι αλλιώς, συμπληρώνεις τις σκέψεις σου  και όταν τις μοιράζεσαι  τότε οι αποστάσεις τους μειώνονται.

Και το αεροδρόμιο δεν είναι και τόσο μακριά. Το Tullamarine είναι πάντα εκεί για αναχωρήσεις. Και κοιτάω τα μάτια σου και την παντελόνα σου την πολύχρωμη.  Γιατί τα ταξίδια είναι μια αναχώρηση συνεχόμενη.  Συμφωνούμε και δεν φοράμε ρολόγια. Γιατί το ταξίδι είναι άνθρωποι και τόποι.  Με βήματα  μαθαίνεις τις γωνίες της πόλης και το πλήθος πώς κινείται. Πώς λένε γειά, πώς λένε το όνομά τους, πώς κοιτάνε στα κλεφτά, πώς φαντάζονται στα φανερά, πώς ρωτάνε, πώς υπάρχουν. Ακόμη και τα αεροπλάνα, που περνούν από πάνω σου καμμιά φορά, και όταν τα κοιτάς  τα χαιρετάς  και τους δίνεις καλές ευχές στα ταξίδια τους,  οδηγάς  την πορεία τους και την πας εκεί που θέλεις. Από  την άλλη όμως λίγο τα ζηλεύεις.  Να ‘σαι έστω σε κάποιο κάθισμα  τους, σε κάποιο τους όνειρο, όσο ψηλά και να ‘ναι τα πετάγμά τους, να ‘σαι παρών.  Το πού πάνε  το φαντάζεσαι.  Δεν είναι και το πρωτεύον το πού πάνε, λέμε μεταξύ μας.

Οι κουβέντες μονολογούν και συνεχίζουν. Η αλλαγή περιβάλλοντος βοηθάει τους ανθρώπους και αρχίζεις και βλέπεις τα πράγματα σε μια άλλη διάσταση. Ο προσανατολισμός στην πόλη και στους ουρανούς, βασικό κομμάτι επιβίωσης. Για να μην χαθείς βάζεις και σημάδια με τα χρόνια. Μπορεί να μην θυμάσαι τους δρόμους με το όνομά τους,  εκατό τοις εκατό να μην τους προφέρεις καλά, θυμάσαι όμως ανθρώπους και παρέες και στιγμές. Ακόμη και αν χαθήκανε, ακόμη και αν δεν βρεθήκανε μετά, θυμάσαι. Άλλα έντονα, άλλα λιγότερο, επανέρχονται κάποια στιγμή. Από όλους που περάσανε δίπλα σου, μαζί και χώρια σου, πάντα κάτι μένει. Όλα πινελιές. Το ίδιο ισχύει και για του λόγου σου.

Το τρένο, όμως, συνεχίζει το δρόμο του.  Οι ράγες δεν αλλάζουν  δρομολόγια. Θυμάσαι το πρώτο φιλί στο τρένο, τους ελεγκτές, το τρέξιμο να προλάβεις τις πόρτες, τις σκάλες της αποβάθρας, τα κιόσκια. Μετά ήρθαν οι μηχανές και κόσμος πάνω κάτω να πηγαινοέρχεται βιαστικά. Αλλά και  τον σταθμό του Flinders δεν τον ξεχνάς. Ποιο σωστά, την γωνία των οδών Flinders και Swanson, με τα ρολόγια, ως σημείο συνάντησης αλλά και ενημέρωσης δρομολογίων, που από το 1854 έχει την θέση του δίπλα στο ποτάμι του Yarra Yarra είναι σημείο και σημεία που όλοι τα γνωρίζουν και τα αγαπούν. Το κέντρο της πόλης, που περπάτησες και περπατάς και που έβγαλες τις πρώτες σου φωτογραφίες και τα στενά έχουν την ανάσα σου ακόμη.  Εκεί και τα γκράφιτι, σε κάποιους τοίχους, εκεί και σε κάποιους δρόμους άστεγοι. Εκεί από όλα.

Δεν είναι τούτα εδώ τα στενά της Πλάκας, ούτε τα Αναφιώτικα, ούτε τα καλντερίμια των νησιών. Είναι τα στενά αυτής της πόλης με τις βιτρίνες και τους ανθρώπους της. Κάποιοι δίπλα σου μιλάνε για ποδόσφαιρο και κρίκετ. Βαρετό το δεύτερο άθλημα. Οι περισσότεροι στο κινητό κολλημένοι γεμίζουν το χρόνο τους. Έχει συμβεί να χάσουν και τον σταθμό που είναι να κατέβουν. Αρχίζεις και να πεινάς. Σε περιμένουν καλαμαράκια στο Mordialloc και αυτό σε καλμάρει, από όλα τα ταξίδια της ημέρας θα ’ναι μια καλή κατάληξη.  Επομένως, ηρεμεί η ματιά και η πείνα σου. Μετράς πόσα στοπ  ακόμη είναι για να κατέβεις  εκεί που πρέπει.   Για να μην κάνεις λάθος. Ανανεώνεις τη συνήθεια και θα ‘χεις ιστορίες να λες από αυτή τη διαδρομή, εκεί που σε περιμένουν και κει που πας.

Έχει ωραίους κολπίσκους εδώ και οι συνταγές τους με τα κύματα θα σε ανανεώσουν και το φεγγάρι που θ ‘ρθει θα ‘ναι στα καλά του. Φλεβάρης μήνας, χειμώνας στα μακριά και κει που τα υπόγεια νερά σαν φλέβες από τις πολλές βροχές του δίνουν και το όνομά του. Φλεβάρης, που το λατινικό του ουσιαστικό σημαίνει καθαρός και κάθαρση, λόγω των γιορτών που γίνονταν στη Ρώμη, έτσι για να μπαίνουμε και στην βουτιά των ονομάτων. Εκεί θα μπαίνει η άνοιξη και δω το καλοκαίρι θα φεύγει. Μικρές ευτυχίες όμως όταν καταλήγουν στην βόλτα των αναστοχασμών και φιλτράρονται γίνονται αφορμές και για άλλα ταξίδια.  Και ένα φεγγάρι που θ ‘ρθει, φλεβαριάτικο και καλοκαιρινό, να γλυκαίνει τους σταθμούς μας. Ας βάλουμε και αυτές τις μυρουδιές να ‘ναι μαζί μας, στην παρέα. Και ας φύγει και το τρένο, που λέγαμε, στην δικιά του πορεία και στο καλό. Θα ακούμε από μακριά τον ήχο του αργότερα στην αυλή και στον καθρέφτη της νύχτας, στο σώμα, θα γράψουμε ότι όλα αυτά δεν ήταν ψέματα. Την αλήθεια πάντα λέω και το πρωί ήσουνα εκεί. Δεν ήσουν ψίχουλο για τους γλάρους, ούτε ένα τίποτε χωρίς λόγο  για να περνάει η ώρα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη