Η Άννα βρέθηκε με πολτοποιημένο κεφάλι στο πάρκο του Ναϊρόμπι και δίπλα της βρισκόταν ένα ματωμένο σφυρί…
Ήταν ψυχίατρος στο νοσοκομείο της πόλης. Όταν ένοιωθε πιεσμένη, κάτι που γινόταν συχνά, πήγαινε με το αυτοκίνητό της μέχρι το πάρκο και περπατούσε με τις ώρες. Εκείνη τη μέρα είχε προβληματιστεί πολύ με τον ασθενή της που παρακολουθούσε τον τελευταίο καιρό.
Ήταν ένας νέος, γύρω στα 25, ψηλός, ξανθός με ωραία χαρακτηριστικά, αλλά είχε πολλή οργή, την οποία προσπαθούσε να την τιθασεύσει. Ήταν οργή συσσωρευμένη από χρόνια, εξαιτίας του πατέρα του, ο οποίος υπήρξε πολύ αυστηρός μαζί του και όχι μόνο.
Σε μια από τις συζητήσεις που είχαν, της είχε πει πως ο πατέρας του, όταν ο νεαρός ήταν στην ηλικία των έξι χρόνων, σκότωσε τον αγαπημένο σκύλο του μικρού μ’ ένα σφυρί, γιατί δεν υπάκουσε σε κάποια εντολή του. Αυτό τον θύμωσε πολύ και στον ύπνο του, πολλές φορές, έβλεπε πως κρατούσε εκείνος το σφυρί και το κατάφερνε στο κεφάλι του πατέρα πολλές φορές. Και όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε σ’ ένα σαφάρι, πριν δύο χρόνια, ο νεαρός χοροπηδούσε από τη χαρά του…
«Δεν θα μπορεί πια να κάνει κακό σε κανένα…», έλεγε και ξανάλεγε.
«Είχε κάνει κακό και σε άλλους;»
«Σε μένα, στη μάνα μου, στην κοπέλα που έχουμε στο σπίτι, στον φύλακα… Σε όλους…»
«Σε χτυπούσε; Σας χτυπούσε;»
«Να, κοίτα…» κι έδειξε στο χέρι του μια βαθειά ουλή. «Και η μάνα μου υποφέρει από πονοκεφάλους εξαιτίας του. Να μη σου πω τι έκανε στην κοπέλα και στον φύλακα…»
Η ώρα εκείνης της συνεδρίας είχε τελειώσει. Του είπε πως θα πρέπει να μην ξεχνά τα φάρμακά του και πως θα συναντιόνταν την άλλη βδομάδα…
«Δεν θέλω να φύγω. Θέλω να μείνω μαζί σου. Δεν νοιώθω καλά στο σπίτι. Έχουμε πολλά προβλήματα εξαιτίας του κι ας έχει εξαφανιστεί… Μας έχει καταραστεί να μην δούμε μια καλύτερη ζωή… Σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου. Πάρε με στο σπίτι σου…»
«Δεν γίνεται αυτό και το ξέρεις. Το σπίτι μου είναι ο χώρος μου κι εδώ είναι η εργασία μου. Εκτός, αν θέλεις, να μείνεις για ένα διάστημα στο νοσοκομείο.»
«Όχι, δεν είμαι άρρωστος. Δεν έχω πυρετό, δεν έχω χτυπήσει… Θέλω να έρθω μαζί σου. Τι δεν καταλαβαίνεις;…»
Η Άννα προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Μάταιος κόπος. Απέξω περίμεναν κι άλλοι ασθενείς. Το μόνο που σκέφτηκε να κάνει, ήταν να φωνάξει την νοσοκόμο, να ειδοποιήσει την μητέρα του και να του κρατήσει συντροφιά, μέχρι να έρθουν ναν τον πάρουν.
Εκείνη τη μέρα ο νεαρός ήταν πολύ μελαγχολικός. Είχε κλειστεί πάλι στον εαυτό του και σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίας δεν μίλησε καθόλου σχεδόν…
Η Άννα βγήκε από το αυτοκίνητό της, πήρε το παγούρι της με το νερό που κουβαλούσε πάντα στις βόλτες της κι άρχισε να περπατά στο πάρκο, ενώ προσπαθούσε να πάρει βαθιές ανάσες και ν’ απολαύσει τον περίπατό της, με σκοπό να χαλαρώσει… Δεν πρόλαβε να κάνει πολλά βήματα, όταν της φάνηκε πως τον είδε πίσω από ένα δέντρο. Ήταν αδύνατο. Αποκλείεται να βρισκόταν εκεί και μάλιστα μ’ ένα σφυρί στο χέρι… Δεν μπορεί να ήξερε πού πηγαίνει η Άννα… Και ήταν η ώρα που θα έπρεπε να κοιμάται…
Το τελευταίο πράγμα που ένοιωσε ήταν ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι…
Αφήστε το σχόλιο σας