Το σπίτι στη δουλειά μου το παλιό,
Το σπίτι το μικρό που το ξεχάσαμε,
Νοσταλγικά και θλιμμένα κοιτά
Τον συλημένο κάμπο του
Καρτερικά–καρτερικά,
Χωρίς να φεύγει.
-.-
[Να πέθαναν, νά ‘φυγαν μετανάστες,
Να το πούλησαν;
Και τώρα ποιος να το ‘χει,
Γιατί το ‘κλεισε;]
-.-
Και ένα παλιό σεντούκι αφημένο στη βεράντα,
Μαζί με τη γριά ελιά,
που πάνω του γέρνει
Σα να το προστατεύει από βροχές και ήλιους.
Τα δύο πιο παλιά πράγματα της αυλής –
Μα δε μιλάνε.
-.-
Και το παλιό πηγάδι
-νά ‘χει στερέψει;-
Βαμμένο ακόμα πράσινο
Περιμένει να χαρεί ξανά
Στου μαγκανιού τον ήχο.
-.-
Και παπαρούνες,
Και γατάκια –απ’ τα μικρά μου χρόνια
Τώρα εδώ, για φαντάσου– ,
Και η δεντρογαλιά που σκότωσε ο Κώστας
– όλα αγαπημένα και δικά μας.
Τόσο πολύ δικά μας που τα ξεχάσαμε
Αλήθεια…
Τι όμορφο!!!!!!!!
Πράγματι, έχουν μια γοητεία τα παλιά τα σπίτια!!! Και προκαλούν τόσο τη φαντασία μας…!!!
Ευχαριστώ!
Νομίζω ότι μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για τα παλιά τα σπίτια. 🙂
“Τόσο πολύ δικά μας που τα ξεχάσαμε”. Πόσο αλήθεια! Μου άρεσε πολύ, Κατερίνα!
Χαίρομαι Μαριάννα!
“Το σπίτι το μικρό που το ξεχάσαμε,
Νοσταλγικά και θλιμμένα κοιτά
Τον συλημένο κάμπο του”
Πόση θλίψη τα ξεχασμένα σπίτια… και πόσο όμορφα κι ευαίσθητα μίλησες εσυ για λογαριασμό τους, Κατερίνα μου!
Ευχαριστώ πολύ Βάσω μου!
Γιατί άραγε στους πολύ δικούς μας ανθρώπους όπως και στα πολύ δικά μας πράγματα ξεχνάμε να δείξουμε την αγάπη μας το ενδιαφέρον μας τη στοργή μας ΣΥΝΑΙΣΘΉΜΑΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ ΛΕΣ;;;ίσως.ΓΙ’ αυτό!!!!
Ωραίο Κατρίνα το ποίημά σου όπως και το κάθε τι που γράφεις
Σε ευχαριστώ πολύ Λένα μου!